Ωραίο ως χαμένη ευκαιρία

Ωραίο ως χαμένη ευκαιρία


 

Είναι δύσκολο να γράψεις για το Arrival, που ξεκίνησε να προβάλεται στις κινηματογραφικές αίθουσες από την Πέμπτη, χωρίς να προδώσεις τα σεναριακά μυστικά του. Δεν θα προδώσω κανένα, όχι γιατί είμαι καλός, αλλά γιατί αν το έκαναν θα χρειαζόμουν τουλάχιστον τρεις χιλιάδες λέξεις να γράψω για αυτά. Είτε αρέσει είτε δεν αρέσει, γεννά συζητήσεις που σίγουρα θα κάνετε αν το δείτε.

 Ρεαλιστική φαντασία

Ο κινηματογράφος γεννήθηκε και για να υπηρετήσει την επιστημονική φαντασία – κυρίως αυτή. Δεν είναι τυχαίο πως μια από τις πρώτες ταινίες με υπόθεση ήταν το «Ταξίδι στη Σελήνη» , γυρισμένο από τον Ζωρζ Μελιέ το 1901. Τι είναι μια ταινία επιστημονικής φαντασίας; Είναι μεταξύ άλλων η απόδειξη ότι ο άνθρωπος μπορεί να κατασκευάσει μια καινούργια πραγματικότητα, ένα φιλμικό σύμπαν στο οποίο τους κανόνες να τους ορίσει ο ίδιος, καταργώντας συμβάσεις και όρια. Σε αυτές τις ταινίες σχεδόν τίποτα δεν απαγορεύεται – η μυθοπλασία και οι εικόνες τους δεν υπόκεινται σε περιορισμούς. Το γεγονός αυτό δημιουργεί σε μια σειρά προβληματισμένων και σκεπτόμενων δημιουργών συχνά ένα πειρασμό: τον πειρασμό της δημιουργίας μιας ταινίας επιστημονικής φαντασίας ρεαλιστικής, πράγμα που ακούγεται οξύμωρο, αφού φαντασία και ρεαλισμός δεν είναι εύκολο να συνυπάρξουν. Αυτό ωστόσο είναι και το ενδιαφέρον του στοιχήματος και για να το κερδίσουν όλοι (από τον Ταρκόφσκι και τον Κιούπρικ μέχρι το Ρίντλεϊ Σκότ) καταφεύγουν στο ίδιο περίπου κόλπο: χρησιμοποιούν πολύ ρεαλιστική γραφή αφήγησης κάνοντας, δια μέσου της εικόνας, το επιστημονικής φαντασίας σενάριο να μοιάζει αληθοφανές. Αυτό κάνει και ο ανερχόμενος Καναδός Ντενι Βιλνέβ στο Arrival: οι φροντισμένες εικόνες του και οι καλές ερμηνείες των ηθοποιών προσπαθούν να σε κάνουν να ξεχάσεις ότι αυτό που παρακολουθείς είναι ταινία του φανταστικού.

Μικρές σπάνιες τραγωδίες

Ο Βιλνέβ χρόνια τώρα φλερτάρει με το αριστούργημα και το κάνει χωρίς άγχος. Οι ιστορίες του είναι πάντα προσωποκεντρικές και για αυτό είναι αδύνατο να τις προσπεράσεις, ακόμα κι αν οι ήρωές τους είναι ελάχιστα συνηθισμένοι άνθρωποι. Ακόμα και το «Μέσα από τις Φλόγες», στο οποίο δύο αδέρφια φτάνουν στη Μέση Ανατολή με στόχο να ανακαλύψουν όσα δεν γνωρίζουν για τη μητέρα τους, γρήγορα σε οδηγεί σε μονοπάτια που δεν περιμένεις. Το «Prisoners» αλλά και το αδικημένο «Sicario» είναι κανονικές τραγωδίες, χωρίς από μηχανής Θεούς, αλλά με ένα ωραίο εσωτερικό κρεσέντο στο οποίο παρακολουθείς κυρίως τη μεταβολή των πρωταγωνιστών: στο τέλος κανείς τους δεν είναι ίδιος. Ο Βιλνέβ περιγράφει ιστορίες ανθρώπων που ανακαλύπτουν τον κόσμο και τον εαυτό τους:  τρομάζουν με τον κόσμο, και μαθαίνουν να μην κρύβονται από τον αληθινό εαυτό τους και τη σκληρότητά του. Ο ίδιος λέει ότι έχει μια μεγάλη δυσκολία στο να βρίσκει σενάρια: απολύτως κατανοητό. Η πολιτική ορθότητα επιβάλει ιστορίες στις οποίες τα πρέπει και τα θέλω των ανθρώπων δύσκολα αλλάζουν, ενώ ο Βιλνέβ ψάχνει το ακριβώς αντίθετο, δηλαδή χαρακτήρες που δια μέσου της ακούσιας εμπλοκής του σε μια ιστορία, που συχνά τους ξεπερνά, θα περάσουν τα όρια των αντοχών τους. Αυτή είναι και η κεντρική ιστορία του Arrival και είναι πάντα η κεντρική ιστορία σε όλες τις ταινίες του Βολνέβ μέχρι τώρα.       

Πολλές φορές το ίδιο έργο

Κάθε μεγάλος σκηνοθέτης γυρίζει πολλές φορές την ίδια ταινία, μεταβάλλοντας απλά το σκηνικό ή τη δοσολογία της δράσης της ή τη φόρμα της αφήγησης: για αυτόν μετρά η κεντρική ιδέα. Στο Arrival ο Βιλνέβ πραγματεύεται τρεις ιστορίες στο ίδιο πλαίσιο: την ιστορία μιας μάνας που έχει χάσει το παιδί της, την ιστορία της γέννησης ενός έρωτα και φυσικά την ιστορία της άφιξης των εξωγήινων και της ανάγκης να υπάρξει με αυτούς ένα είδος επικοινωνίας. Πολλά στην ταινία σεναριακά θυμίζουν ταινίες που έχουμε δει– από τις Στενές επαφές Τρίτου Τύπου μέχρι το Contact, ωστόσο η εικόνα, που είναι και το βασικό, δεν παραπέμπει σε ανάλογα προηγούμενα. Ο Βιλνέβ σκηνοθετεί τα της άφιξης των εξωγήινων σαν να γυρίζει ντοκιμαντέρ και διαφοροποιεί θεαματικά τα πλάνα που με αυτή την άφιξη δεν σχετίζονται - ακόμα και η φωτογραφία είναι διαφορετική. Χρησιμοποιεί δε ολόκληρη την ιστορία για να κάνει μια ερώτηση φιλοσοφική: σε ρωτάει αν θα άλλαζες τις επιλογές σου αν γνώριζες το μέλλον – και το κάνει δίνοντας σου και τη δική του απάντηση. Η αφήγηση της ταινίας εξυπηρετεί μάλιστα αυτό κυρίως: αν επιχειρήσεις να δεις ποιο είναι το εντός της ταινίας παρών, ποιο το παρελθόν και ποιο το μέλλον θα μπλέξεις άσχημα στη δίνη που στήνει ο Καναδός. Η αλήθεια είναι πως, μολονότι σε προειδοποιεί ήδη από το πρώτο πεντάλεπτο («έχω σταματήσει πια να καταλαβαίνω το χρόνο και τη ροή του» λέει η πρωταγωνίστρια του), δύσκολα θα αποφύγεις την παγίδα. Μόνη σου παρηγοριά ότι και ο καλός σκηνοθέτης σε παγίδες έπεσε, αφού τα επιστημονικά και τα φιλοσοφικά με τα οποία καταπιάστηκε έχουν μέγεθος που είναι δύσκολο να το κουμαντάρει κανείς.

Χάθηκε η δοσολογία        

Ο Βιλνέβ διάλεξε ένα 65 σελίδων διήγημα του Τεντ Τσιάνγκ, το οποίο κυκλοφόρησε αυτές τις ημέρες στα ελληνικά  στη συλλογή «Ιστορίες της ζωής σου και άλλες ιστορίες» από τις εκδόσεις Κέδρος: ο τίτλος του είναι «Η Ιστορία της ζωής σου». Είναι εξαιρετικά δύσκολο με βάση κάτι τόσο μικρό, να χτίσεις ένα σενάριο δίωρης ταινίας και μάλιστα ταινίας τόσο σύνθετης σε περιεχόμενο. Παρά τις καλές προθέσεις, την εξαιρετική επιλογή των ηθοποιών (η Εϊμι Ανταμς, η νέα Μέριλ Στριπτ, θα είναι πάλι στη λίστα των Οσκαρ), τη μαστοριά στην αφήγηση και στην κατασκευή των εικόνων, η δοσολογία κάπου χάθηκε: στο πρώτο μέρος η φαντασία είναι λίγη, στο δεύτερο η επιστημονικότητα αφόρητα πολύ μεγάλη – το πράγμα θυμίζει την ανισότητα του Interstellar. Τα δευτερεύοντα ζητήματα (η ανάγκη της ανθρωπότητας να συνεννοηθεί, η γλώσσα και η λειτουργία της, τα γιατί της άφιξης κτλ) υπερφορτώνουν την ταινία και σου πυροβολούν αδιάκοπα το μυαλό. Κυρίως, όμως, το πρόβλημα είναι πως ούτε η φαντασία, ούτε η επιστημονικότητα δεν εξυπηρετούν αυτό που είναι η βασική ερώτηση και για την οποία η ταινία έγινε: το «τι κάνεις αν γνωρίζεις το μέλλον σου», ενώ ως προβληματισμός είναι υπέροχος, παραμένει ελαφρώς ξεκρέμαστο: το πράγμα θυμίζει τα πιάτα στα γκουρμέ εστιατόρια, όπου η μερίδα είναι πάντα μικρή κι απλά καμουφλάρεται από ό,τι συνοδευτικό γεμίζει το πιάτο.

Αξίζει τον κόπο κανείς να το δει; Παρότι χαμένο λίγο στις φιλόδοξες απαιτήσεις του δημιουργού του νομίζω πως ναι το Arrival έχει το ενδιαφέρον του. Μοιάζει λίγο με μια μεγάλη χαμένη ευκαιρία και οι ποδοσφαιρόφιλοι θα με καταλάβουν. Δεν είναι ένα σουτ άουτ σε άδειο τέρμα, αλλά η ευκαιρία που χάνεται από κάποιον που τα έχει κάνει όλα σωστά, αλλά σημαδεύει λάθος. Αποτέλεσμα δεν υπάρχει, αλλά ως φάση μετράει και πολύ. Λες «κρίμα», αλλά κατά βάθος είσαι και χαρούμενος γιατί το είδες να συμβαίνει. Και περιμένεις με ενδιαφέρον ο παίκτης να ξαναπάρει τη μπάλα και να δημιουργήσει…