Χαμένοι στη μουρμούρα

Χαμένοι στη μουρμούρα


 

Χώρισαν, λέει, το ΠΑΣΟΚ με το Ποτάμι μετά από ένα σύντομο ειδύλλιο. Η αλήθεια είναι ότι δύσκολα μπορεί να γίνει σχέση όταν δεν υπάρχει κοινή γλώσσα. Η διάθεση για συγκατοίκηση στο ίδιο σπίτι δεν αρκεί, πόσο μάλλον όταν το σπίτι, δηλαδή η Κεντροαριστερά δεν είναι και πολυτελείας.      

Μια παλιά ιστορία

Η ιστορία της Κεντροαριστεράς έχει ρίζες στη δεκαετία του 80: η κοινωνική της γεωγραφία έχει ενδιαφέρον. Μετά τα μισά της δεκαετίας του ‘80, κι ενώ λέξεις όπως «σοσιαλισμός», «αλλαγή», «τρίτος δρόμος» κτλ είχαν καταναλωθεί τόσο πολύ, ώστε είχαν σχεδόν χάσει το νόημα τους, στην Ελλάδα άρχισαν να πληθαίνουν οι περίφημοι «ανένταχτοι της Αριστεράς». Η ετικέτα είχε προέρθει από το χώρο του παλιού ΚΚΕ εσωτερικού που διαρκώς τους φλέρταρε, και τους μπέρδευε με τους ανένταχτους του 70. Οι ανένταχτοι αριστεροί της δεκαετίας του 70 ήταν κυρίως κομμουνιστές, που είχαν πάρει αποστάσεις από την ορθότητα του ΚΚΕ και τον μόνιμο αλληθωρισμό του προς τη Σοβιετία. Προέρχονταν από τον αντιδικτατορικό αγώνα, ήταν λίγο τροτσκιστές, λίγο μαοϊκοί, αρκετά αντεξουσιαστές. Οι ανένταχτοι αριστεροί του ‘80 ήταν κάτι άλλο. Εγραφαν ή διάβαζαν το περιοδικό Αντί, το Σχολιαστή και την Αυγή της Κυριακής, εκτός από την Ελευθεροτυπία, αλλά με την παραδοσιακή Αριστερά δεν είχαν και πολλά κοινά. Ηταν όλοι ευρωπαϊστές και δυτικόφιλοι. Αγαπούσαν το γαλλικό σινεμά και το ιταλικό ποδόσφαιρο, τους άρεσε ο πραγματισμός των Γερμανών, γοητεύονταν από το βρετανικό χιούμορ, θαύμαζαν την αρμονική μετάβαση της Ισπανίας από την δικτατορία στη δημοκρατία, ήταν κομμάτι δύσπιστοι με την Αμερική, μολονότι αγαπούσαν το ροκ της, τον Τζάρμους, τον Κέρουακ. Ηταν αλλεργικοί με τον νεοφιλελευθερισμό της Θάτσερ, όχι γιατί τον είχαν μελετήσει, αλλά από άποψη. Τους τρόμαζε ο Ρήγκαν, κι έβλεπαν τον Γκορμπατσόφ με συμπάθεια, αλλά για αυτούς η ψυχροπολεμική συζήτηση δεν είχε νόημα: το τοίχος του Βερολίνου είχε γκρεμιστεί πριν κατεδαφιστεί, η Σοβιετία είχε ηττηθεί και η Ελλάδα ήταν τυχερή που χε ξεφύγει από το βαλκανικό κοινόβιο. Είχαν σπουδάσει ή είχαν ζήσει λίγο στο εξωτερικό ή είχαν κάποια σχέση με ευρωπαίες συνήθως μεγαλοκοπέλες. Είχαν διαβάσει λίγο Καστοριάδη και λίγο Φίλαθλο, αφουγκράζονταν το ευρωπαϊκό οικολογικό μουρμουρητό, μιλούσαν για το ρεμπέτικο. Είχαν σχέση με το πανεπιστήμιο, την δημοσιογραφία, τη διαφήμιση, την Τέχνη γενικά κι όχι τόσο με την αγορά. Μπορεί να ήταν φιλελεύθεροι ή νεορθόδοξοι ή να δήλωναν γενικά και αόριστα σοσιαλιστές. Ομως δεν άντεχαν τον λαϊκισμό του Ανδρέα Παπανδρέου: τον θεωρούσαν κάτι σαν αμάρτημα της χώρας– τον αποκήρυτταν. Το 1989 πήγαν απέναντι του και χειροκρότησαν την κυβέρνηση Τζαννετάκη. Κάποιοι από αυτούς μπήκαν στην ΕΑΡ, αλλά έφυγαν όταν προέκυψε ο Συνασπισμός, γιατί με το ΚΚΕ δεν είχαν ιδιαίτερη σχέση. Κατέληξαν στο Σημίτη, ασπάστηκαν το δόγμα του εκσυγχρονισμού, βγάλανε και χάσανε λεφτά από το Χρηματιστήριο. Ηταν μάλλον κατά των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας και είδανε στο πρόσωπο του Γιώργου Παπανδρέου, ένα Παπανδρέου παιδί της Δύσης: το είδος του Παπανδρέου που χε πάρει διαζύγιο από το λαϊκισμό της Αυριανής, που δεν κατήγγειλε τη Δεξιά, που γυμνάζονταν και γελούσε, χωρίς να παριστάνει τον Χουάν Περόν. Οι πιο πολλοί και οι επίγονοί τους (τα παιδιά τους, οι φοιτητές τους, οι μαθητές τους, οι αναγνώστες τους κτλ) βρήκαν μεγαλώνοντας καταφύγιο στο γεωργιοπαπανδρεϊκό ΠΑΣΟΚ, που έπρεπε να διαφοροποιηθεί από τη ΝΔ του Καραμανλή, που ηγεμόνευε το μεσαίο χώρο. Οταν η κρίση διέλυσε το ΠΑΣΟΚ, αυτοί έμειναν στο χώρο αυτή τη φορά όχι ως ανένταχτοι, αλλά ως πρόσφυγες στο κέντρο: έφτασαν σε αυτό ξεκινώντας από κάπου Αριστερά για να του δώσουν χαρακτήρα και ιδέες, αλλά, όπως όλοι οι πρόσφυγες νοσταλγούσαν πάντα μια ιδεατή χαμένη πολιτική πατρίδα, από την οποία πίστευαν ότι κατάγονταν – στην πραγματικότητα ήταν όλοι ιδιαίτερες περιπτώσεις. Αυτή η αόρατη πατρίδα έγινε η Κεντροαριστερά για την οποία συζητάνε. Στο ΠΑΣΟΚ την αντιπροσώπευσε η Κίνηση των 58, που έμεινε στα χαρτιά. Στο Ποτάμι την αντιπροσώπευσαν οι άστεγοι ΔΗΜΑρίτες του Κουβέλη. Αυτοί έπρεπε να λειτουργήσουν ως προξενήτρες του γάμου. Αλλά εδώ δεν μιλάμε για αισθήματα, αλλά για πολιτική. Δηλαδή για πολιτικές θέσεις και ψήφους.

Μετά το μνημόνιο

Στο μεταξύ, επειδή η κρίση ως γνωστόν γεννά ευκαιρίες, ενώ αυτοί έμειναν σε ένα χώρο που τους υιοθέτησε, από αυτόν έφυγαν με κατεύθυνση προς το ΣΥΡΙΖΑ οι παλαιοί ΠΑΣΟΚοι που σκλήρυναν πάντα τη ραχοκοκαλιά του κινήματος. Συνδικαλιστές, γραφειοκράτες, αστέρια στα ΔΣ των δημαρχιακών συμβουλίων και πολιτευτές που ξέρουν προσωπικά τον ψηφοφόρο τους, βρήκαν το δικό τους Ελντοράντο στο ΣΥΡΙΖΑ, μετά το μνημόνιο του Γιώργου Παπανδρέου καθώς κατάλαβαν ότι πλησιάζει η ώρα του να κυβερνήσει. Ένα από τα χαρακτηριστικά όλων αυτών είναι η πολύ καλή γνώση των αιτημάτων της κοινωνίας – αιτημάτων που τον καιρό των μνημονίων δεν ήταν παράλογα, πλην όμως δεν ήταν απλό να ικανοποιηθούν. Οι παλιοί φαντάροι του ΠΑΣΟΚ ήξεραν καλά τη γλώσσα των υποσχέσεων και της καταγγελίας: αυτοί μεγάλωσαν το ΣΥΡΙΖΑ, πόνταραν στον αντιμνημονιακό πόλο, έδωσαν πολιτικό περιεχόμενο στην οργή, μεγάλωσαν τον ευρωσκεπτικισμό μιλώντας για εχθρούς. Πέτυχαν νίκες μεγάλες στοχεύοντας στον απογοητευμένο ψηφοφόρο – πράγμα που τους πρόσφυγες της κεντροαριστεράς δεν τους ενδιέφερε και ιδιαίτερα. Αλλωστε οι πιο πολλοί από δαύτους μεγάλωσαν δαιμονοποιώντας το λαϊκισμό του Ανδρέα - κι όχι εντελώς άδικα. Πώς να ρίξουν το επίπεδό τους με λόγια συμπόνιας;

Διάλογος γεμάτος μουρμούρα

Το εγχείρημα της ένωσης του ΠΑΣΟΚ και του Ποταμιού θα είχε πετύχει αν αρκούσε η πολιτική μουρμούρα για να δημιουργηθεί ένας πολιτικός φορέας: αλλά η μουρμούρα δεν περιέχει πάντα θέσεις. Παραδόξως ενώ Κεντροαριστεροί υπάρχουν, κεντροαριστερά, δηλαδή πολιτικός χώρος με σαφείς θέσεις, αναζητείται. Εντός του ΠΑΣΟΚ παραμένουν κάμποσοι που νοσταλγούν τις μέρες που κυβερνούσαν και που πιστεύουν ακόμα πως θα τραβήξουν τους απογοητευμένους του ΣΥΡΙΖΑ με φλου υποσχέσεις: ομολογώ ότι δεν έχω καταλάβει ακόμα ποιες είναι οι θέσεις του ΠΑΣΟΚ για την οικονομία πχ, ενώ καταλαβαίνω την κριτική του. Το φλου στον καιρό μας είναι πρόβλημα: ο κόσμος σιγά σιγά ζητά ολοένα και πιο συγκεκριμένα πράγματα. Αυτό ο Θοδωράκης το χει καταλάβει, αλλά έχει ένα άλλο πρόβλημα: ενώ προσπαθεί να μιλήσει για τα σημαντικά συγκεκριμενοποιώντας τις θέσεις του, είναι φλου η ταυτότητα του Ποταμιού – επίτηδες φλου ώστε να βρουν σε αυτό καταφύγιο πολλοί. Μόνο που οι μόνοι εντός Ποταμιού πολιτικά ευδιάκριτοι είναι οι Κεντροαριστεροί – ο Λυκούδης κι ο Ψαριανός πχ – που το φλου το κουβαλάνε στο αίμα τους. Πολύ φοβάμαι πως η αοριστία δεν βοηθά στο να δημιουργηθεί ένας πόλος, ακόμα κι όταν η πολιτική καταγωγή όσων συμμετείχαν στην προσπάθεια δεν είναι μακρινή. Τι χρειάζεται; Ουσιαστική επαφή με τον ψηφοφόρο τα αιτήματα του και τα προβλήματα του: μόνο αυτό φέρνει ψήφους. Ο συγκεκριμένος χώρος, χαμένος στην πολιτική αοριστία, μοιάζει να έχει κόψει τις γέφυρες με τις μεγάλες κοινωνικές ομάδες (τους αγρότες, τους υπαλλήλους, ιδιωτικούς και δημόσιους, τους ελεύθερους επαγγελματίες κτλ): όλων αυτών τα αιτήματα μοιάζεις να τα φοβάται.

Να τους ζητήσουμε συγνώμη;

Ακόμα χειρότερα: ο χώρος έχει γεμίσει και με ψηφοδιώχτες! Στην Κεντροαριστερά των μεγάλων συζητήσεων βρίσκεις ανθρώπους, που μιλάνε άνετα για το πόσο οι άλλοι πρέπει να υποφέρουν, αναλυτές των παθογενειών της ελληνικής οικονομίας που προβλέπουν νέα δράματα, ιδεολόγους με μαστίγια έτοιμους να μαστιγώσουν την κάθε λογής ελληνική διαφορετικότητα, καθηγητές που όλα τα χαν πει και όλα τα χαν προβλέψει απαιτώντας να τους πούμε συγνώμη, γιατί δεν αναγνωρίσαμε την αυθεντία τους. Οι πιο πολλοί από αυτούς είναι ολόσωστοι ως προς την ανάλυση, άψογοι στην κριτική, υπέροχοι μπλαμπλάδες, όπως υπέροχοι ήταν και στα 80’ς, όταν, τριαντάρηδες τότε, στις διακοπές τους μιλούσαν για τον Μπρεχτ, αλλά αμφιβάλω αν μπορούν να κάνουν σήμερα μια συζήτηση στο καφενείο ενός χωριού ή να παρέμβουν σε μια συνδικαλιστική συνέλευση. Δεν καταλαβαίνουν ότι οι ψηφοφόροι βαρέθηκαν το αυτομαστίγωμα και την εξήγηση του πως φτάσαμε ως εδώ: το πώς θα πάμε μπροστά ρωτάνε.  

Μεγαλώσαμε συζητώντας

Η πολιτική είναι γλώσσα: σήμερα δεν υπάρχει ανάγκη για συμπόνια και καταγγελία, αλλά ανάγκη από ρεαλιστικές προτάσεις προοπτικής. Αυτό θα πρεπε να απασχολεί το ΠΑΣΟΚ και το Ποτάμι από τη στιγμή που ξεκίνησαν να συζητάνε. Αν το να απευθύνεσαι στον κόσμο είναι «λαϊκισμός» χρειάζεται ένας νέος λαϊκισμός: απλή γλώσσα, απλές θέσεις, απλές υποσχέσεις, απλές συγκεκριμένες προτάσεις. Λιγότερο καθηγητηλίκι και περισσότερη δράση: κυρίως μεγαλύτερη όρεξη να σταθείς δίπλα σε όποιον έχει ανάγκη και περισσότερη επαφή με τις μεγάλες κοινωνικές ομάδες. Και ιεράρχηση των προβλημάτων – όχι γενικολογίες: αυτά πληρώνουμε. Όταν γενικολογείς, καταλήγεις να κάνεις τσαπατσουλιές: αυτό συνέβη και με το ΣΥΡΙΖΑ, που χάθηκε μεταξύ των οραμάτων του Βαρουφάκη και της ανώμαλης προσγείωσης του Τσακαλώτου.

Ενδιαφέρει αυτό; Δεν είμαι βέβαιος. Η Κεντροαριστερά του σήμερα είναι το hot spot των πολιτικά άστεγων: ένας χώρος που μας βολεύει να υπάρχει για να βρίσκουμε ένταξη. Οι ηγέτες της πιστεύουν πως αργά η γρήγορα θα βρουν μια πόρτα για να μπουν σε ένα σχήμα εξουσίας κι αυτό αρκεί. Στο μεταξύ συζητούσαν γιατί τα στελέχη τους μεγάλωσαν κυρίως συζητώντας. Συζητούσαν για την σοσιαλδημοκρατία, τον Λακάν, τον Σαββόπουλο, τον Μιτεράν, τον Μαραντόνα, τον Βάιντα. Συζητάνε - είναι αλήθεια – υπέροχα. Αλλά δεν κάνουν και τίποτα άλλο…