Οταν συναντήθηκαν δυο τρέλες...

Οταν συναντήθηκαν δυο τρέλες...


Σήμερα ή αύριο ο Ολυμπιακός θα ανακοινώσει την απόκτηση του Γιάγια Τουρέ – πλην συγκλονιστικού απροόπτου, το λέω γιατί καμία μεταγραφή δεν ολοκληρώνεται πριν ο ποδοσφαιριστής ανακοινωθεί. Η είδηση της συμφωνίας αρχικά προκάλεσε έκπληξη, αφού δεν προέκυπτε από κάπου ότι ο Ολυμπιακός έψαχνε φέτος ένα μεγάλο όνομα, και στην συνέχεια δημιούργησε κι ένα κάποιο ενθουσιασμό, αν κρίνει κανείς από την αύξηση των πωλήσεων των διαρκείας εισιτηρίων τις τελευταίες μέρες. Μια μεταγραφή κρίνεται μόνο την ημέρα που ο παίκτης φεύγει: τότε, γνωρίζοντας τι έχει προσφέρει, μπορείς να την χαρακτηρίσεις καλή, κακή ή σούπερ. Θα περιμένουμε να δούμε τον Τουρέ στο γήπεδο, να δούμε που και πως θα αγωνιστεί, πως θα αξιοποιηθεί, τι έχει ακόμα να δώσει. Αλλά πριν καν έρθει υπάρχουν δυο πράγματα που στην ιστορία αυτή έχουν την σημασία τους: το ένα ότι αποδεικνύεται για μια ακόμα φορά ότι κάθε ξένος παίκτης που έχει περάσει από τον Ολυμπιακό θα θελε μια μέρα να ξαναγυρίσει, ανεξάρτητα από το πόσο μεγάλη έχει υπάρξει η καριέρα του. Το δεύτερο ότι ο Βαγγέλης Μαρινάκης έχει μια τρέλα με τους μεγάλους παίκτες που ξεπερνά πραγματικά τα συνηθισμένα. Στην ιστορία συναντιούνται δυο τρέλες: η τρέλα του Τουρέ, με αυτή του Μαρινάκη.

Προσηλωμένος στο σκοπό

Ο Τουρέ, αντίθετα με πολλούς άλλους, ούτε έχτισε χάρη στον Ολυμπιακό την καριέρα του, ούτε βοηθήθηκε από την ελληνική ομάδα για να την σώσει. Τον Ολυμπιακό κι αυτός και ο μάνατζέρ του, ο παμπόνηρος σταρ Ντιμίτρι Σέλουκ, τον χρησιμοποίησαν σαν σκαλί. Ο Τουρέ είναι πάνω από όλα ένα καταπληκτικό πρότζεκτ ενός μάνατζερ: η απόδειξη ότι ένας καλός αντζέντης μπορεί να βοηθήσει ένα προικισμένο παιδί να μαζέψει με δουλειά και υπομονή όλα τα λεφτά της γης. Ο Σέλουκ τον πήγε στη Μέταλουργκ για να ξεχωρίσει, τον έφερε στον Ολυμπιακό για να διακριθεί, τον έστειλε στη Μονακό για να κάνει τη διαφορά, του βρήκε ένα συμβόλαιο στη Μπαρτσελόνα για να ολοκληρωθεί ως παίκτης και τον πήγε στην Αγγλία για να πάρει όλα τα λεφτά. Σε αυτή τη διαδρομή ο Σέλουκ έβαλε πάντα μπροστά το συμφέρον του παίκτη του και ο Τουρέ ήταν ένας καλός στρατιώτης: άκουγε τον αντζέντη του και κοίταζε την πάρτι του χωρίς συμβιβασμούς, προσηλωμένος στο μεγάλο σκοπό που ήταν η καριέρα του, την οποία έχτισε μεθοδικά.

 

Οι ομάδες που αγωνίστηκε, όσο μεγάλες κι αν υπήρξαν, ήταν οχήματα – ένας τύπος που αφήνει την Μπαρτσελόνα όταν αυτή έχει βρεθεί στην κορυφή του κόσμου, δεν μπορεί παρά να είναι ένας σκληρός επαγγελματίας. Τη σκληράδα του ο Τουρέ την έχει δείξει εντός αλλά και εκτός γηπέδων σε πολλές περιπτώσεις. Από τον Ολυμπιακό έφυγε με καυγάδες, από τη Μπάρτσα έφυγε γιατί, αν και πρωταθλητής Ευρώπης, δεν ήθελε να παίζει στην άμυνα, με τον Γκουαρντιόλα ξαναβρέθηκε στη Σίτυ και ξαναμάλωσε κι ας γνώριζε ότι είναι εκατοντάδες οι ποδοσφαιριστές που θα θελαν να είναι στη θέση του. Κι όμως αυτός ο σκληρός επαγγελματίας κράτησε κάτι από τον Ολυμπιακό και την Ελλάδα στην καρδιά του – ίσως μάλιστα να κράτησε στην καρδιά του μόνο τον Ολυμπιακό και την Ελλάδα. Δεν αποδεικνύεται αυτό τώρα που γυρίζει, αλλά μας το είχε πει χρόνια πριν, όταν είχε έρθει στο φιλικό των φίλων του Ρονάλντο και του Ζιντάν στο Καραϊσκάκη. Τότε, που μεσουρανούσε, έπαιξε ένα ημίχρονο με τη φανέλα του Ολυμπιακού και είπε ότι θέλει να ξανάρθει. Κι από ό,τι τελικά αποδείχτηκε ο παράξενος αυτός τύπος αυτό που είπε το εννοούσε.

Ένα δύσκολο παιδί

Νοιώθει ότι χρωστάει κάτι στους οπαδούς του Ολυμπιακού ο Τουρέ, γιατί το πρώτο του πέρασμα ήταν σύντομο και περιπετειώδες; Δεν το ξέρω και δεν μπορώ να το εικάσω. Ο Τουρέ είναι δύσκολος άνθρωπος  για να τον καταλάβει κανείς. Παραμένει όμως εντυπωσιακό το γεγονός ότι ο τύπος είχε πάντα στο μυαλό του την επιστροφή στην Ελλάδα, μολονότι πραγματικός σταρ έγινε άλλου. Η μόνη εξήγηση για αυτό που μπορώ να δώσω είναι ότι εδώ ένοιωσε ίσως για πρώτη φορά πολύ σημαντικός: ακόμα και το γεγονός ότι έκανε καυγάδες για να φύγει, δεν τον χάλασε – απλά ενίσχυσε στο μυαλό του την βεβαιότητα ότι εδώ όλοι τον ήθελαν, τον πίστευαν, τον πρόσεχαν και τον αγαπούσαν. Στις επιθέσεις των πρωτοσέλιδων της εποχής ο Τουρέ έβλεπε μόνο το πόσο ο Ολυμπιακός θα θελε να μην φύγει.  

 

Είναι φοβερός ο τύπος ο Τουρέ. Όταν τον είχα γνωρίσει στο πρώτο του πέρασμα, ψιθύριζε ότι θέλει να παίζει «δεκάρι» (αλλά δεν το λεγε δυνατά γιατί καταλάβαινε πως στην ομάδα υπάρχει ο Ριβάλντο), πως όταν ολοκληρώσει την καριέρα του θα θέλε όλοι θα λένε πως υπήρξε ο πιο σημαντικός Αφρικανός παίκτης όλων των εποχών, πως αν είχε πάρει τη γαλλική υπηκοότητα ίσως μια μέρα κέρδιζε τη Χρυσή Μπάλα. Δεν είχε καμία σχέση ποτέ με τα χαρούμενα μαυράκια, που απολαμβάνουν τη ζωή γιατί είχαν την τύχη να παίξουν ποδόσφαιρο. Δεν ήταν ποτέ καλαμπουρτζής και δεν διηγούνταν υπερβολικές ιστορίες από τα παιδικά του χρόνια που τόσο αρέσουν. Δεν έμοιαζε με κάποιον που θα θελε να κλείσει την καριέρα του στην Ελλάδα γιατί αγάπησε τα καφέ της Γλυφάδας, τα μπουζούκια και τη νυχτερινή ζωή της Αθήνας ή γιατί εδώ τα βρήκε όλα εύκολα. Είχε θυμάμαι τότε μια τρομερή σχέση με το Σάββα Θεοδωρίδη, γιατί ο Σάββας μιλούσε γαλλικά. Ομολογώ ότι ποτέ δεν περίμενα πως θα τον ξαναδούμε στην Ελλάδα: αλλά φαίνεται ότι κάπου μέσα του το πέρασμα από δω κάτι έγραψε. Το ξέρετε πως είμαι πολύ δύσπιστος με τους παίκτες που έρχονται από την Αγγλία, αλλά ετούτος το έκανε με δική του επιλογή κι αυτό μπορεί να μετρήσει. Μακάρι να ολοκληρωθεί η μεταγραφή να είναι καλά, να έχει αντοχές και να προσφέρει: θα ομορφύνει γενικά το πρωτάθλημά μας.

Για όποιον πληρώνει εισιτήριο

Τεράστια χωρίς αμφιβολία και η τρέλα του Μαρινάκη – μεγαλύτερη και από το συμβόλαιο του Τουρέ. Σε μια εποχή που όλοι μαζεύονται και κοιτάζουν τα οικονομικά των ομάδων, αφού μετά την κατάρρευση των τηλεοπτικών τα μελλοντικά έσοδα μοιάζουν ακόμα πιο αβέβαια, ο Μαρινάκης πρόσφερε στον Τουρέ ένα από τα μεγαλύτερα συμβόλαια που έχει υπογράψει παίκτης του Ολυμπιακού στον καιρό που διοικεί το σύλλογο - ίσως το μεγαλύτερο. Το έκανε σε μια χρονιά που ο Ολυμπιακός δεν παίζει στο Τσάμπιονς λιγκ και που όλοι οι τριγύρω του βλέπουν τον ΠΑΟΚ πρωταθλητή «γιατί έφτασε η ώρα να κερδίσει κι αυτός ένα πρωτάθλημα». Η απόφασή του να τον φέρει, σχετίζεται απλά με τη δική του ανάγκη να κάνει χαρούμενο τον κόσμο που πάει στο γήπεδο: κάθε φορά που επιλέγει να φέρει κάποιον για την κερκίδα το κάνει επειδή στην κερκίδα νοιώθει ότι βρίσκεται και ο ίδιος. Θέλω να είμαι ειλικρινής: αν ήμουν στη θέση του δεν θα το έκανα – το νοικοκυριό μετράει περισσότερο από την τρέλα των οπαδών, ο Τουρέ είναι δύσκολη ιστορία, η χρησιμοποίησή του δεν θα είναι απλή υπόθεση. Αλλά εγώ είμαι ένας μάλλον ψυχρός υπολογιστής. Ενώ ο Μαρινάκης είναι ένας τρελός οπαδός. Που δε χωρά αμφιβολία πως γουστάρει τους μεγάλους παίκτες και σέβεται όποιον για αυτούς πληρώνει εισιτήριο…