Ο τελευταίος των συντηρητικών

Ο τελευταίος των συντηρητικών


Ομολογώ ότι εντυπωσιάστηκα από το πώς αντέδρασε ο περισσότερος κόσμος στην είδηση του θανάτου του πρώην Προέδρου της Δημοκρατίας Κωστή Στεφανόπουλος, που έφυγε από τη ζωή προχθές πλήρης ημερών. Δεν υπήρξε το παραμικρό κακόβουλο σχόλιο και η θλίψη που συνόδεψε την είδηση του θανάτου ήταν καθολική. Δεν συνέβαινε πάντα έτσι με τον Στεφανόπουλο: το 2011, όταν ως πρώην Πρόεδρος της Δημοκρατίας είχε κάνει δηλώσεις υπέρ της τότε κυβέρνησης Παπαδήμου τον είχαν χαρακτηρίσει «γερμανοτσολιά» κι αυτόν! Νομίζω ότι τα καλά λόγια με τα οποία οι πιο πολλοί τον αποχαιρέτησαν οφείλονται στο ότι τα τελευταία χρόνια δεν είχε ενεργή πολιτική παρουσία: ο κόσμος εξέφρασε τη θλίψη του με βάση την ανάμνηση του Προέδρου Στεφανόπουλου. Ισως ο θάνατός του να αποτελεί και το τέλος ενός πολιτικού κεφαλαίου, που δεν σχετίζεται με την Μεταπολίτευση, αλλά με μια Ελλάδα προγενέστερη: ο Στεφανόπουλος πολιτεύτηκε για πρώτη φορά στις εκλογές του 1958 με την Εθνική Ριζοσπαστική Ένωση (ΕΡΕ) και εξελέγη για πρώτη φορά βουλευτής Αχαΐας στις εκλογές του 1964. Στα μάτια μου μοιάζει ο τελευταίος μιας πολιτικής τάξης που ήδη λείπει, ο τελευταίος της εποχής των συντηρητικών. 

 

Στάση ζωής συγκεκριμένη

Ο Στεφανόπουλος ήταν συντηρητικός, πιο πολύ και από δεξιός. Ο δεξιός στην Ελλάδα έχει ένα είδος κομματικής πατρίδας: βλέπει το κόμμα ως καταφύγιο. Συχνά το κόμμα μεταβάλλεται για να τον ικανοποιήσει ή για να διεκδικήσει την εξουσία, συχνά ο ίδιος μπορεί να νοιώθει εκτός κόμματος γιατί δεν αναγνωρίζει όσους το διοικούν, συχνά μπορεί να φύγει κι ακόμα συχνότερα να επιστρέψει, αλλά η ζωή του στριφογυρίζει γύρω από τη στράτευσή του, περίπου όπως συμβαίνει και στην αντίπερα όχθη – η διαφορά ήταν ότι ενώ το ΚΚΕ πχ διέγραφε, η δεξιά παράταξη το έκανε σπάνια γιατί στη διεκδίκηση της εξουσίας όλοι είναι χρήσιμοι. Ο συντηρητικός ωστόσο, ήταν κάτι άλλο: η στάση ζωής του, οι επιλογές του, η πράξεις του δεν καθορίζονταν τόσο από τις κομματικές γραμμές, όσο από τις προσωπικές του αξίες.

Ο συντηρητικός δεν έλεγε ό,τι ο άλλος ήθελε ν ακούσει, αλλά κατέθετε προτάσεις που συχνά πήγαιναν και κόντρα στους κομματικούς μετασχηματισμούς. Ο συντηρητικός είχε το δικό του αξιακό σύστημα: πίστευε στους θεσμούς και στην διατήρησή τους, είχε πάντα ως φάρο το σύνταγμα, ήταν δύσπιστος όταν άκουγε να μιλάνε για αλλαγές, οι αξίες του ήταν η τάξη και η ασφάλεια και η πρόοδος δεν μπορούσε παρά να βασίζεται στο σεβασμό των παραδόσεων. Ο συντηρητικός πιθανότατα δεν κυβέρνησε την Ελλάδα ποτέ, αλλά ήταν ένα υπαρκτό πολιτικό πρόσωπο, που για δεκαετίες λειτούργησε ως ανάχωμα απέναντι σε λογιών λογιών λαϊκισμούς. Ηταν αστός, ήταν ίσως κομμάτι σνομπ, ήταν ξεροκέφαλος και διστακτικός, αλλά πίστευε πάντα σε κάτι που έχουμε ξεχάσει πόσο χρήσιμο είναι, δηλαδή στους κανόνες. Και πίστευε πολύ και στην παιδεία, όχι μόνο στην εκπαίδευση, αλλά και σε αυτή που σχετίζεται με τη συμπεριφορά και την αξιοπρέπεια. Ο Στεφανόπουλος πχ αγαπούσε να λέει ότι «πρέπει να έχει αγωγή ένας άνθρωπος. Στην κοινωνία οφείλεις να συμπεριφέρεσαι κατά τρόπον που να μη γίνεσαι ενοχλητικός, έστω κι αν σ' ενοχλούν οι άλλοι. Η συμπεριφορά σου είναι το μέτρο της αξιοπρέπειάς σου».

 Κακώς δεν ήταν τίτλος τιμής     

Ο Στεφανόπουλος ήταν σημαντικός γιατί ήταν αληθινός πολιτικός μιας άλλης εποχής – ήταν συντηρητικός, χωρίς να το διατυμπανίζει γιατί στην Ελλάδα αυτό ποτέ δεν ήταν τίτλος τιμής (και κακώς γιατί τέτοιοι άνθρωποι χρειάζονται…). Είχε το κουράγιο της συντηρητικής γνώμης του και εντός της δεξιάς παράταξης, δεν δεχόταν την οικογενειοκρατία, ασκούσε κριτική πρώτα από όλα στο κόμμα του. Οι αντιπαραθέσεις του με τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη αφορούσαν κυρίως θέσεις αρχής: ο Στεφανόπουλος έβλεπε στο Μητσοτάκη τον πολιτικό που τραβάει τη δεξιά παράταξη προς το κέντρο, υιοθετώντας κόντρα στο ΠΑΣΟΚ ένα λαϊκίστικο λόγο – το αν το οικονομικό του πρόγραμμα ήταν νεοφιλελεύθερο ήταν δευτερεύον ζήτημα, γιατί πάντα ο λόγος προηγείται. Όταν έφυγε από τη ΝΔ έφτιαξε τη ΔΗΑΝΑ ένα κόμμα που έμοιαζε λίγο με κλειστή λέσχη συντηρητικού προβληματισμού κι επέμενε να μιλάει για βασικές πολιτικές αξίες (ήθος, ειλικρίνεια, εντιμότητα, σαφείς προτάσεις κτλ) σε μια εποχή που ο πασοκικός λαϊκισμός κάλπαζε και το «εδώ και τώρα» ήταν τρόπος ζωής. Ο Στεφανόπουλος ήταν χαμηλών τόνων πολιτικός, αλλά σθεναρός πολέμιος της συνθηματολογίας, που στη δεκαετία του 80 φούντωνε. Ηταν εξαιρετικός ρήτορας με σύνθετο και καθόλου εύκολο λόγο, ενώ ως άνθρωπος ήταν πολύ απλός κι αυτό ήταν μια άλλη γοητευτική παράμετρος της συντηρητικής λογικής του. Ο λόγος που είχε βγάλει όταν επισκέφτηκε την χώρα μας ως πρόεδρος των ΗΠΑ ο Μπιλ Κλίντον και που ανάγκασε ουσιαστικά τον Αμερικανό πρόεδρο να ζητήσει συγνώμη στη χώρα μας για την στάση των ΗΠΑ τον καιρό  της ελληνικής δικτατορίας υπήρξε το αριστούργημά του: ένα αληθινό κομψοτέχνημα συντηρητικής προσέγγισης σε αυτό που αποκαλούμε διεθνή νομιμότητα. Ο Στεφανόπουλος είχε υπενθυμίσει ότι η χώρα μας είναι πάντα υπέρ της νομιμότητας κι αυτό επιθυμεί και από τους συμμάχους της: να αναγνωρίζουν μόνο τις νόμιμες κυβερνήσεις της και να τις σέβονται γιατί έτσι πρέπει. Αυτό το υπέροχο «πρέπει» ήταν μια υπενθύμιση υποχρεώσεων και δικαιωμάτων: ήταν απλό, αλλά και γενναίο και εύστοχο και σοβαρό. Είναι το είδος του «πρέπει» που σήμερα έχουμε ξεχάσει.

Την καθορίζεις δεν σε καθορίζει

Ο Στεφανόπουλος κατάφερε να μην πασοκοποιηθεί σε μια εποχή που κεντροαριστεροί, ακροαριστεροί, κεντροδεξιοί και αριστεροδέξιοι έγιναν όλοι ΠΑΣΟΚ. Όταν ήταν Πρόεδρος τον πείραζε πολύ, όταν από τη ΝΔ του έλεγαν ότι συνεργάζεται με το Σημίτη υπερβολικά: ο Στεφανόπουλος πίστευε πως ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας πρέπει (να το πάλι!) να συνεργάζεται και πως ο ρόλος του Προέδρου είναι πολύ συγκεκριμένος κι έχει να κάνει με το σεβασμό του Συντάγματος. «Είναι ένας ρόλος, αυτός του Προέδρου» έλεγε και «εξαρτάται πώς θα τον παίξει κανείς. Είναι σαν τον οργανοπαίχτη του ακορντεόν που τεντώνει ή κλείνει το ακορντεόν κατά βούληση, αρκεί να αποδώσει σωστά τους ήχους». Το ίδιο πρέπει να πίστευε και για την πολιτική: την καθορίζεις, δεν σε καθορίζει. Μου άρεσε επίσης ότι μπορούσε εύκολα να συζητά για τα πάντα. Ηταν φίλαθλος και πήγαινε και στο γήπεδο, ήταν ποδηλάτης, πίστευε ότι «ο Σάκης Ρουβάς πρέπει να σταματήσει να επαναλαμβάνεται», ευχαριστούσε δημοσίως τη γυναίκα του γιατί «μεγάλωσε σωστά τα τρία παιδιά τους ρίχνοντας και μερικές φάπες, αφού είχε να κάνει με διαβόλους»! Ηταν ένας καλός οικογενειάρχης που παρακολουθούσε και τα κοινωνικά μας, έχοντας θέσεις λίγο πολύ για όλα: προσωπικές και συντηρητικές. Και για αυτό εξαιρετικά τίμιες.

Η σεμνότητα του φάνηκε και στο τέλος του: ζήτησε η ταφή του να γίνει στην Πάτρα και η κηδεία του στο Ψυχικό. Μακριά από επισημότητες και υπερβολές.

Ας είναι ελαφρύ το χώμα…