«Βάλε απο ένα...»

«Βάλε απο ένα...»


 

Δεν υπάρχει πιο ελληνική, πιο αντρική, πιο γλυκά απαιτητική φράση από το «βάλε από ένα», που θα ακουστεί σε μια παρέα που πίνει τσίπουρα στο Πήλιο, ρακές στην Κρήτη, ούζο στη Μυτιλήνη κτλ. Το ποτό μπορεί να διαφέρει κομμάτι, να χει ή να μην έχει γλυκάνισο, (που ανάθεμα κι αν ξέρω τι είναι…) να ασπρίζει όταν του βάζεις νερό ή να μην ασπρίζει, αλλά η προστακτική και η απαίτηση, που συνοδεύει την φράση έχει την ίδια μυρωδιά καλοκαιριού παντού. Το ελληνικό καλοκαίρι, αν δεν υπήρχε το τσίπουρο, το ούζο, η ρακί, δεν θα υπήρχε. Θα είχε πουλήσει οριστικά την ψυχή του στον αήττητο στρατό που λέγεται «τουρισμός» και θα το είχαν εξοντώσει οι απανταχού τουρίστες. Θα το έκαναν μπιχλιμπίδι, θα το αγόραζαν από ένα κατάστημα λαϊκής τέχνης και θα μας το έπαιρναν στις πατρίδες τους, τυλιγμένο σε άσπρο χαρτί μέσα στην απαραίτητη γαλάζια νάιλον τσάντα. Απέναντι στο μεγάλο λεφούσι των κατακτητών που κάθε καλοκαίρι περιμένουμε για να τους παραδώσουμε οικειοθελώς και με χαρά τεράστια τον ήλιο, τις παραλίες, τα βουνά και τα νησιά μας, κάνουμε αντίσταση με ένα γενναίο δικό μας τρόπο, δηλαδή πίνοντας κανένα τσίπουρο. Σχεδόν πάντα με παρέα, σχεδόν πάντα το μεσημέρι, σχεδόν πάντα χωρίς δεύτερη σκέψη – η μηχανική της απόλαυσης στην προκειμένη περίπτωση δεν απαιτεί μυαλό, αλλά μόνο καλή διάθεση.

Κάθε λαός και το ποτό του

Οι πιο πολλοί λαοί έχουν εθνικά ποτά. Οι Βραζιλιάνοι γεννιούνται με μια καϊπιρίνια στο χέρι – στην Κόπα Καμπάνα, όταν ο πωλητής που τις κουβαλάει σε μια τεράστια τάβλα περασμένη και κρεμασμένη από τους ώμους του, φτάνει κοντά σου σε παρακαλάει να πάρεις δυο, όχι γιατί να ξεπουλήσει, αλλά γιατί θ αργήσει να ξαναπεράσει. Οι Ρώσοι πίνουν βότκα, όχι για να ζεσταθούν, αλλά γιατί δεν ξέρουν τι άλλο να κάνουν. Οι Γερμανοί πίνουν μπύρες κι απλά όταν πίνουν πολλές μπύρες γιορτάζουν το Οκτόμπερ φεστ, που δεν έχει μεγάλες διαφορές από αυτό που κάνουν τον άλλο καιρό, απλά γίνεται Οκτώβριο. Οι Σκοτσέζοι και οι Βρετανοί γενικότερα πίνουν ένα (δηλαδή δυο, δηλαδή τρία) ουίσκι. Οι Ιταλοί θέλουν μια γκράπα μετά το φαγητό, καμία φορά και το απόγευμα με λίγη μαύρη σοκολάτα. Οι Γάλλοι πίνουν απεριτίφ, αλλά και υπέροχα κρασιά συνήθως κόκκινα. 

Είμαστε ό,τι πίνουμε

Ο Πέτρος Μάρκαρης, άνθρωπος σοφός, κάποτε έγραψε ότι για χρόνια τον προβλημάτιζε ποια είναι η γλώσσα του: έχει γεννηθεί στην Πόλη από έλληνες γονείς και μεγάλωσε μαθαίνοντας ελληνικά και τούρκικα, πήγε σε αγγλικό σχολείο και σπούδασε σε γερμανικό πανεπιστήμιο και οι γλώσσες μέσα του έστηναν χορό σαν μεθυσμένοι κατασκηνωτές. Κατέληξε με μια διαπίστωση πολύ ποιητική και αληθινή, ότι η δική μας γλώσσα, όταν πολλές μιλάμε, είναι αυτή στην οποία ονειρευόμαστε. Προχωρώντας αυτό τον συλλογισμό, χωρίς την άδεια του λογοτέχνη που μάλλον θα θύμωνε, θα πρόσθετα ότι η αυθόρμητη επιλογή του ποτό προσδιορίζει συχνά και την καταγωγή μας: ναι, λέω ότι εν τέλει είμαστε ό,τι πίνουμε. Θέλω να πω ότι δεν είναι υποχρεωτικό φυσικά όλοι οι έλληνες να πίνουν καλοκαιριάτικα τσίπουρο ή ούζο ή ρακί, αλλά δε γίνεται να σου ρχετε η διάθεση να πιείς κάτι από αυτά καλοκαιριάτικα και να μην είσαι έλληνας! Είτε ο ήλιος μας χτυπάει, είτε τα μελτέμια ταράζουν τις θάλασσες μας, είτε έχει φασαρία γιατί όλοι πήραν τα βουνά και τις παραλίες, είτε είμαστε μόνοι κι απομονωμένοι από ανθρώπους και Θεούς, αν σε πνίγει η προσμονή να δροσιστείς με κάτι που καίει είσαι έλληνας και δύσκολα θα βρεις κάποιον μη έλληνα να κατανοήσει αυτή σου την επιθυμία. Η επιθυμία αυτή δεν σχετίζεται με το αλκοόλ, αλλά με την ανάγκη για μοιρασιά, για ένα είδος κοινωνικοποίηση της ανάγκης για λίγη ζάλη: οι μεζέδες πρέπει να είναι μικροί για να μην φλερτάρεις με την απόλαυση που λέγεται φαγητό ενώ μοιράζεσαι την αγάπη για το τσίπουρο, η παρέα πρέπει να έχει όρεξη για κουβέντα γιατί καμία μοιρασιά δεν μπορεί να γίνεται στα βουβά, η ζάλη πρέπει να είναι το επινίκιο της γιορτής, το τέλος της διαδικασίας, το καμπανάκι του συναγερμού και ο επίλογος ταυτόχρονα. Μην φοβόσαστε τη ζάλη από τσίπουρο, ούζο, ρακί κτλ: δεν είναι μέθη, είναι ευφορία. Φέτος κάποια στιγμή αυγουστιάτικα κατέβασα δυο φίλους στο Βόλο για να πάρουν το τραίνο. Περιμένοντας το ήπιαμε 17 καραφάκια στον Παπαδή στην παραλία: σταματήσαμε ακριβώς στο σημείο που τα πιατάκια με το χταπόδι και την πατατοσαλάτα άρχισαν να μας φαίνονται ιπτάμενοι δίσκοι, που μόλις έχουν προσγειωθεί στην παραλία του Βόλου. Τα παιδιά πήραν το τρένο κι εγώ τα αμάξι κι ανέβηκα το βουνό σε 48΄λεπτά πετώντας χωρίς να είμαι μεθυσμένος: απλά ο δρόμος και η ζωή φαίνονταν εύκολα. Ακουσα γύρω στις δώδεκα φορές το «Εχω φτάσει τα σαράντα κι έχω βαρεθεί τα πάντα» που τυχαία βρέθηκε σε ένα cd στο αυτοκίνητο.  Χωρίς συμμετοχή στα 17 καραφάκια θα έκανα μια ώρα να φτάσω, ενώ θα γκρίνιαζα για τις στροφές, και το ότι «έχω φτάσει τα σαράντα κι έχω βαρεθεί τα πάντα» δεν θα ήταν τραγούδι, που κακώς δεν έγινε σουξέ, αλλά μια ακόμα στιγμής άχρηστης αυτοκριτικής.

Που το αφήσαμε

Το τσίπουρο, το ούζο, η ρακί χαρίζουν στον καθένα μας αυτό το χαμόγελο που μας συνοδεύει στις καλοκαιρινές φωτογραφίες, αυτό ακριβώς που το χειμώνα το ψάχνουμε και δεν θυμόμαστε που το αφήσαμε. Ο Τσίπρας είχε πει πριν καιρό στους αγρότες ότι τον ήλιο και το τσίπουρο δεν θα μας το πάρουν ποτέ οι ξένοι – λάθος Αλέξη, το θέμα είναι να μπορούσαμε να τους βάλουμε να το πιούν μαζί μας: να πουν κι αυτοί «βάλε απο ένα». Θα μας καταλάβαιναν καλύτερα, θ αποκτούσαν κι αυτοί ένα χαμόγελο καλοκαιρινό, θα καταλάβαιναν ότι η ζάλη είναι αγάπη – ίσως να ισχύει και το αντίθετο. Και το δικό τους «βάλε από ένα» θα είχε λίγη καλοκαιρινή κατανόηση για το χρέος που μας πνίγει, τις μεταρρυθμίσεις που δεν κάνουμε, τις αναβολές και τις περιπέτειες μας. Κι όχι μόνο…