Πάσχα στο στρατό, μια δοκιμασία

Πάσχα στο στρατό, μια δοκιμασία


 Κάθε μέρα τέτοια μέρα, το μυαλό μου πηγαίνει σε όσους φαντάρους έχουν την ατυχία να ζήσουν το μαρτύριο που λέγεται Πάσχα στο στρατό - μια δοκιμασία της ζωής, που όποιος δεν την έζησε είναι τυχερός. Καλύτερα να κολλήσεις ώρες σε μποτιλιάρισμα πασχαλιάτικο στην Εθνική οδό, παρά να σου τύχει Πάσχα στρατόπεδο, ειδικά στα σύνορα. Αν μάλιστα έχεις την ατυχία να έρθει και κανάλι τηλεοπτικό, βγάλε δυο φωτογραφίες και τρέχα για αναβολή πριν καν μπει η Μεγάλη Δευτέρα.

Ένα είδος Σίντλερ

Κάθε φορά που στις ειδήσεις βλέπω αυτά τα τηλεοπτικά πλάνα με τους φαντάρους δίπλα στα κοκορέτσια και τους επίσημους να περιφέρονται σαν να είναι στον κήπο του σπιτιού τους θυμάμαι τα δικά μου – χωρίς καμία δόση νοσταλγίας. Στους δεκαοκτώ μήνες που υπηρέτησα, (δώδεκα από αυτούς στον Εβρο…), πέρασα εντός του στρατοπέδου μόνο ένα Πάσχα – δεύτερο ευτυχώς δεν μου έτυχε. Ημουν την εβδομάδα των Παθών (του στρατοπέδου) όργανο υπηρεσίας – και την πέρασα παριστάνοντας ένα είδος Σίλντερ, που προσπαθούσε να σώσει φαντάρους, που θύμιζαν αιχμαλώτους πολέμου, από αγγαρείες, που δεν είχαν κανένα απολύτως νόημα. Δεν κάνω τον καλό: απλά σιχαίνομαι αυτό το είδος της ανοησίας, που σκοπό έχει την ταλαιπωρία των ανθρώπων και τίποτα άλλο. Ακόμα θυμάμαι τον χωρίς βύσμα ταλαίπωρο φαντάρο να ζει μια εβδομάδα μέσα στις λάσπες προσπαθώντας να βγάλει με καλέμι το χώμα από τις ερπύστριες των μηχανοκίνητων για να λάμπουν την μέρα και την ώρα που θα περάσουν οι επίσημοι: «λοχία το μόνο μου βύσμα στο στρατό είσαι εσύ» μου χε πει μια φορά ένας ωραίος τύπος από την Καλαμάτα, τον οποίο είχα στείλει για πρωϊνή σκοπιά για να τον γλυτώσω από τα χειρότερα. Όταν κάνεις Πάσχα στο στρατό η σκοπιά είναι ευτυχία: περνάς δυο ώρες ήσυχος, χωρίς κάποιον να σου θυμίζει τι έχεις ακόμα να κάνεις κι έχεις πάντα να κάνεις πολλά. Ακόμα δεν έχω ξεχάσει ότι οι σκούπες ήταν στο στρατόπεδο εκείνες τις μέρες περισσότερες από τα όπλα και τα πυρομαχικά και ότι προσπαθούσαμε με αυτές να καθαρίσουμε όχι μόνο το στρατόπεδο, αλλά και τον δρόμο που σε αυτό οδηγούσε και που σημειωτέον ήταν χωματόδρομος! Ακόμα και τα φύλα των δέντρων θα μας έβαζαν να γυαλίσουμε – ίσως να το είχαμε κάνει κι αυτό και να μην το θυμάμαι.

Λιγότεροι από τους απαραίτητους

Θυμάμαι πάντως ότι όλοι τρέχαμε, συνήθως άνευ λόγου – απλά για να χαίρονται οι ανώτεροι για την πασχαλιάτικη προετοιμασία. Οι μισοί είχαν φύγει με άδειες κι όσοι είχαμε απομείνει πίσω ήμασταν σταθερά λιγότεροι από τους απαραίτητους που η περίσταση απαιτούσε. Οσοι δεν είχαν την ατυχία να καθαρίζουν δρόμους και άρματα, έλειωναν στις οπλοασκήσεις, αφού έπρεπε το στρατόπεδο να στείλει αγήματα σε όλες τις εκκλησίες της περιοχής, που ήταν αμέτρητες. Ενας δόκιμος έδινε παραγγέλματα και τα «επ’ ώμου» δίνανε και παίρνανε κάτω από το λιοπύρι. Της γης οι κολασμένοι κατέληγαν στα μαγειρεία για να καθαρίσουν τόνους από πατάτες, να τρίβουν πάγκους που δεν καθάριζαν ποτέ και να προετοιμάσουν τα τραπέζια της Μεγάλης Εβδομάδας, που ακολουθούσαν αυστηρά το πρωτόκολλο της νηστείας. Την Μεγάλη Παρασκευή τρώγαμε φασόλια άσπρα κι αλάδωτα, που το μόνο που προκαλούσαν ήταν υπερωρίες σε όσους έπρεπε να καθαρίσουν τουαλέτες πασχαλιάτικα: συνήθως αυτές χρειάζονταν απόφραξη. Αλλά και την Κυριακή του Πάσχα αρνιά, κοκορέτσια και κατσίκια ήταν κυρίως για τους επίσημους. Το πόσοι επίσημοι υπάρχουν στα στρατόπεδα τη μέρα του Πάσχα είναι μια πονεμένη ιστορία. Βαθμοφόροι, υπουργοί και υφυπουργοί, τοπικοί βουλευτές και πολιτευτές, τοπικοί δήμαρχοι και κοινοτάρχες, απόστρατοι αξιωματικοί, δεσπότες και παπάδες είχαν όλοι κάτι να πουν και κάποιο λόγο να βγάλουν: η παραγωγή μπούρδας χτυπάει κόκκινο κι εσύ πρέπει να είσαι σοβαρός και να τους ακούς όλους, κατανοώντας τη σημαντικότητα του ρόλου τους, που ούτε καν γνώριζες. Τον μόνο που ξέρεις και περιμένεις είναι τον φοβερό ταξίαρχο, που συνήθως είναι ένας κοντός και νευρικός τύπος, που τρέμουν οι στρατοπεδάρχες και οι διοικητές: το ότι μια δική σου κουταμάρα μπορεί να έχει αποτέλεσμα να τους κατσαδιάσει είναι πάντα κάτι που σε διασκέδαζε – άλλο αν την μέρα αυτή περιθώριο για διασκέδαση δεν υπάρχει. Επρεπε να είσαι «γυαλισμένος» και «σιδερωμένος» και «τζετ» - ένας φαντάρος που βγήκε από κάποια βιτρίνα: ψεύτικος και κατά παραγγελία που έχει περάσει επτά μέρες στρατιωτικής επιθεώρησης. Η στρατιωτική σου ικανότητα, όταν περνάς Πάσχα στον ελληνικό στρατό, είναι ανάλογη με την γυαλάδα της αρβύλας. Ακόμα κι αν όπλο δεν έχεις πιάσει στα χέρια σου, αν η αρβύλα λάμπει είσαι για τον διοικητή σου ο Ράμπο.

Την Κυριακή, μετά από μια ώρα πλακώνουν οι κάτοικοι των γύρω χωριών, καλοί κι ωραίοι άνθρωποι, που φέρνουν συνήθως και κρασιά ή γλυκά και χαίρονται με το στράτευμα, που σε όλο αυτό το πανηγύρι λειτουργεί σαν υπηρετικό προσωπικό: είσαι σερβιτόρος, ψήστης, λατζέρης, παπατοκαθαριστής, σαλατοκόφτης και συνήθως νηστικός. «Ηθικό ακμαιότατο» φωνάζαμε το πρωί στην αναφορά κι ας είχαμε μαζέψει στο διάστημα της προετοιμασίας για την Ανάσταση πέντε στερήσεις εξόδου και δέκα μέρες φυλακή ο καθένας.

Η αγία λούφα

Κάθε μέρα τέτοια μέρα σκέφτομαι τους φαντάρους που κάνουν Πάσχα στο στρατόπεδο. Κάν’ τε υπομονή θέλω να τους πω: μέρα που περνάει δεν ξαναπερνάει – του χρόνου θα είσαστε σπίτια σας. Θα σας έχουν μείνει φιλίες υπέροχες, αστεία με τα οποία κάποια μέρα θα γελάτε μόνοι μας, στιγμές πεταμένου χρόνου που δεν θα ξεχάσετε ακόμα κι αν το θέλετε. Κι αν έχετε καταφέρει αυτές τις μέρες του πανικού να λουφάρετε, θα την θυμόσαστε αυτή τη λούφα σαν μια στιγμή ευτυχίας. Γιατί όλους αυτές τις άγιες μέρες μας ένωσε κάποτε το όραμα της «αγίας λούφας» - η στιγμή που θα καταφέρουμε να ξεγλιστρήσουμε από την προσοχή των ανωτέρων και να την πέσουμε όπου βρούμε. Οποιος πασχαλιάτικα λούφαρε ήταν ένας ήρωας: θα μπορούσαμε να κάνουμε και ειδικές οπλοασκήσεις για χάρη του. Η απόλυτη λούφα ήταν να σε έχει διαλέξει κάποιος τοπικός παππάς να πας να ψάλεις –μπορεί να έπαιρνες μέχρι και τιμητική. Θα πήγαινα να το κάνω κι εγώ, αν δεν ήταν σφηνωμένο στο θολωμένο μυαλό μου πως έπρεπε να φωνάζω «δικός σας» σαν τον Λευτέρη Πανταζή, μετά από κάθε «Λυτρωτά ο Θεός ευλογητός ει». Το εκκλησίασμα θα το χαιρόταν. Ο ταξίαρχος μάλλον όχι.