Άκουσα και διάβασα πολλά και διάφορα για λάθη του προπονητή του Παναθηναϊκού Ιβάν Γιοβάνοβιτς στο ματς με το Βόλο και για λάθη του πρώην πλέον προπονητή του Ολυμπιακού Μίτσελ στο παιγνίδι με τον Αρη. Ολοένα και συχνότερα παρατηρώ το ίδιο: έχει πλέον γίνει κτήμα όλων η αντίληψη πως αρκεί να προσέχει ένας προπονητής τι αλλαγές θα κάνει για να κερδίζει πάντα η ομάδα του.
Η αντίληψη έχει καλλιεργηθεί από αθλητικογράφους που βρίσκουν ευκολότερη την κριτική σε προπονητές από αυτή που μπορεί να γίνει σε διοικήσεις ή σε παίκτες ή και σε οπαδικές αντιλήψεις. Αλλά κι από διάφορους που νομίζουν πως ρίχνοντας τις ευθύνες για όλα στους προπονητές λένε κάτι ψαγμένο – ενώ συνήθως όλα είναι κοινοτυπίες. Στις συγκεκριμένες περιπτώσεις, όποιο λάθος κι αν έχουν κάνει ο Γιοβάνοβιτς και ο Μίτσελ, δεν ήταν οι αποκλειστικοί υπεύθυνοι για τις απώλειες βαθμών. Ούτε ο Γιοβάνοβιτς χτύπησε το πέναλτι που έχασε ο Σπόραρ, ούτε ο Μίτσελ μπορούσε να περιμένει πως ο Ρέτσος θα συμπεριφερθεί σαν 15χρονος που του δώσανε την ευκαιρία να παίξει με τους μεγάλους.
Νοοτροπίες και προσεγγίσεις
Πολλές φορές όταν μιλάω για ομάδες χρησιμοποιώ τον όρο «δομικές αδυναμίες» ή «δομικά προβλήματα» για να κάνω κατανοητό πως υπάρχουν αδυναμίες και προβλήματα που δεν είναι αμιγώς αγωνιστικά. Ο όρος «δομικός» χρησιμοποιείται κι όταν μιλάμε για κατασκευή κι όταν μιλάμε για διόρθωση – ή αδυναμία διόρθωσης. Τον θεωρώ δόκιμο γιατί δεν μπορώ να βρω άλλο και τον χρησιμοποιώ όταν θέλω να δείξω πως μια ομάδα έχει ανάγκη αλλαγών, που δεν μπορεί να κάνει ένας προπονητής όσες εξουσίες κι αν του δώσεις (αν του δώσεις).
Ενας προπονητής ζει συχνά με αυτές τις δομικές αδυναμίες. Προσαρμόζεται. Παλεύει με αυτές. Αλλά όσο καλή κι αν είναι η δουλειά του, είναι δύσκολο μια ομάδα τις αδυναμίες αυτές να μην τις πληρώσει. Αυτό συνέβη στα ματς του ΠΑΟ και του Ολυμπιακού την περασμένη Κυριακή, στα οποία υπήρξαν απώλειες βαθμών που πιθανότατα θα τους στοιχίσουν το πρωτάθλημα: και οι δυο ομάδες πλήρωσαν προβλήματα που δεν είναι απλό να αντιμετωπίσουν προπονητές. Και που δεν έχουν να κάνουν ούτε με το 4-4-2, ούτε με αλλαγές, ούτε με επιλογές παικτών στην αρχική ενδεκάδα. Αλλά με νοοτροπίες και προσεγγίσεις.
Το ίδιο ματς ήταν
Θα το κάνω απλό. Ο Γιοβάνοβιτς προσπαθεί εδώ και δυο χρόνια να φτιάξει ένα Παναθηναϊκό «που να παίρνει αποτελέσματα», διότι τον βρήκε να έχει πολλά να χρόνια όχι να κερδίσει, αλλά έστω να διεκδικήσει, ένα πρωτάθλημα. Δεν φταίει για αυτό φυσικά ο Σέρβος. Ο Γιοβάνοβιτς στην ανάλυση που έκανε εστίασε σε δυο πράγματα: στο πως θα φτιάξει μια ομάδα δυσκολοκατάβλητη (χωρίς μάλιστα να ξοδέψει πολλά χρήματα σε αμυντικούς) και στο πως θα μάθει στον ΠΑΟ να κερδίζει – ειδικά τα παιγνίδια στα οποία είναι εξ αρχής φαβορί. Αν ο Γιοβάνοβιτς είχε βρει ένα Παναθηναϊκό, που πριν από τον ερχομό του, έπαιζε δεν ξέρω τι τύπου ελκυστικό ποδόσφαιρο θα μπορούσαμε να του κάνουμε κριτική για έλλειψη ρίσκου και άλλα τέτοια ωραία. Αλλά ο ΠΑΟ πρωταθλητισμό έχει να κάνει χρόνια κι ο Σέρβος αυτό που φρόντισε το καλοκαίρι είναι στη δεύτερη σεζόν του να προκύψει μια ομάδα ακόμα πιο compact – μια ομάδα που θα μπορεί να κερδίζει, γιατί δεν θα είναι απλό για τον αντίπαλό της να την κερδίσει. Ετσι προτίμησε να θυσιάσει κάποιους που ήθελαν πολύ τη μπάλα (Βιγιαφάνιες, Γκατσίνοβιτς, Χατζηζιοβάνης κτλ) για να προσθέσει μέσους που θα προσφέρουν μοχθώντας και τρέχοντας (Τσέριν, Κουρμπέλη, Τσοκάι κτλ), αλλά και μεσοκυνηγούς της μιας ενέργειας (Μπερνάρ, Βέρμπιτς, Σποράρ κτλ). Παρουσιάστηκε ένας Παναθηναϊκός ικανός να ακυρώνει αντιπάλους (ειδικά αν αυτοί ήθελαν να επιτεθούν) και με τη σκέψη αποκλειστικά στο πως θα κερδίζει κι όχι στο πως θα δημιουργήσει - ακριβώς γιατί τα προηγούμενα χρόνια οι νίκες ήταν που του έλειψαν. Όταν εγώ έλεγα ότι κάνει «βαθμοθηρία» κάποιοι θύμωναν: τώρα μιλάνε για τον ΠΑΟ που προσπαθεί απλά να κερδίσει χωρίς να κάνει κάτι παραπάνω από τα προβλεπόμενα, για ένα ΠΑΟ υπερβολικά κυνικό, σφικτό κτλ.
Στην πραγματικότητα ο ΠΑΟ κάνει όλη τη σεζόν το ίδιο ματς. Το ματς με το Βόλο δεν ήταν διαφορετικό τακτικά και στρατηγικά από αυτά που έκανε στη Λεωφόρο με τον Ιωνικό, τον Ατρόμητο, τον Αρη, τον Αστέρα: απλά αυτά τα κέρδισε. Η ένταση του παιγνιδιού του αυξομειώνεται ανάλογα με το πώς βλέπουν οι παίκτες τον αντίπαλό τους. Αλλά ο δομικός χαρακτήρας του ΠΑΟ, το αξίωμα του παιγνιδιού του δηλαδή, είναι σταθερά ο ίδιος: ο ΠΑΟ παίζει για να κερδίζει όχι χάρη στην παραγωγή του, αλλά χάρη στην μεθοδικότητα του. Και το κάνει και σωστά. Αλλά στο ποδόσφαιρο, κι ειδικά όταν μιλάμε για ομάδες που θέλουν να κάνουν πρωταθλητισμό, αυτό είναι μια τακτική που δεν πιάνει πάντα. Με το Βόλο χάθηκαν δυο βαθμοί γιατί χάθηκε ένα πέναλτι: θα μπορούσε ο ΠΑΟ να έχει χάσει βαθμούς γιατί δέχτηκε ένα γκολ από ένα λάθος ή γιατί όπως στην Τρίπολη κάποιος αποβλήθηκε. Σε κάθε περίπτωση το ζήτημα είναι ο τρόπος και ο χαρακτήρας της ομάδας. Ο ΠΑΟ κουβαλά κάμποσες αποτυχίες για να ρισκάρει πιο πολύ. Αλλά αν δεν γίνει πιο παραγωγικός θα κινδυνεύει πάντα να πετάξει βαθμούς ακόμα και με χειρότερους αντιπάλους. Αυτό ήταν φέτος το πρόβλημά του.
Το ακριβώς αντίθετο πρόβλημα
Το πρόβλημα του Ολυμπιακού, εξίσου δομικό, είναι το ακριβώς ανάποδο. Η ομάδα του έχει κερδίσει τόσα πολλά που δεν ξέρει γιατί ακριβώς τα κερδίζει – εννοώ ότι η όποια ανάλυση είναι απολύτως επιδερμική. Ο Ολυμπιακός φέτος με τρεις διαφορετικούς προπονητές στα έξι ευρωπαϊκά ματς που έδωσε εντός έδρας και στα έξι εντός έδρας ματς που έδωσε με τους πέντε πρώτους του πρωταθλήματος έχει κερδίσει μόνο ένα: αυτό με τον Αρη στο πρωτάθλημα και μάλιστα με το ισχνό 1-0. Ο βασικός λόγος που αυτό συμβαίνει είναι η απόλυτα αδύναμη άμυνά του που δεν του επιτρέπει καμία σιγουριά. Μια τέτοια άμυνα ή την προστατεύεις αλλάζοντας σύστημα (παίζοντας πχ με ένα αμυντικό παραπάνω) ή την προστατεύεις «τραβώντας» την ομάδα συνολικά λίγο πιο πίσω. Όμως τίποτα από τα δυο δεν μπορεί να γίνει στο Καραϊσκάκη – εκτός έδρας, που αυτό γίνεται ευκολότερα, ο Ολυμπιακός είχε στα αντίστοιχα ματς πιο ανεκτά αποτελέσματα.
Η απλούστερη των λύσεων στο πρόβλημα (αφού τα χρήματα για στόπερ θεωρούνται πεταμένα λεφτά) είναι να έπαιζε ο Ολυμπιακός 3-4-3 με τον Εμβιλά τρίτο στόπερ κι έτοιμο, στην φάση της ανάκτησης της μπάλας, να βγει και να την κατεβάσει: ο Γάλλος, που είναι αργός πια για να παίζει κόφτης, θα μπορούσε να είναι ένας εξαιρετικός «σύρτης». Αλλά ποιος να τολμήσει να κάνει κάτι τέτοιο σε μια ομάδα της οποίας στόχος ήταν να χωρέσουν «τρία δεκάρια»; Ο Μίτσελ έκανε τον Νοέμβριο – Δεκέμβριο προετοιμασία, όχι για να παρουσιάσει ένα Ολυμπιακό που θα αμύνονταν καλύτερα, αλλά ένα που θα σκόραρε ευκολότερα. Δεν ήταν τρελός: αυτή ήταν η απαίτηση της εξέδρας και κατά συνέπεια της διοίκησης. Κι όντως ο Ολυμπιακός σκόραρε ευκολότερα στο β’ γύρο. Με τον ΠΑΣ και τον Ατρόμητο εκτός έδρας πέτυχε τρία γκολ και του Αρη του έβαλε την Κυριακή δύο. Κι έχασε συνολικά 6 βαθμούς. Όχι από το Ρέτσο. Αλλά γιατί στην κατασκευαστική λογική του είναι πιο σημαντικό η ομάδα να βάζει ένα τσουβάλι γκολ στο Βόλο, στην Τρίπολη, στη Λαμία και στον Παναιτωλικό, παρά να μην δέχεται φάση από καμία ομάδα κατά κανόνα υποδεέστερη.
Αντε να το εξηγήσεις
Μου κάνει εντύπωση πως μετά το ματς με τον Αρη όλοι μιλούσαν για το ματς με τον ΠΑΣ στα Γιάννενα. Ενώ το ματς με τον Αρη είναι σχεδόν ίδιο με το ματς με τον ΟΦΗ στο Καραϊσκάκη (στο οποίο ο Πασχαλάκης κράτησε τη νίκη στο τέλος), που είναι ίδιο με το ματς με τον Απόλλωνα Λεμεσού το περασμένο καλοκαίρι στο ίδιο γήπεδο, (στο οποίο ο Βατσλίκ έδωσε μια πρόκριση στα πέναλτι). Και που είναι ίδιο και με το περσινό ματς Ολυμπιακός – ΠΑΣ στο Καραϊσκάκη που ο πρωταθλητής κέρδισε με γκολ του Ρόνι Λόπεζ στο 96΄ενώ πάλι είχε δεχτεί την ισοφάριση παρόλο που είχε προηγηθεί με 2-0. Σε αυτά τα ματς οι προπονητές ήταν διαφορετικοί αλλά η εικόνα ολόιδια: γιατί οι δομικές αδυναμίες της ομάδας, όσο δεν γίνεται κατανοητό ότι το ποδόσφαιρο του καιρού μας απαιτεί αμυντική σοβαρότητα και στόπερ με προσωπικότητα, θα είναι πάντα ίδιες. Και θα στοιχίζουν στους προπονητές την δουλειά τους. Που δεν είναι το πώς θα ικανοποιούν την εξέδρα και τα γούστα της, αλλά άντε να το εξηγήσεις...