The Post, μια αμερικανιά

The Post, μια αμερικανιά


Εδώ και πολλά χρόνια, όταν σκέφτομαι Αμερικάνους σκηνοθέτες, ο πρώτος που μου έρχεται στο μυαλό είναι ο Στίβεν Σπίλμπεργκ, ίσως γιατί είναι ο παραμυθάς που με μεγάλωσε. Από το δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’70 και μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’90 σχεδόν κάθε ταινία του Σπίλμπεργκ είναι κινηματογραφικό γεγονός – ανεξάρτητα από την όποια καλλιτεχνική της αξία. Ο Σπίλμπεργκ μας μυεί στον τρόμο που προκαλούν τα σαγόνια του καρχαρία, μας δίνει τη δυνατότητα να έχουμε στενές επαφές με συμπαθητικούς εξωγήινους, μας βοηθά να καταλάβουμε ότι τα παιδιά μπορεί να είναι εξαιρετικοί ήρωες με τους οποίους μπορείς να ταυτίζεσαι γιατί παιδί είσαι ή υπήρξες, μας πείθει ότι ακόμα κι ένας αρχαιολόγος μπορεί να είναι συναρπαστικός ήρωας αρκεί να τον λένε Ιντιάνα Τζόουνς. Ο Σπίλμπεργκ ανασταίνει δεινόσαυρους, μας ταξιδεύει στο μέλλον, μας διηγείται, με το δικό του τρόπο, και κάποιες σκληρές ιστορίες, όταν ξαφνικά σοβαρεύει. Κυρίως αυτός και μια σειρά από σκηνοθέτες που ως παραγωγός εμπιστεύθηκε, μας προσφέρουν μαγικές και υπέροχες εικόνες, αξιοποιώντας την τεχνολογία. Ο Σπίλμπεργκ πάει το σινεμά μπροστά. Αλλά έχει ένα όριο, που συνήθως τον φρενάρει από το να φτιάξει κάτι καλλιτεχνικά αληθινά σπουδαίο: ως ο κορυφαίος Αμερικάνος είναι παγιδευμένος σε «αμερικανιές». Μολονότι μπορεί να χρησιμοποιήσει πολλά και διαφορετικά καρυκεύματα, η συνταγή είναι μια, είτε το θέμα είναι αυστηρά ψυχαγωγικό, είτε εξαιρετικά σοβαρό. Ο τρόπος αφήγησης, δηλαδή η εξιστόρηση των κατορθωμάτων του ήρωα, διαφέρει από ταινία σε ταινία ελάχιστα.

Τι είναι για μένα η «αμερικανιά»

Συνηθίζουμε να αποκαλούμε «αμερικανιά» μια ταινία με αρκετό πιστολίδι, προβλέψιμη πλοκή, και ήρωες κομμάτι χάρτινους. Θα λεγα ότι τα δυο τελευταία, δηλαδή οι χάρτινοι ήρωες και η προβλέψιμη πλοκή, είναι η αγνή ψυχή της «αμερικανιάς»: το κύριο χαρακτηριστικό της. Όλα τα άλλα, ακόμα και το πιστολίδι, είναι απλά συνοδευτικά – μπορεί να υπάρχουν σε μικρές ή μεγάλες ποσότητες, αλλά δεν είναι το βασικό. Το βασικό στην «αμερικανία» είναι η αφήγηση: η πλοκή πρέπει να κορυφώνεται σε μια τελική σκηνή που το παληκαράκι κερίζει, ο καλός πρέπει να ναι ατσαλάκωτος, ο κακός υπάρχει για να κινεί την ιστορία και το φινάλε πρέπει να έχει αρκετό συναίσθημα – κυρίως πρέπει να εξιδανικεύει τον ήρωα, που στις αμερικανιές είναι συνήθως ένας καλός αμερικάνος. Ο Σπίλμπεργκ σε αυτό έχει ειδικότητα: το «The Post, ένοχα μυστικά», είναι ένα είδος σύνοψης της καριέρας του. Δεν έχει πυροβολισμούς, εξωγήινους, δεινόσαυρους και πιτσιρικάδες, αλλά έχει όλα τα κλισέ του σινεμά του.

Και στο τέλος το καλό κερδίζει…

Η ιστορία είναι τελείως αμερικάνικη – τόσο αμερικάνικη που κάποια σημεία της είναι δυσνόητα, αλλά δεν σε κουράζουν κιόλας. Σε όλες τις σοβαρές ταινίες του Σπίλμπεργκ εξιστορείται συνήθως ένα γεγονός και η όποια πολυπλοκότητα του. Οι χαρακτήρες χρειάζονται απλά για την εξιστόρηση της ιστορίας, που είναι βασισμένη σε ένα πραγματικό περιστατικό: το κλειδί είναι αυτό το «βασισμένη», που επιτρέπει τα πάντα.

Στη «λίστα του Σίντλερ» το θέμα ήταν η διάσωση των Εβραίων, στη «Γέφυρα των Κατασκόπων» η ανταλλαγή, στο «Μόναχο» η τιμωρία και η εκδίκηση, όσων σκότωσαν τους αθλητές του Ισραήλ. Αν το κεντρικό θέμα είναι βαρύ, η ταινία μπορεί να είναι βαριά και να σου μείνει στο μυαλό λίγο πιο πολύ. Αν το θέμα δεν είναι τέτοιο, χρειάζεται μια κάποια μυθοπλασία που να το βαρύνει. Στο «The Post» το θέμα είναι η δημοσίευση κάποιων απόρρητων εγγράφων του Πενταγώνου στην εποχή του Νίξον από τους Times και την Washington Post.

H ιστορία είναι πιασάδικη, αλλά έχει ελάχιστο δράμα κι αυτό είναι για τον Σπίλμπεργκ πρόβλημα. Ετσι την δουλειά την αναλαμβάνουν οι σεναριογράφοι που προσθέτουν κάμποση σάλτσα – κάθε καλή «αμερικανιά» την έχει ανάγκη. Οι ήρωες αντιμετωπίζουν ηθικά διλλήματα, κάποια στιγμή αντίπαλος γίνεται το Κράτος και η δικαιοσύνη του, στην εξέλιξη της ιστορίας οι πρωταγωνιστές κάνουν την αυτοκριτική τους, που προβάλλεται με τρόπο κομμάτι καρτουνίστικο: όλα αυτά χρησιμοποιούνται για να φτάσουμε σε ένα φινάλε περίπου όπως και στις ταινίες με πρωταγωνιστή τον Ιντιάνα Τζόουνς – εν μέσω χειροκροτημάτων το καλό κερδίζει. Ουδείς αμφέβαλε ποτέ ότι αυτό θα συμβεί, όπως σε όλες τις αμερικανιές.

Ένα τέλειο ντεκόρ

Φυσικά το πλαίσιο είναι όπως σχεδόν πάντα εξαιρετικό. Η δεκαετία του ΄70 αναβιώνει – νομίζεις ότι πραγματικά έχεις πάει σαράντα χρόνια πίσω. Αυτοκίνητα, γραφεία, σπίτια, μικροαντικείμενα χρησιμοποιούνται για να προκύψουν εικόνες αληθινά άψογες: η ίδια η εφημερίδα και οι χώροι της αποτελούν ένα τέλειο ντεκόρ για εξιστόρηση – αλλά αυτό δεν αρκεί. Αυτές οι ιστορίες για να μπορούν να εξελιχτούν σε αληθινά μεγάλες ταινίες, χρειάζονται κάτι που εδώ λείπει τελείως, δηλαδή ήρωες με μυστικά, ευμετάβλητη ψυχοσύνθεση, ανθρώπινη, δηλαδή εύθραυστη υπόσταση. Στην ταινία υπάρχει ένας και μόνο αληθινά ενδιαφέρον χαρακτήρας: ο Ντάνιελ Ελζμπεργκ (που υποδύεται ο καλός Μάθιου Ρις). Αυτός ο πρώην πεζοναύτης, διακεκριμένος στρατιωτικός αναλυτής και σύμβουλος του αμερικανικού Υπουργείου Άμυνας, υπήρξε ο πληροφοριοδότης των εφημερίδων και κανείς ποτέ δεν έχει καταλάβει τι του συνέβη και κατέστρεψε μια στρωμένη καριέρα για να γίνει, για χρόνια, ο πιο μεγάλος εχθρός των αμερικανικών κυβερνήσεων. Η δική του ιστορία θα μπορούσε να γίνει η βάση ενός σπουδαίου ψυχογραφήματος, αλλά αυτά δεν αποτελούν αμερικανιές – και ως εκ τούτου δεν ενδιαφέρουν τον Σπίλμπεργκ. Αυτός γοητεύεται από ιστορίες καλών αμερικάνων και τέτοιοι μας λέει ότι ήταν η εκδότης της Γουάσιγκτον Ποστ Κάθριν Γκρέαμ και ο διευθυντής της Μπεν Μπράντλι. Ποιος ήταν ο ηρωϊσμός των δυο; Η πρώτη δεν κάλυψε τους πολιτικούς της φίλους και ο δεύτερος συνέχισε τις δημοσιεύσεις, παρά τον κίνδυνο φυλάκισης. Κάποιοι άλλοι, λέει ο Σπίλμπεργκ, μπορεί να μην έκαναν αυτό που στην πραγματικότητα είναι η δουλειά τους. Εχει δίκιο. Αλλά το να κάνεις αυτό που πρέπει δεν μου ακούγεται και τόσο δραματικό.

Ξαναδείτε ένα άλλο

Η ταινία δεν είναι κακή: σχεδόν καμία από τις ταινίες του Σπίλμπεργκ δεν είναι, έστω κι αν η έμπνευση του έχει πάρει πλέον σύνταξη. Αλλά δεν απογειώνεται, βουτάει βαθιά στο μελό, έχει σχεδόν καρτουνίστικους χαρακτήρες και δεν έχει κανένα στοιχείο έκπληξης ή πρωτοτυπίας. Ακόμα και οι ερμηνείες της Μέριλ Στριπ και του Τομ Χάνκς, που θα μπορούσαν να δώσουν πραγματικά ρεσιτάλ, αφού όλα είναι στημένα πάνω τους, κινούνται στα πλαίσια της επαγγελματικής σύμβασης: και οι δυο κάνουν αυτά που ξέρουν. Η Μέριλ Στριπ έχει πάντα την αγωνία να μας πείσει ότι είναι μια σπουδαία ηθοποιός και ως συνήθως η δική της περσόνα καταλήγει να είναι σημαντικότερη από αυτή της ηρωϊδας που ενσαρκώνει: δεν είναι ποτέ η Κάθριν Γκρέαμ, αλλά είναι η Μέριλ Στριπ, που παίζει την Κάθριν Γκρέαμ φωνάζοντας «δείτε με». Τουλάχιστον ο Τομ Χάνκς είναι πάντα ο Τομ Χάνκς, αυτή τη φορά με διαφορετικό κούρεμα και μια επιτηδευμένη προφορά, αλλά πάντα ο ίδιος: αν σου αρέσει δεν έχεις πρόβλημα, απλά αναρωτιέσαι τι διάβολο κάνει στην εφημερίδα ο καθηγητής Ρόμπερτ Λάνγκτον.

Και κάτι τελευταίο. Η ταινία κλείνει με την πρώτη σκηνή του κλασικού «Ολοι οι άνθρωποι του προέδρου». Το ξαναείδα και το ξαναευχαριστήθηκα. Να είναι καλά ο Σπίλμπεργκ που μου το θύμισε: αυτό ναι είναι αληθινά μεγάλο αμερικανικό σινεμά…