Ας ακούσουμε τον πρόεδρο Διονύση…

Ας ακούσουμε τον πρόεδρο Διονύση…


Δεν μπορώ ούτε να διασκεδάσω με όλο αυτό που έγινε με την Νατάσσα Μποφίλιου και την συνέντευξή της. Ο παραλογισμός είναι πλέον το χαρακτηριστικό της χώρας μας - το έχω αποδεχτεί. Όμως ακόμα δυσκολεύομαι να καταλάβω πως γίνεται κάθε φορά να προκαλείται τόση φασαρία για πράγματα, που έχουν τόση μικρή σημασία.

Εσπασε τη σιωπή της

Τι έχω καταλάβει εγώ; Η κοπέλα ξεκινάει τις εμφανίσεις της σε ένα μεγάλο νυχτερινό κέντρο. Όπως συμβαίνει συχνά σε αυτές τις περιπτώσεις θέλησε να κάνει λίγο θόρυβο γύρω από το όνομά της – όχι, ωστόσο, το θόρυβο που τελικώς δημιουργήθηκε. Οι καλλιτέχνες συνήθως μιλάνε, όταν θέλουν να μας θυμίσουν ότι κάπου θα εμφανιστούν. Οι καλλιτέχνες επίσης θέλουν να είναι συμπαθητικοί – πάντα το ήθελαν. Τα τελευταία χρόνια κατάλαβαν ότι δεν μπορεί να είναι συμπαθητικοί σε όλους και πολλοί κάνουν επιλογές κοινού – προσπαθούν δηλαδή να χαϊδέψουν λιγάκι τα αυτιά ενός κοινού, που πιστεύουν πως είναι διατεθειμένο να πάει να τους ακούσει, να τους δει στο θέατρο, να παρακολουθήσει τις ταινίες τους κτλ. Αυτή η στόχευση τους κάνει να επαναλαμβάνουν συνήθως τα ίδια και τα ίδια βαρετά πράγματα: για χρόνια π.χ ήταν όλοι αντιμνημονιακοί, θαύμαζαν τα παιδιά που διαδήλωναν, κλαίγανε για τον κόσμο που υποφέρει κτλ. Σήμερα οι πιο πολλοί λένε ότι είχαν αυταπάτες και άλλα πολλά εμπριμέ.

Αντίο στα «Δυο παιδιά του χαμού»

Η Μποφίλιου πιστεύει πως την αγαπάει ένα κοινό, ας πούμε αριστερό, άλλωστε τα μισά τραγούδια που λέει είναι του Θάνου Μικρούτσικου που τον αγαπάει το ίδιο κοινό. Σε αυτό απευθύνθηκε γιατί την προσέχει: βοηθάει και ότι ένα από τα σουξεδάκια της (το «Ερχονται οι μέρες του φωτός») έχει υιοθετηθεί από κόμματα της Αριστεράς, που το χρησιμοποιούν ως μουσική υπόκρουση σε συγκεντρώσεις, τώρα που τα «Δυο παιδιά του χαμού» στο «Προσκύνημα» του Σταύρου Ξαρχάκου γίνανε φιλελέδες. Η καλλιτέχνης διάλεξε να μιλήσει στην Εφημερίδα των Συντακτών, ώστε να συναντήσει το κοινό της που την εφημερίδα διαβάζει. Είναι φανερό ότι με όσα ανέφερε προσπάθησε να καλύψει το σύνολο των αριστερών αποχρώσεων. Είπε ότι ο Τσίπρας είναι εντάξει παιδί, ότι η ίδια ψηφίζει ΚΚΕ αλλά παραμένει τροτσκίστρια, ότι οι παππούδες της ήταν στο ΕΑΜ, ότι είναι αντιφασίστρια, ότι θέλει να βγει στο βουνό, ότι αναζητά ένα ηγέτη για μια επανάσταση, ότι η Ευρωπαϊκή Ενωση είναι μια δικτατορία. Ολα όσα είπε είναι σχεδόν προβλεπόμενα: έκπληξη θα ήταν αν δεν τα έλεγε. Το ότι στη φούρια της έβαλε λίγη σάλτσα παραπάνω και τα έκανε όλα λύσσα, το καταλαβαίνεις από το ότι κανείς δεν την υπερασπίστηκε για τις απόψεις της – κανένας δεν είπε π.χ κανείς ότι βρήκε λογικό το ότι δήλωσε τροτσκίστρια και ΚΚΕ. Την υπερασπίστηκαν λέγοντας ότι είναι γενναία, ότι είναι ρομαντική, ότι είναι ονειροπόλα, πολιτικοποιημένη και έχει δικαίωμα στο να έχει άποψη – την υπερασπίστηκαν κυρίως όσοι δεν αναγνώριζαν το δικαίωμα της άποψης στον Βασίλη Τσιάρτα π.χ, αλλά ούτε κι αυτό μου κάνει εντύπωση. Εντύπωση μου κάνει ότι πάλι ένας σωρό κόσμος βρήκε  αφορμή για να τσακώνεται, σχολιάζοντας σοβαρά απόψεις, που είναι είναι σίγουρα εξαιρετικά κατώτερες ενός καλλιτέχνη, που προσπαθεί να δείξει την βαθιά πολιτικοποίηση του.

Κανείς δεν θα θυμάται τίποτα

Κανονικά και τις μπερδεμένες θέσεις της τραγουδίστριας και τις υπερβολικές αντιδράσεις όσων της επιτέθηκαν, δεν γίνεται να τις πάρεις στα σοβαρά. Όμως υπάρχει κάτι που αληθινά με διαβολίζει: η ατελείωτη δημοσιότητα, που όλο αυτό το πανηγύρι έλαβε και δεν αναφέρομαι μόνο στο ντόρο στα social media, που για αυτό υπάρχουν. Γράφτηκαν ένα σωρό αναλύσεις, έγιναν αφιερώματα ακόμα και σε δελτία ειδήσεων, ασχολήθηκε το σύμπαν! Η Μποφίλιου έγινε για κάποιους το σύμβολο των μεγάλων αγώνων και για κάποιους άλλους η χαζοβιόλα, που δεν πρέπει να ξανανοίξει το στόμα της, ενώ ανάθεμα κι αν κάτι από όσα είπε θα το θυμάται κανείς σε δυο εβδομάδες. Στην πραγματικότητα, όποιος τα έβαλε μαζί της, το έκανε γιατί έχει υπάρξει στόχος κακεντρέχειας και όποιος την υπερασπίστηκε το έκανε γιατί πιθανότατα κουταμάρες του τύπου «είμαι τροτσκιστής, αλλά ψηφίζω ΚΚΕ» έχει πει και ο ίδιος. Αλλά εγώ εξακολουθώ να αναρωτιέμαι τι διάβολο το σημαντικό υπάρχει σε όλα αυτά. Εγινε σύμβολο κάποιας Αριστεράς η Μποφίλιου; Δεν μου προκύπτει. Και δεν νομίζω πως αν λιντσάρουμε διαδικτυακά τη Μποφίλιου θα νοιώσουμε κάποια ικανοποίηση για τις πολλές φορές που ο Κωνσταντινέας του διπλανού πληκτρολογίου μας επιτέθηκε με όπλο το θράσος του. Ισα ίσα που αν κάτι χρειάζεται είναι να μην γίνουμε σαν αυτόν.

Ενας υπέροχος λόγος  

Δεν μας λείπουν οι καυγάδες, μας λείπουν οι καλλιτέχνες και οι διανοούμενοι που μπορούν να μιλάνε και να λένε πράγματα ικανά, όντως, να σε οδηγήσουν σε προβληματισμούς. Κυρίως λείπει η προβολή των θέσεων των ανθρώπων, που ευτυχώς έχουν ακόμα να πουν πράγματα ενδιαφέροντα. Θα φέρω ένα παράδειγμα. Λίγες μέρες πριν αρχίσουν όλοι να ασχολούνται με την Μποφίλιου, που θέλει να πάει στο βουνό, αλλά την κρατάει εδώ με το ζόρι να τραγουδάει στο Διογένης Palace η δικτατορία της ΕΕ, ο Διονύσης Σαββόπουλος έγινε Επίτιμος διδάκτορας του Τμήματος Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Τιμήθηκε  από την πανεπιστημιακή κοινότητα για αυτό που είναι: ένας κορυφαίος Ελληνας ποιητής που σμιλεύει νότες και λέξεις. Ο λόγος των ευχαριστηρίων του Προέδρου της Σαββοπουλικής Δημοκρατίας, αυτής στην οποία ανήκουμε όλοι εμείς που τον αγαπάμε, υπήρξε υπέροχος. Αλλά η προβολή του, όχι η πρέπουσα.

Εχουμε ανάγκη από συνθέτες

Ο Σαββόπουλος περιέγραψε τον δύσκολο κόσμο μας λέγοντας ότι «στους καιρούς που ζούμε η παγκοσμιοποίηση, η οικονομική κρίση, η τρομοκρατία, η μετανάστευση, η ανάδυση ημιάγριων πολιτικών κομμάτων, γεμίζουν με φόβο τις ψυχές των ανθρώπων, που μοιραία στρέφονται στις καταβολές τους, εκεί όπου επικρατεί η ανάγκη επιβίωσης, το σώζων εαυτόν σωθείτω και η βαρβαρότητα». Εξήγησε τι κατά τη γνώμη του έχουμε ανάγκη. «Τολμώ να πω ότι η κατακερματισμένη εποχή μας χρειάζεται συνθέτες μάλλον, παρά καθοδηγητές. Το έχει ανάγκη η ψυχή μας. Το κράμα Ανατολής και Δύσης που πέτυχε π.χ. ο Βασίλης Τσιτσάνης και που τόσο ανάγκη έχει ο τόπος, δεν το έχει επιτύχει ο πολιτικός μας βίος, με αποτέλεσμα αλλού να μοχθούμε κάθε μέρα και αλλού να είναι η ψυχή μας» είπε. Και έκανε και μια εξαιρετική επισήμανση: «Αν κάτι ποθούμε όλοι, είναι να γίνουμε μοντέρνοι, να πάμε μπροστά, χωρίς να χάσουμε την ψυχή μας κι αυτή είναι η δυσκολία μας σε αυτή τη χώρα» τόνισε. Μπορείς να διαφωνήσεις ή να συμφωνήσεις, να πεις ότι εσύ ψάχνεις καθοδηγητές ή ότι η παγκοσμιοποίηση είναι μια μεγάλη ευκαιρία, αλλά είναι αδύνατο, αν λίγο καταλαβαίνεις, να μην προβληματιστείς. Αρκεί να έχεις όρεξη να ακούσεις κι όχι να κατασπαράξεις ή να ουρλιάξεις πληκτρολογώντας.

Ας ακούσουμε τον Διονύση – αρκετά με τις κραυγές, το θόρυβο, την σικέ ευαισθησία, την περιδίνηση στην ασημαντότητα. Ας το κάνουμε και γιατί φοβάμαι πως αν συνεχίσουμε να καυγαδίζουμε για αρλούμπες, θα σηκωθούν από τον τάφο ο Τρότσκι κι ο Στάλιν και μετά από δεκαετίες θα κάνουν κάτι μαζί: θα μας πάρουν με τις πέτρες. Κι εμάς και τη Νατάσσα μας…