Οι ηθοποιοι έσωσαν τα Οσκαρ...

Οι ηθοποιοι έσωσαν τα Οσκαρ...


Όταν η Τζούλια Ρόμπερτς, απαστράπτουσα όσο ποτέ, άνοιξε το φάκελο της Αμερικανικής Ακαδημίας κινηματογράφου για να μας ανακοινώσει ότι το «Green Book» κερδίζει το Οσκαρ της καλύτερης ταινίας της χρονιάς, ομολογώ ότι αισθάνθηκα, όχι απλά χαρά, αλλά αγαλλίαση. Το σινεμά κέρδισε την πολιτική και τα μέλη της Ακαδημίας έσωσαν την τιμή της: τα Οσκαρ παραμένουν ένα μεγάλο παιγνίδι (ενίοτε ανιαρό, γιατί είναι προβλέψιμο) αλλά τουλάχιστον εξακολουθούν να αφορούν τον κινηματογράφο, όπως τον ξέρουμε. Η σκηνή είχε κάτι το συμβολικό: μια σταρ, όπως είναι η Τζούλια Ρόμπερτς, υπερβαίνει τις εποχές – θα ήταν σταρ σε κάθε δεκαετία. Ανακοινώνοντας την επιλογή είναι σαν να λέει ότι βραβεύεται μια ταινία ηθοποιών και ότι η ίδια ήρθε να δώσει το βραβείο ως μια λαμπρή πρέσβειρα της κατηγορίας. Θα μπορούσε να πει ότι ανέβηκε στη σκηνή για να μας θυμίσει ότι, στο αμερικάνικο σινεμά τουλάχιστον, το θεϊκό χάρισμα των ηθοποιών να δίνουν ζωή σε δύσκολους ρόλους παραμένει το μεγάλο μυστικό της επιτυχίας. Αυτή, μια σταρ, ανήγγειλε τη νίκη του σινεμά των ηθοποιών, που ποτέ δεν κατρακυλά στη δηθενιά γιατί βασίζεται σε ερμηνείες (δηλαδή σε στιγμές αλήθειας) και όχι σε αναπαραστάσεις (δηλαδή στα σκηνικά και στα κομπιούτερ). Το Green Book, με την νοσταλγική του πίκρα και την γλυκιά του αφήγηση, είναι ο θρίαμβος δυο ηθοποιών που ζωντανεύουν για χάρη μας μια εποχή κάνοντας focus στο σημαντικότερο, δηλαδή στα μυαλά των ανθρώπων της. Δυο ηθοποιοί μας έδειξαν πως οι άνθρωποι τότε ζούσαν, δηλαδή πως μισούσαν και αγαπούσαν: οι ερμηνείες του Βίγκο Μόρτενσεν και του Μαχερσάλα Αλί είναι ό,τι σημαντικότερο έχει η ταινία, ο σκηνοθέτης της οποίας, ο τίμιος Πίτερ Φαρέλι, δεν ήταν καν υποψήφιος για βραβείο, πράγμα λογικό. Σε μια ταινία ηθοποιών, η δική του δουλειά μάλλον ολοκληρώθηκε τη στιγμή που τους επέλεξε. Μετά οι ίδιοι έπρεπε να δώσουν το προσωπικό τους ρεσιτάλ. Και το έδωσαν.

Ένα ωραίο ταξίδι

Δεν ξέρω κανένα που να είδε το Green Book και να μην του άρεσε. Πιθανότατα δεν τον ενθουσίασε, δεν τον έκανε να πεταχτεί από την καρέκλα, δεν τον σόκαρε: αλλά δεν προκύπτει και από πουθενά ότι όποιος τρέχει στις σκοτεινές αίθουσες το κάνει γιατί έχει ραντεβού με αριστουργήματα. Το Green Book έχει ένα αληθινά δύσκολο και πολύ αμερικάνικο θέμα: μιλάει για τον ρατσισμό της δεκαετίας του ΄60 ως καθημερινή συνήθεια – ένα ρατσισμό mainstream και κοινωνικά αποδεκτό. Για δώσει έμφαση στο γεγονός αυτό στην ιστορία πρωταγωνιστεί ένας πλούσιος, καλλιεργημένος, πασίγνωστος αφροαμερικάνος πιανίστας, ο Ντον Σίρλεϊ, που δεν παίζει τζαζ αλλά κλασική μουσική – το είδος της μουσικής που οι πλούσιοι λευκοί Αμερικάνοι του Νότου οφείλουν να χειροκροτούν, χωρίς απαραίτητα να καταλαβαίνουν. Έτσι η συμπεριφορά τους απέναντι στον αρτίστα είναι η απόλυτα ρατσιστική συμπεριφορά: χρυσοπληρώνουν τον καλλιτέχνη και απαξιώνουν τον άνθρωπο – τρέχουν στα κοντσέρτα του, αλλά δεν δέχονται να τρώει στο διπλανό τραπέζι. Για να γίνει ακόμα πιο κατανοητό το κλίμα της εποχής δίπλα στον Σίρλεϊ εμφανίζεται για να του παρέχει τις υπηρεσίες του για μια και μόνο περιοδεία ο σωματώδης Ιταλοαμερικάνος Τόνι Λιπ, λίγο σοφέρ, λίγο μπράβος, λίγο εξομολογητής του, αλλά και τεράστιος ρατσιστής – ειδικά πριν τον γνωρίσει. Η σχέση των δυο δείχνει ότι οι άνθρωποι αλλάζουν, όταν βρίσκουν το κουράγιο να γνωριστούν και όχι απλά να συνυπάρξουν.

Παρακολουθώντας το Green Book, ταξιδεύοντας στις μουσικές του, κάνοντας με τους δυο πρωταγωνιστές του αυτό το ταξιδάκι προς την κόλαση με τίμημα της σωτηρία της ψυχής, καταλαβαίνεις σιγά σιγά ότι οι άνθρωποι είναι σημαντικότεροι από το πλαίσιο: απλά ο αμερικάνικος νότος, ο ρατσισμός και η δεκαετία του ΄60 χρησιμοποιήθηκαν ως σκηνικό. Η όλη ιστορία, μια ιστορία λυτρωτικής αυτογνωσίας και ανθρώπινης επικοινωνίας, θα μπορούσε να διαδραματίζεται σε άλλες εποχές και με άλλους ανάλογους πρωταγωνιστές, εξίσου διαφορετικούς και αταίριαστους. Το Green Book δεν είναι ένα καταγγελτικό αντιρατσιστικό δράμα – δεν είναι καν δράμα. Είναι μια ωραία εμπειρία: η δυνατότητα να δεις πως δυο άνθρωποι γίνονται τελικά φίλοι βρίσκοντας τα δικά τους κοινά σημεία, ενώ τέτοια δεν μοιάζουν να έχουν. Το γεγονός ότι ξεπερνά το αντιραστστικό του πλαίσιο για να μιλήσει για τους ανθρώπους και τις προκαταλήψεις του μάλλον δυσαρέστησε μια μερίδα της μαύρης κοινότητας που προτιμά την καταγγελία -  για αυτό η βράβευσή του δεν άρεσε και στον Σπάικ Λι π.χ που δεν χειροκρότησε τη νίκη του – πρόβλημα του. Μαζί με τον Σπάικ Λι συντάσσονται και όσοι τον προηγούμενο καιρό έψαξαν την αληθινή ιστορία του Σίρλεϊ και του Λιπ κι έκαναν τις ενστάσεις τους, υποστηρίζοντας ότι πολλά δεν ήταν έτσι ακριβώς: χαρά στο κουράγιο τους, αλλά δεν μιλάμε για ντοκιμαντέρ, αλλά για σινεμά της μυθοπλασίας.  

Ο Ντε Νίρο και ο Εντι Μέρφι

Το σινεμά μπορεί να είναι πολιτικό, αλλά μπορεί και να μην είναι, μπορεί να έχει μηνύματα και μπορεί και να μην έχει, μπορεί να διηγείται ιστορίες πραγματικές, αλλά να τις πειράζει κιόλας. Σημασία όμως έχει να είναι σινεμά και το Green Book είναι ένα ωραίο δείγμα αμερικανικού κινηματογράφου και γιατί έχει το βασικότερο των χαρακτηριστικών του: κατορθώνει να σε βάλει μέσα σε μια 100% αμερικάνικη ιστορία προκαλώντας και κερδίζοντας όλο σου το ενδιαφέρον. Για να συμβεί αυτό στην προκειμένη περίπτωση οι δυο πρωταγωνιστές έδωσαν τον καλύτερο εαυτό τους και τα κατάφεραν γιατί είναι αληθινοί ηθοποιοί κι όχι τύποι που κάθε φορά υποδύονται την πατενταρισμένη καρικατούρα τους. Υπό αυτό το πρίσμα ο Φαρέλι υπήρξε τυχερός γιατί οι παραγωγοί τον άφησαν να βρει δυο που μπορούσαν να ζωντανέψουν τους πρωταγωνιστές κι όχι να παίξουν τον εαυτό τους. Πιθανότατα δεκαπέντε χρόνια πριν θα έπαιζαν ο Ντε Νίρο και ο Εντι Μέρφι. Η ταινία θα έκανε εκατομμύρια εισιτήρια και εμείς θα βλέπαμε τον Ντε Νίρο και τον Εντι Μέρφι. Και θα αγνοούσαμε για πάντα τον Ντον Σίρλεϊ, τον Τόνι Λιπ και την υπέροχα ανθρώπινη σχέση τους.

Η γλυκιά αμηχανία

Οι ηθοποιοί έσωσαν και την τελετή των Οσκαρ, της οποίας το περίβλημα ήταν σημαντικότερο από τα βραβεία: η αφροαμερικάνικη κυριαρχία την έκανε, αν μη τι άλλο, αισθητικά ενδιαφέρουσα, αλλά αν δεν υπήρχαν οι ηθοποιοί θα ήταν μονότονη. Η γλυκιά αμηχανία της Ολίβια Κόλμαν που υπήρξε η Ευνοούμενη της βραδιάς ήταν μια από τις πιο ωραίες στιγμές της. Η ικανότητα του Ράμι Μάλεκ να μιλήσει για την βράβευσή του χωρίς καμία αναφορά στον «επικηρυγμένο»  σκηνοθέτη του ήταν θεαματική όσο και η τούμπα του. Όταν ανέβηκαν στη σκηνή για να τραγουδήσουν η Λέιντι Γκάγκα και ο Μπράντλεϊ Κούπερ φωτίστηκε το θέατρο. Ακόμα και ο Σπάικ Λι θύμισε θεατρικό ήρωα – κι όχι σκηνοθέτη. Οι ηθοποιοί μας θύμισαν ότι τους έχουμε ανάγκη. Για να τους αγαπάμε και να μας θυμώνουν, περίπου όπως και το σινεμά…