Μακάρι να κάνω λάθος…

Μακάρι να κάνω λάθος…


H Εθνική μας στη Βουδαπέστη γνώρισε μια από τις χειρότερες ήττες της τα τελευταία χρόνια. Έχασε από την Ουγγαρία, παίζοντας σε ένα άδειο γήπεδο. Ηττήθηκε από μια ομάδα που δεν ήταν καλύτερή της, που προερχόταν από μια ήττα, που έκανε ελάχιστα σωστά πράγματα στο γήπεδο. Κυρίως, όμως, η ήττα αυτή ήταν πικρή γιατί ήταν προβλέψιμη: όποιος είχε δει τη νίκη της Εθνικής με την Εσθονία κι είχε διαβάσει τις υπερβολές που την συνόδεψαν την περίμενε. Κι αυτό είναι το χειρότερο.  

Το ίδιο λάθος

Ο Μίκαελ Σκίμπε έκανε τρεις αλλαγές σε σχέση με το ματς με την Εσθονία, αλλά για δεύτερο συνεχόμενο παιγνίδι έκανε το ίδιο λάθος: βάφτισε το κρέας ψάρι, δηλαδή χρησιμοποίησε παίκτες σε άλλες θέσεις από αυτές που παίζουν κανονικά. Αυτή τη φορά, πέρα από τον Πέλκα που πάλι χαραμίστηκε ως «έξω αριστερά», είδαμε και για ένα ημίχρονο σέντερ φορ τον Δώνη, που με τη θέση μικρή σχέση έχει. Πέρα από αυτά, όμως, είχαμε χθες και κάποια ακόμα λάθη που στοίχισαν. Ο κόουτς αντικατέστησε τον Λυκογιάννη με τον Τζαβέλα, ένα παίκτη που έχει τα ίδια χαρακτηριστικά (και σχεδόν τα ίδια προβλήματα), αλλά δεν έχει ματς στα πόδια του: το αποτέλεσμα ήταν οι Ούγγροι να παίζουν στο πρώτο ημίχρονο μόνο από την πλευρά του και να δημιουργούν κινδύνους, που οδήγησαν τον προπονητή στο να τον αντικαταστήσει στην επανάληψη – ο Τζαβέλας έπαιζε και ακάλυπτος αφού ο Πέλκας δεν γύρισε σχεδόν ποτέ. Ο Γερμανός αδίκησε στην ανάλυση της νίκης επί των Εσθονών τον Μάνταλο και τον άφησε στον πάγκο, αντί να του δώσει τη δυνατότητα να παίξει στα αριστερά όπως ξέρει, ενώ επέμενε στο δίδυμο Κουρμπέλης – Μπουχαλάκης, μολονότι στο Τάλιν και οι δυο είχαν δώσει λίγα. Ειδικά η περίπτωση του Μπουχαλάκη μαρτυρά την απόγνωση του προπονητή σε ό,τι έχει να κάνει με τους μέσους: ο παίκτης που πέρυσι δεν είχε ποτέ του κληθεί στην Εθνική, φέτος, μετά από δυόμισι καλούτσικα ματς με τον Ολυμπιακό, έγινε αναντικατάστατος – και φυσικά δεν φταίει αυτός για αυτό. Στο δεύτερο ημίχρονο στη Βουδαπέστη, η παρουσία του Μήτρογλου και του Λυκογιάννη στην ενδεκάδα κάπως σουλούπωσαν το παιγνίδι – οι Ούγγροι μας άφησαν την μπάλα κι έπαιξαν μαζική άμυνα. Θα πρεπε να τιμωρηθούν για την επιλογή τους, αλλά και η Εθνική μας έκανε λίγα. Τρεις – τέσσερις καλές ευκαιρίες, όταν είσαι πίσω στο σκορ, μαρτυρούν αντίδραση, όχι όμως και οργανωμένο παιγνίδι.  

Δεν χάνουμε όλοι μαζί

Η ήττα ήρθε απλά και διαδικαστικά κι όποιος ξέρει το περιβάλλον της Εθνικής καταλαβαίνει και το γιατί. Η ομάδα έφυγε για το Τάλιν την Παρασκευή και βρέθηκε στη Βουδαπέστη την Κυριακή. Η νίκη με την Εσθονία έφερε χαμόγελα και τα χαμόγελα, σε συνδυασμό με τα χαρούμενα πρωτοσέλιδα και τις υπερβολές που είχαμε στην Ελλάδα, και που πάντα επηρεάζουν, οδήγησαν σε επανάπαυση. Επι της ουσίας δεν πάθαμε καμιά καταστροφή, αλλά από την άλλη ο Σκίμπε έχασε δυστυχώς μια ωραία ευκαιρία να πάρει ένα αποτέλεσμα, που θα έσβηνε τον αποκλεισμό από το μουντιάλ: με νίκη στη Βουδαπέστη η πρωτιά στον όμιλο θα ήταν σχεδόν σίγουρη. Η ομάδα έχει ανάγκη τον προηγούμενο αποκλεισμό να τον ξεχάσει και κυρίως έχει ανάγκη να ξεχάσει πως ο Σκίμπε ήταν ο προπονητής της στην προηγούμενη διοργάνωση, όταν και δεν τα κατάφερε. Να ξέρετε πως αυτό είναι το ένα από τα δυο μεγάλα της προβλήματα: όσο συμπαθής και να είναι ο Σκίμπε στους παίκτες, άλλο τόσο χρειάζεται γρήγορα κάτι που να μοιάζει με επιτυχία. Αλλιώς στην επόμενη ήττα θα αρχίσει να φουντώνει η δυσπιστία προς το πρόσωπό του: δεν ήρθε χθες – είναι τρία χρόνια στην Ελλάδα. Το ξέρω ότι κάτι τέτοιο είναι άδικο, αλλά γνωρίζω καλά πως έτσι συμβαίνει. Στην Εθνική κερδίζουμε όλοι μαζί, αλλά δεν χάνουμε όλοι μαζί: να το θυμόσαστε.    

Η ιστορία του Τσάνα

Το δεύτερο μεγάλο πρόβλημα είναι γενικά η διαχείριση της ομάδας από την ομοσπονδία. Πριν η ομάδα ξεκινήσει τις υποχρεώσεις της στο UEFA Nations League είχα επισημάνει ότι η ιστορία του Κώστα Τσάνα, του βοηθού του Μίκαελ Σκίμπε, δείχνει ότι ένα κάποιο έλλειμμα σοβαρότητας. Ο Τσάνας δουλεύει στην ομοσπονδία κοντά δέκα χρόνια. Υπήρξε επιτυχημένος ομοσπονδιακός στην Εθνική Νέων, βρέθηκε στη συνέχεια στην Ελπίδων, κάθισε στον πάγκο και της Εθνικής Ανδρών ως υπηρεσιακός, όταν του το ζητήθηκε. Είναι ένας από τους λίγους, που κατάφερε να γίνει πραγματικό στέλεχος της ΕΠΟ κι έχει συνεργαστεί με πέντε τουλάχιστον διοικήσεις της. Όταν ανέλαβε ο Σκίμπε του ζητήθηκε να γίνει και βοηθός του Γερμανού, με τον οποίο η συνεργασία υπήρξε άριστη.

Για λόγους που δεν μάθαμε ποτέ, ο Τσάνας τον περασμένο Ιούλιο έμαθε ότι η σύμβασή του δεν θα ανανεωθεί και πως καλό είναι να ψάξει μια άλλη δουλειά. Μολονότι ο Σκίμπε τον ήθελε στο επιτελείο του, η έκθεση της αρμόδιας επιτροπής ήταν αρνητική για την παραμονή του. Η σχετική εισήγηση έγινε δεκτή από το ΔΣ της ΕΠΟ, που συνεδρίασε προ είκοσι περίπου ημερών. Και πριν το ταξίδι στο Τάλιν ξαφνικά ο Τσάνας επέστρεψε, χωρίς τίποτα να αλλάξει! Αλλοι λένε ότι απαίτησε την παραμονή του ο Σκίμπε όταν κατάλαβε (αργά) πως ο άνθρωπος είχε απολυθεί, άλλοι ότι με τον πόλεμο των Νοτίων και των Βορείων Εξυγιαντών να μαίνεται εντός της ομοσπονδίας ήταν σχεδόν αδύνατο να βρεθεί αντικαταστάτης του. Όπως και να χει η ιστορία αυτή  μαρτυρά προχειρότητα: δεν μπορεί να παίζεις με τους τα θέλω του προπονητή και τους συνεργάτες του.

Δεν κάνουμε τίποτα

Ας ελπίσουμε ο Σκίμπε να έχει καταφέρει να παραμείνει σοβαρός και μακριά από τα πολλά που συμβαίνουν τον τελευταίο καιρό εντός της ομοσπονδίας – καλύτερα να μην τα ξέρει καν! Ο Οττο Ρεχάγκελ, που δούλεψε δέκα χρόνια στην Εθνική μένοντας στην Ελλάδα ελάχιστες μέρες και χωρίς ποτέ του να απαιτήσει να έχει ένα σπίτι στην Αθήνα, κάτι είχε καταλάβει για το ποδόσφαιρό μας και όσους το διοικούν. Επειδή σήμερα τα πράγματα σε επίπεδο σοβαρότητας είναι ακόμα χειρότερα από του Οθωνα τα χρόνια, είχα γράψει πριν τα παιγνίδια με την Εσθονία και την Ουγγαρία, πως για τον Σκίμπε θα ήταν ιδανικό να μην ερχόταν ποτέ στην Ελλάδα και να μην πήγαινε και ποτέ στο Γουδί. Ισως θα ήταν καλό να μην πήγαινε καν στα ματς και να προπονούσε την ομάδα δια αλληλογραφίας. Η να πήγαινε μόνος του στο γήπεδο, να μιλούσε λίγο με τους παίκτες και να έφευγε στο ημίχρονο. Χωρίς κανένα στο κεφάλι του, η προσφορά του θα ήταν η καλύτερη και μεγαλύτερη. Ελπίζω πραγματικά να έχω άδικο.