Ξαναζώντας την ιστορία

Ξαναζώντας την ιστορία


Επειδή υπήρξαν πολλές αναφορές στο μπάσκετ αυτή την εβδομάδα, θα ήταν άδικο, στο τέλος της, να μην γράψω κάτι για δυο βιβλία συναδέρφων, που έφτασαν στα χέρια μου και που εκδόθηκαν με την ευκαιρία της συμπλήρωσης τριάντα χρόνια από την κατάκτηση του πρωταθλήματος μπάσκετ το 1987: αναφέρομαι στο «Είμαστε πια πρωταθλητές» του Βασίλη Σκουντή (που κυκλοφόρησε από την Ελληνοεκδοτική ) και στο «Τίποτα δεν μας σταμάτησε» (που είναι το πρώτο βιβλίο των εκδόσεων της 24 Μedia). Επειδή και τα δύο τα αγόρασα στο βιβλιοπωλείο, καθώς κανείς τους δεν μπήκε στον κόπο να μου στείλει το δικό του, έχω μια ωραία ευκαιρία να τους ρίξω ένα θάψιμο. Αστειεύομαι φυσικά.

Η δυσκολία με τα αθλητικά

Ενα βιβλίο βασισμένο σε μια αθλητική ιστορία (ή σε ένα αθλητή…) είναι εκ προοιμίου δύσκολο για μια σειρά από λόγους. Οι αληθινές ιστορίες, ειδικά όσες ο κόσμος έχει ζήσει με πάθος και συγκίνηση, δεν είναι εύκολο να αποδοθούν σε ένα βιβλίο: γίνονται ευκολότερα για αυτές ντοκιμαντέρ ή και ταινίες, γιατί η δύναμη της εικόνας είναι τεράστια. Ο κόσμος, που τις έχει ζήσει, σπανίως πιστεύει πως έχουν μυστικά: τις θυμάται ως γλυκιές αναμνήσεις και τις έχει κάνει δικές του. Οι πρωταγωνιστές, συνήθως, μοιραία αγιογραφούνται, γιατί ο συγγραφέας καταθέτει και την δική του αγάπη για αυτούς κι ο τρόπος έκφρασης της αγάπης, το ξέρουμε, δεν είναι ποτέ απλός. Πολλές φορές αυτά τα βιβλία ισορροπούν ανάμεσα στο μελό και στο ρομάντζο: πιο πολύ και από την ιστορία σου υπενθυμίζουν τους λόγους που δεν πρέπει να την ξεχάσεις ή το γιατί αυτή ειδικά είναι πιο σημαντική από άλλες. Τίποτα από όλα αυτά δεν είναι κακό, αλλά πολλές φορές η εξιστόρηση γίνεται  επιτηδευμένα και η ίδια η ιστορία ξεφτίζει εξαιτίας της υπερβολής. Άλλοτε πάλι η εξιστόρηση πνίγεται από μια σειρά από στοιχεία της στατιστικής, που χρησιμοποιούνται για να τονίσουν την δυσκολία του επιτεύγματος. Οι δημοσιογράφοι ή οι αθλητές που γράφουν αυτά τα βιβλία, καμιά φορά παγιδευμένοι στο θερμοκήπιο τους, χάνονται σε ασημαντότητες, προσπαθώντας να καταπλήξουν τον αναγνώστη. Παραθέτουν, αγιογραφούν, υπερβάλουν χωρίς να εξιστορούν. Και ο Σκουντής και ο Φιλέρης απέφυγαν κυρίως αυτή την παγίδα γιατί είναι καλοί δημοσιογράφοι. Και γιατί διηγούνται μια γιγάντια ιστορία που κάλυψαν στα πρώτα τους επαγγελματικά βήματα, όταν ακόμα ο θαυμασμός τους για τους αθλητές και τα επιτεύγματά τους έμοιαζε με αυτόν του απλού φίλαθλου.

Το ντοκιμαντέρ του Σκουντή

Το «Είμαστε πια πρωταθλητές» του Σκουντή είναι ένα λεύκωμα που σε μια σοβαρή χώρα θα είχε κυκλοφορήσει ένα χρόνο μετά την κατάκτηση εκείνου του Ευρωμπάσκετ και θα το είχε κάθε Ελληνας που συγκινήθηκε με εκείνο το κατόρθωμα δίπλα στο οικογενειακό του άλμπουμ. Ο Σκουντής εξιστορεί το κάθε παιγνίδι με βάση τις μνήμες του, φωτίζοντας με μικρά κείμενα τις λεπτομέρειες που αξιολογεί ως σημαντικές. Το λεύκωμα είναι γεμάτο από καταπληκτικές φωτογραφίες που σίγουρα υπήρχαν στο αρχείο του: ο Σκουντής έχει ένα από τα μεγαλύτερα αρχεία που έχω δει ποτέ μου, γιατί ανήκει στην γενιά, που θεωρούσε το αρχείο αναγκαίο κι όσες φορές έχουμε βρεθεί στο ίδιο γραφείο τον θυμάμαι πάντα να κόβει και να κρατάει κομμάτια από εφημερίδες, σίγουρος ότι κάποια στιγμή θα του είναι χρήσιμα. Κάποιες φωτογραφίες, όπως αυτή που ο Φασούλας κρατά την Μελίνα Μερκούρη σαν μωρό παιδί στα χέρια του, είναι απίστευτες. Μετά από κάθε ματς υπάρχει το φύλλο του αγώνα και κάποια πρωτοσέλιδα της εποχής, προσεχτικά διαλεγμένα. Τα κείμενα είναι μικρά κι όταν τα διαβάζεις νομίζεις πως ακούς τη φωνή του δημοσιογράφου να σου εξηγεί τι θα ήταν καλό να θυμάσαι. Τον θαύμαζα πάντα τον Βασίλη γιατί χρόνια τώρα κάνει στην Ελλάδα ένα είδος αμερικάνικης αθλητικογραφίας - τελείως κόντρα στους καιρούς μας, στους οποίους πέραση έχουν κυρίως τα χολερικά κείμενα. Το λεύκωμά του είναι σαν ένα ντοκιμαντέρ με τον σκηνοθέτη να έχει και το ρόλο του αφηγητή ταυτόχρονα.

Η έρευνα του Φιλέρη

Τον Φιλέρη τον θεωρώ φίλο μου κι ας μην κάναμε ποτέ τρομερή παρέα – με κάποιους ωραίους τύπους μου συμβαίνει. Ο Γιάνναρος στο συγγραφικό του ντεμπούτο αποδείχτηκε μια ωραία έκπληξη. Το «Τίποτα δεν μας σταμάτησε» είναι ένα βιβλίο, το οποίο έλειπε από την αθλητική μας βιβλιογραφία. Ο Φιλέρης είναι φανερό ότι δεν γράφει από μνήμης, αλλά έχει κάνει μια μεγάλη έρευνα, ανατρέχοντας κυρίως σε εφημερίδες και περιοδικά της εποχής. Αναφέρεται σε πολλά που προηγήθηκαν του Ευρωμπάσκετ του 1987, φωτίζοντας και περιστατικά που έχουν ξεχαστεί, όπως τη θετική επίδραση που είχε στην ομάδα μια νίκη κόντρα στη Γαλλία στο Εκεντρεβίλ έπειτα από τρεις παρατάσεις! Μιλά για την καλή παρουσία της ομάδας στο Μουντομπάσκετ του ‘86, αναφέρεται (και πολύ…) στις αγωνιστικές της δυσκολίες (καταπληκτική η εξιστόρηση του Γιαννάκη για την δυσκολία της ομάδας, τα χρόνια που έπαιζε με τρεις κοντούς), γράφει για τα συστήματα του Πολίτη που άλλαξαν, την εξαιρετική προετοιμασία της ομάδας από τον Σισμανίδη, την είσοδο του μπάσκετ στο σπίτι κάθε Ελληνα χάρη στη δουλειά του Φίλιππα Συρίγου, την θέληση των παικτών να σταματήσει το μπάσκετ να είναι ένα μονόστηλο στις εφημερίδες και να γίνει κάποια στιγμή πρωτοσέλιδο. Το κεντρικότερο σημείο του βιβλίου είναι η ιστορία του καθενός από τους πρωταγωνιστές, με αναφορές όχι μόνο στα αθλητικά του κατορθώματα, αλλά και στην ψυχοσύνθεση και στον χαρακτήρα τους, καθώς και στο κατά πόσο επηρέασε αυτό που λέμε ποπ κουλτούρα. Στον επίλογο μάλιστα ο Φιλέρης (ανα)δημοσιεύει ένα ιστορικό κείμενο του αρχαιολόγου Μανώλη Ανδρόνικου, γραμμένο μια εβδομάδα μετά τον θρίαμβο στο «Βήμα της Κυριακής», στο οποίο ο μεγάλος αυτός διανοούμενος καταθέτει τον ειλικρινή θαυμασμό του για το κατόρθωμα της ομάδας, που βοήθησε τη χώρα «να ζήσει μέσα σε ένα παραληρηματικό όνειρο, μια μουσική συμφωνία, ένα πίνακα ζωγραφικής» και που «της έδειξε πως, αν δώδεκα ελληνόπουλα είναι εύστοχα στο μπάσκετ, κάθε στόχος είναι εφικτός».

Δυο στιγμές νοσταλγίας

Τα δυο βιβλία περιέχουν ένα σωρό ιστορίες και δεν είναι ανταγωνιστικά. Το λεύκωμα του Σκουντή είναι κάτι σαν ευκαιρία να ξαναζήσει την διοργάνωση όποιος δεν την έζησε. Το βιβλίο του Φιλέρη απευθύνεται λίγο πιο πολύ σε όσους την ιστορία την ξέρουν γιατί την έζησαν: θα διαπιστώσουν ότι υπάρχουν πάρα πολλά που ξέφυγαν της προσοχής τους και που θα έπρεπε να μείνουν στη μνήμη τους. Ο Σκουντής ζωγραφίζει, ο Φιλέρης συνθέτει – ο πρώτος είναι ο τυχερός αυτόπτης μάρτυρας του χρονικού, ο δεύτερος ένας δραματουργός, που φωτίζει τα πρόσωπα και τα κατορθώματά τους. Αν πρέπει να τους κάνω μια κριτική είναι ότι κράτησαν μια αρκετά διακριτική στάση από το γεγονός και οι δυο: θα ήθελα να ξέρω περισσότερο για το τι έκαναν τότε, ποιες ήταν οι σκέψεις τους βλέποντας το θαύμα να εξελίσσεται μπροστά τους, ποιους αγαπούσαν πιο πολύ και γιατί, αλλά και πως το ίδιο το γεγονός τους επηρέασε. Αλλά είναι αρκετά σεμνοί και οι δυο για να τολμήσουν να κλέψουν λιγάκι από το παλκοσένικο των ηρώων τους.