Ο τελευταίος προφήτης

Ο τελευταίος προφήτης


Σκεφτόμουν πόσο δύσκολο θα είναι να καταλάβει πόσο σπουδαίος σκηνοθέτης υπήρξε ο Ντέιβιντ Λιντς κάποιος πιτσιρικάς που θα ανακαλύψει το σινεμά και το σινεμά του σε λίγα χρόνια. Είναι αρκετά πιθανό να πιστέψει πως ο Αμερικάνος από την Μινεζότα που έφυγε στα 78 του απο την ζωή πληρώνοντας ακριβά την τρέλα του για το κάπνισμα, ήταν ένας αληθινός δάσκαλος ηθοποιών βλέποντας τον «Ανθρωπο Ελέφαντα» ή το «Straight Story», ταινίες ολότελα διαφορετικές που όμως έχουν ως κοινή βάση της δημιουργίας του την διεύθυνση των ηθοποιών που είναι αληθινά άψογη. Υπάρχει επίσης περίπτωση να ανακαλύψει το «Μπλε Βελούδο» (που μάλλον δεν άντεξε στο χρόνο) ή την άγριας ομορφιάς «Ατίθαση καρδιά» και να εντυπωσιαστεί από την αγάπη του Λιντς για το κακό και το παράδοξο: τα εξύμνησε όσο λίγοι. Η υπάρχει περίπτωση να δει το «Twin Peaks» στην τηλεόραση ή το Mulholland Drive σε ένα θερινό σινεμά και να τα χάσει από την αφηγηματική τους περιπλοκότητα πράγμα που μπορεί να τον κάνει να υποπτευθεί πως ο μακαρίτης ήταν μια ιδιοφυία ή κάποιος απολύτως τρελός. Όπως και να χει θα ΄ναι δύσκολο για κάθε μελλοντικό μελετητή του να καταλάβει γιατί ο Ντέιβιντ Λιντς ήταν αληθινά μεγάλος και σπάνιος. Υπάρχουν καλλιτέχνες που όσο μεγάλο κι αν είναι το έργο που θα αφήσουν πίσω τους δεν καθορίζονται από την κληρονομιά τους: είναι η διαδρομή τους και η παρέμβασή τους το μυστικό της επιτυχίας τους. Τον Λιντς για να τον χαρείς αληθινά έπρεπε να τον έχεις ζήσει: να περιμένεις την επόμενη ταινία του, να ταξιδεύεις μαζί του. Είναι δύσκολο να τον ψάξεις: σε έψαχνε κυρίως αυτός.

Πηγή υποσυνείδητης έμπνευσης

Ο Λιντς υπήρξε κυρίως ένας μεγάλος προφήτης. Είναι αμφίβολο αν χωρίς αυτόν θα υπήρχε το σινεμά του Ταραντίνο – έστω κι αν αυτός δεν πολυμιλάει για αυτόν. Δύσκολα θα υπήρχαν επίσης οι αδερφοί Κόεν, o Εντγκαρ Ράιτ, ο Βιλνέβ κι άλλοι πολλοί. Ο Λιντς προετοίμασε το κοινό για τον ερχομό τους ακόμα κι αν δεν υπήρξε πηγή έμπνευσής τους: υπήρξε ένας τύπος που άνοιξε στο κοινό ένα παράθυρο – κι αυτό μετράει περισσότερο. Ο Λιντς μας κατήχησε σε ένα σινεμά που όχι απλά ξεπερνούσε τα συνηθισμένα, αλλά όρισε κατά κάποιο τρόπο το μέλλον. Και αφηγηματικά, αλλά κυρίως αισθητικά.

https://images.moneycontrol.com/static-mcnews/2025/01/20250117053732_davidlynch-reuters.jpg?impolicy=website&width=770&height=431

Η λατρείας της ιδέας

Ο Λιντς αγαπούσε την ζωγραφική και με αυτή καταπιάστηκε μικρός και πριν περάσει στην σκηνοθεσία. Αντιλαμβανόταν την σκηνοθεσία ως ζωγραφική με κίνηση – σου έδινε την εντύπωση ότι το πλάνο τον ενδιέφερε περισσότερο από την ίδια την ιστορία. Αν κάποιος κόψει διακόσια πλάνα από τις ταινίες του Λιντς και τα μοντάρει πιστεύω πως θα φτιάξει μια ταινία του Λιντς: θα είναι μια ταινία φωτεινή και σκοτεινή συγχρόνως, ρεαλιστική και υπερβατική, ακατανόητη και γεμάτη γρίφους αλλά τελικά απολαυστική κι αξέχαστη. Το σινεμά του Λιντς δεν είναι αποσπασματικό μολονότι τέτοιο μοιάζει: είναι μια συρραφή από ιδέες και εμπνεύσεις που πάντα προσπαθούσε να τοποθετήσει σε ένα καμβά για να δώσει μια τελική ιστορία που σπανίως τον καταπίεζε. Οι ιστορίες μπορεί να είχαν αρχή, μέση και τέλος ή μπορεί και να μην είχαν. Αλλά είχαν πάντα ιδέες που λειτουργούσαν σαν κλεισίματα του ματιού του στο κοινό των πιστών του. «Χωρίς ιδέες, δεν γίνεται τίποτα. Όταν φτάνουν οι ιδέες, τις βλέπω να ρέουν σαν εικόνες που προβάλλονται σε μια οθόνη τηλεόρασης – αισθάνομαι σαν κάτι να ξεκολλάει από το μυαλό μου. Τις νιώθω. Γίνονται ξαφνικά  αισθήσεις, πρόσωπα, βλέμματα. Τις γράφω κι όταν έρθει η ώρα να γράψω το σενάριο, το μόνο που χρειάζεται είναι μια ματιά στις σημειώσεις μου κι αυτές οι ιδέες επανέρχονται, μερικές φορές γρήγορα, μερικές φορές πολύ αργά, αλλά αυτές κινούν τα πάντα. Θα μπορούσα να κάνω μια ταινία μόνο για μια ιδέα που είχα – μόνο μια. Ισως και να το έχω κάνει» έχει πει στην τελευταία του συνέντευξη το 2017.

Τηλεοπτικό σουξέ χωρίς συμβιβασμούς

Ο Λιντς φιλμάρισε τις ιδέες του χρησιμοποιώντας το σενάριο ως πρόσχημα. Το «Mulholland Drive», η για μένα καλύτερη ταινία του, είναι ένα εκρηκτικό κοκτέιλ που μπορεί να διαλύσει τα εγκεφαλικά σου κύτταρα, αν επιχειρήσεις να το βάλεις σε σειρά ενώ το βλέπεις: πρέπει να το δεις παραμένοντας στην άκρη σου, βυθισμένος στην καρέκλα σου, στο σκοτάδι σου και στο σκοτάδι του Λιντς. Πρέπει να είσαι εντός της ταινίας δίνοντας της όλη την προσοχή σου και συγχρόνως αποστασιοποιημένος έτσι ώστε να σε ρουφήξει η γοητεία της. Ο Λιντς σκηνοθετούσε για τον θεατή του προσωπικά – για να τον πάρει από τα μούτρα και να του πει «έμπλεξες». Αν δεν ήθελες να μπλέξεις δεν τον άντεχες.

https://e3.365dm.com/25/01/768x432/skynews-david-lynch-twin-peaks_6801601.jpg?20250116183847

Το εντυπωσιακό στην περίπτωσή του είναι πως αυτός ο εκκεντρικός, εστέτ και διανοούμενος έμπλεξε με την τηλεόραση, που θα έπρεπε να την απεχθάνεται αφού δεν επιτρέπει προσωπικές δημιουργίες. Κι όμως ο Λιντς όχι μόνο έμπλεξε μαζί της αλλά για ένα χειμώνα την κατέκτησε απόλυτα. Το Twin Peaks στην Αμερική και στην Δυτική Ευρώπη (όχι στην Ελλάδα όπου η προβολή του έγινε με καθυστέρηση κι αργά το βράδυ από την ΕΡΤ) προκάλεσε το είδος της καθολικής υστερίας που ελάχιστα σήριαλ είχαν προκαλέσει στην δεκαετία του ‘90. Διαλέγοντας κατά βάση άγνωστους και νέους ηθοποιούς ο Λιντς παρουσίασε κάτι που αρχικά άφησε τον τηλεθεατή με το στόμα ανοιχτό για την mainstream γοητεία του: ήταν και συγχρόνως δεν ήταν Ντέιβιντ Λιντς. Η σειρά είχε την σκοτεινιά των αφηγήσεών του, τις απαραίτητες ιδέες που ήταν πιο δουλεμένες από ποτέ, την απαράμιλλή διεύθυνση των ηθοποιών και συγχρόνως είχε το σασπένς, την ευκρίνεια και την συμβατική πολυπλοκότητα μιας εβδομαδιαίας σειράς που σε έκανε να την περιμένεις: ο Λιντς στον πρώτο κύκλο διέλυσε τα ρεκόρ θεαματικότητας ανοίγοντας κι εδώ τον δρόμο για την εποχή των μεγάλων τηλεοπτικών σειρών που ακολούθησαν πριν καν φτάσουμε στην εποχή του Netflix. Αλλά ο τύπος ήταν πολύ ξεχωριστός για να γίνει mainstream κι ο ίδιος. Μετά τον πρώτο κύκλο στον οποίο κυριαρχεί η ερώτηση «ποιος σκότωσε την Λάουρα Πάλμερ;» ακολουθεί μια κατάδυση στο παράδοξο που όμοια της δεν έχει γνωρίσει η τηλεόραση: οι φανς ενθουσιαστήκαμε από την παγίδα που τους έστησε ο δάσκαλός μας, οι τηλεθεατές φρίκαραν σε όλο τον πλανήτη βλέποντας οραματικές σκηνές, τραβεστί ερευνητές, μια πραγματικότητα να κυλά στους εφιάλτες και το κακό τελικά να θριαμβεύει – βέβαια δεν ξέρω πόσοι άντεξαν να δουν το τέλος. Σε όλους πάντως έμεινε η μουσική του Μπανταλεμέντι - και η μουσική ήταν για τον Λιντς μια ιδέα

Με ένα νυστέρι που λέγεται κάμερα

Ο Λιντς δεν είχε δύσκολα παιδικά χρόνια. Τον ενδιέφερε η ψυχική του υγεία, ανακάλυψε νωρίς σχετικά τον διαλογισμό. Δεν έκανε σινεμά για να αυτοψυχαναλυθεί, δεν θεωρούσε τον εαυτό του μπροστάρη κάποιου ρεύματος. Τον ακολουθήσαμε και τον αποχαιρετάμε σαν ένα τύπο που μας είπε ωραίες ιστορίες, αλλά με τον προσωπικό του τρόπο: σαν να ήθελε να μας τρελάνει. Όπως όλοι οι μεγάλοι εφευρέτες δυνατών εικόνων μπήκε στον πειρασμό να επαναληφθεί και όπως όλοι οι ευφυείς άνθρωποι θέλησε να παίξει και με τους επικριτές του. Είχε περίεργες εμμονές αλλά έβαλε την σφραγίδα του σε μια εποχή. Ξεκινώντας από το underground υπερ-πειραματικό Eraserhead το 1977, βρήκε πιστούς οπαδούς χάρη στη στιλπνή και μανιεριστική αφήγηση του, για να γνωρίσει θριάμβους και καταστροφές. Όταν είχα πρωτοδεί το «Μπλε Βελούδο» είχα διαβάσει πως είναι ένας τύπος που έκοψε μπροστά μας τις φρικτές φλέβες της καθημερινότητας. Κάπως έτσι θα τον θυμάμαι. Με ένα νυστέρι που το λένε κάμερα στο χέρι του να χαμογελάει στη σκέψη πως ό,τι κάνει θα το δούμε…