Ονειρα με ταμπέλες…

Ονειρα με ταμπέλες…


Υπάρχουν οι άνθρωποι που φεύγουν για διακοπές για να ξεκουραστούν και αυτοί που δεν έχουν κανένα πρόβλημα στις διακοπές τους να κουραστούν ακόμα περισσότερο αρκεί απλά να αλλάξουν παραστάσεις. Οι πρώτοι πάνε κάπου και αράζουν, αφήνουν πίσω δουλειές και παρέες – κατά κάποιο τρόπο απομονώνονται στον κόσμο τους. Οι δεύτεροι μπορεί να πάρουν τα βουνά με τα πόδια, να κάνουν θαλάσσια σπορ, να τη βρίσκουν με την τεράστια φασαρία των μπιτς μπαρ και των καλοκαιρινών ξενυχτάδικων ή απλά να κάνουν κάμπινγκ και να θυμούνται τις μέρες που έκαναν «σκοινάκια» στο στρατό ή άλλα ανάλογα πιο περιπετειώδη. Εγώ ανήκω στους πρώτους: δεν κάνω πια διακοπές για να γίνω action hero. Και η πρώτη μέρα μακριά από την πόλη την περίοδο των διακοπών είναι, για μένα που έχω συνδέσει τις διακοπές με την ξεκούραση, κάτι σαν το πουργκατόριο πριν τον παράδεισο – αν υποθέσουμε πως αυτά υπάρχουν.

Απλά κοιμάμαι

Οποιος έχει κάνει στη ζωή του μια εγχείρηση που απαιτούσε νάρκωση θα με καταλάβει ευκολότερα. Η πρώτη μέρα στις διακοπές είναι κάτι σαν μια μεγάλη στιγμή ανάνηψης. Η εγχείριση έχει γίνει κι από τη στιγμή που έχεις ξυπνήσει μάλλον τα πράγματα πήγαν καλά – αλλά είναι το μόνο που εκείνη τη στιγμή συνειδητοποιείς: όλα τα υπόλοιπα, στο ζαλισμένο από τα φάρμακα μυαλό σου, είναι μπερδεμένα. Απλώς χαίρεσαι που ξύπνησες, όπως στις διακοπές απλώς χαίρεσαι γιατί επιτέλους έφυγες.

Αυτή την πρώτη μέρα εγώ τουλάχιστον νοιώθω μια ακατανόητη ανάγκη προσαρμογής σε μια καινούργια πραγματικότητα – μόνο που πλην της ανάγκης δεν ξέρω τίποτα άλλο. Θα θελα κάποιος να μου κάνει μια ένεση και ως δια μαγείας να μου αφαιρέσει από τον οργανισμό το στρες, τα άγχη, τις λογιών λογιών αγωνίες και τις υποχρεώσεις του μυαλού, αλλά αυτό δεν γίνεται. Ετσι στην προσπάθεια να βρω ένα νέο μπούσουλα ζωής που καμία σχέση δεν έχει με το τρέξιμο στην Αθήνα επιχειρώ μια αποφόρτιση με το μόνο τρόπο που ξέρω: απλά κοιμάμαι.

Αν κοιμούνται λέω

Λίγοι άνθρωποι έχουμε κατανοήσει πόσο σημαντικό πράγμα είναι ο ύπνος στη ζωή μας – και το λέω σοβαρά. Πρόσφατα μου λέγανε ότι ο Ελευθέριος Βενιζέλος είχε την ικανότητα να σταματάει ότι έκανε και να κοιμάται για 12 λεπτά – ή όσο ο ίδιος ήθελε: αυτή η αυτόφόρτιση υπήρξε ένα από τα μυστικά της επιτυχίας του. Αν υποθέσουμε ότι ένας άνθρωπος κοιμάται επτά ώρες τουλάχιστον (κι αν ανήκει στους πολύ τυχερούς και καμιά ωρίτσα το μεσημέρι…), τότε είναι εύκολο να καταλάβει ο καθένας πως περνάμε κοιμώμενοι περίπου το ένα τρίτο της ζωής μας – ίσως και παραπάνω. Αυτός είναι ο λόγος που πάντα ρωτάω τους φίλους μου αν κοιμούνται καλά με τις γυναίκες τους (αν κοιμούνται λέω), ενώ η συμβουλή μου σε όποιον ζευγαρώνει είναι πώς αν βρει κάποια με την οποία απλά κοιμάται καλά (κοιμάται λέω) ας το σκεφτεί σοβαρά να την παντρευτεί: θα ζήσει το ένα τρίτο της υπόλοιπης ζωής του καλά κι αυτό ως ποσοστό είναι τεράστιο. Όπως τεράστιος μοιάζει να είναι κι ο ύπνος πάντα αυτή την πρώτη μέρα των διακοπών. Φτάνω συνήθως στο πατρικό μόνος καθώς όλοι οι άλλοι ακολουθούν, συνήθως μετά από μέρες, λες και μου δίνουν άδεια και οι ίδιοι. Την πρώτη μέρα ξυπνάω όπως και στην Αθήνα ακριβώς στις 8 το πρωί, χωρίς πάντως ν ακούσω το δελτίο ειδήσεων του Αθήνα 9.84 με τον οποίο είναι συνδεδεμένο το ξυπνητήρι μου. Όταν συνειδητοποιώ που βρίσκομαι ξανακοιμάμαι τουλάχιστον ένα τρίωρο: μόνο που αυτό το τρίωρο, ακριβώς επειδή είναι ένα αραλίκι που μου χαρίζει το υποσυνείδητο, είναι σαν ένα ταξίδι σε μια άλλη διάσταση. Νομίζω ότι κρατάει έξι – μπορεί και δέκα ώρες. Και όχι δεν με ξεκουράζει: αντιθέτως με βαραίνει αφάνταστα. Ξυπνάω μετά τις 11 και σέρνομαι αναζητώντας ένα καφέ, απλά για να συνδέσω το απολύτως θολωμένο μυαλό μου με αυτό που είναι μια καθημερινή συνήθεια.

Μέχρι το Πήλιο με τα πόδια

Αποχαυνωμένος εντελώς, με το κεφάλι βαρύ από τον ύπνο στην καθαρή ατμόσφαιρα, με το μυαλό να δουλεύει περίπου στο 4% και ακόμα σε μια φάση ανάνηψης που ποτέ δεν ξέρω πόσο θα κρατήσει, κατεβαίνω απλά για να ξεμουδιάσω λίγο νοιώθοντας ότι έχω κάνει όλη τη διαδρομή από την Αθήνα μέχρι το Πήλιο με τα πόδια, ενώ απλά κοιμόμουνα για δέκα (;), έντεκα (;) ή μήπως δώδεκα ώρες. Εχετε σίγουρα ακούσει ένα παλιό τραγούδι του Φοίβου Δεληβοριά, που βλέπει το κέντρο της Αθήνας σαν αγρόκτημα μόνο και μόνο γιατί υπάρχει αυτή που περνάει. Θυμόσαστε ότι βλέπει περιβόλια στη Μπενάκη, βοσκοτόπια στη Σκουφά, σαλιγκάρια στη Σίνα και λεμονιές στην Κοράη; Ε εγώ παθαίνω την πρώτη μέρα στο χωριό το ακριβώς αντίθετο. Νομίζω ότι βλέπω πολυκατοικίες δεξιά κι αριστερά, φανάρια στους δρόμους που ρυθμίζουν μια αόρατη κυκλοφορία, τις πλατείες να γίνονται παρκινγκ και τα περίπτερα πολυκαταστήματα. Το κεφάλι μου έχει ακόμα όλη την πόλη που με καταδιώκει: τα πουλιά δεν τιτιβίζουν αλλά πατάνε κόρνες, δεν υπάρχει πράσινο είναι όλα τσιμέντο, στην παραλία δεν υπάρχει άμμος και πετραδάκια αλλά συνεργεία που κάνουν έργα και οι άνθρωποι δεν μιλάνε μεταξύ τους γιατί γνωρίζονται, αλλά απλά τρέχουν για να προλάβουν το λεωφορείο. Κι όταν περνάει ο ψαράς διαλαλώντας «και σαρδέλα έχω», εγώ αυτή την πρώτη μέρα της ανάνηψης ακούω σειρήνες από ασθενοφόρα ή ψήνομαι πως αυτό που ακούω είναι ένα top 10 στο οποίο τραγουδάει η Πάολα, αν κάτι τέτοιο υπάρχει. Στις 7 το απόγευμα μόλις φάω ξανακοιμάμαι, σε ένα καναπέ αυτή τη φορά, για τουλάχιστον ένα δίωρο. Δεν το θέλω, αλλά ο οργανισμός μου το αποφασίζει μόνος του για να με γλυτώσει από την παράνοια. Στα όνειρά μου βλέπω μια σειρά από ταμπέλες που λένε «ξύπνα, γλύτωσες, έφυγες». Ισως να βλέπω και βοσκοτόπια στη Σταδίου, που στο πιο άρρωστο κομμάτι του εαυτού μου ξαφνικά λείπει. Η πρώτη μέρα ολοκληρώνεται με χαώδης συζητήσεις, εξηγήσεις σε γνωστούς, ένα απλά κουρασμένο μπλα μπλα που γεμίζει τη νύχτα. Και είναι τελικά η δική της ησυχία που με επαναφέρει στην πραγματικότητα: αν σταθώ ένα λεπτό στο μπαλκόνι γύρω στις 3 το πρωί, συνειδητοποιώ ότι ξαναβλέπω κανονικά, αναπνέω υπέροχα, δεν κουβαλάω κανένα βάρος. Μετά από ένα σεργιάνι μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας ο Παράδεισος ανοίγει τις πόρτες του στην ηρεμία της νύχτας. Και με περιμένει.

Επέστρεψα…