Δεν αποτελεί κάποια παγκόσμια μόδα, αλλά συμβαίνει: την χρονιά που έφυγε είδαμε στα σινεμά περισσότερες βιογραφίες μουσικών (τραγουδιστών κι όχι μόνο) από ποτέ. Είναι λογικό. Οι παραγωγοί πιστεύουν πως το κοινό θα τρέξει στις αίθουσες να ξαναθυμηθεί τους λόγους που αγάπησε τον ήρωα που βιογραφείται ή θα πάει από περιέργεια να δει τον λόγο που αυτόν τον λάτρευε τόσο ο πατέρας του ή η μητέρα του. Κάπως έτσι ο Ντάνι Μπόιλ ετοιμάζει τέσσερις ταινίες για τους Μπιτλς: μια για τον καθένα. Και κάπως έτσι έσωσε τα ελληνικά σινεμά από πρόωρο κλείσιμο η ταινία του Γιώργου Τσεμπερόπουλου για τον Στέλιο Καζαντζίδη. Το «Υπάρχω» θύμισε σε κάποιες χιλιάδες ανθρώπους ότι είναι άλλο το σινεμά κι άλλο οι τηλεοπτικές πλατφόρμες. Και μπορεί να κάνει κι ένα εκατομμύρια εισιτήρια για δύο απλούς λόγους. Ο πρώτος είναι είναι ότι αντιμετώπισε τον Στέλιο που έγινε Καζαντζίδης με σεβασμό και για τους δυο. Κι ο δεύτερος γιατί είναι μια κανονική ταινία με σκηνοθέτη, σεναριογράφο και κυρίως παραγωγό – πράγμα σπάνιο στο ελληνικό σινεμά.
Μια παλιά ιδέα
Η ιδέα να γίνει μια ταινία για τον Καζαντζίδη ήταν πολύ παλιά: υπήρχαν βιβλία για να στηριχθεί το σενάριο, μια δισκογραφία γεμάτη από επιτυχίες που όλοι τραγουδούν κι ένας μύθος – ή για την ακρίβεια μια σειρά από μύθοι. Το μεγάλο πρόβλημα στην εξιστόρηση του Καζαντζίδη ήταν η ίδια η πολυπλοκότητα του ήρωα: είναι εκπρόσωπος δυο τουλάχιστον γεμάτων από γεγονότα εποχών – η παρακμή του έχει ιστορίες εξίσου εντυπωσιακές με αυτές των ημερών των θριάμβων του. Οι έρωτές του ήταν εντυπωσιακοί όσο και οι καυγάδες του, οι αποφάσεις του ήταν όλες παρορμητικές και για αυτό πολύ προσωπικές και δύσκολο να εξηγηθούν, το σουξέ του γιγάντιο, αλλά τόσο υπερβολικό που στους νεότερους μοιάζει ακατανόητο, όπως περίπου η πίστη των φανατικών σε διάφορους προφήτες. Είναι αδύνατο να καταλήξει κανείς στο τι είναι πιο σημαντικό να φωτίσει και τι να αφήσει στην άκρη. Εκτός αν κάνει πυξίδα του τον σεβασμό, όπως έκαναν η σεναριογράφος Κατερίνα Μπέη, ο σκηνοθέτης Γιώργος Τσεμπερόπουλος και αυτός που θα σήκωνε το σταυρό του μαρτυρίου της απόδοσης του ρόλου, δηλαδή ο Χρήστος Μάστορας.
Και οι τρεις αντιμετώπισαν την αποστολή με σκοπό να κάνουν κατανοητό στους νεότερους το σουξέ του Καζαντζίδη και να το υπενθυμίσουν στους παλιότερους. Χωρίς διδακτισμό και χωρίς πολλά φτιασιδώματα, αλλά με μια ειλικρινή αγάπη – αγάπη κυρίως για την ιστορία που χρειάστηκε να αφηγηθούν – οι συντελεστές της έφτιαξαν μια ταινία που εξιστορεί το τεράστιο σουξέ του Καζαντζίδη. Κι όχι ακριβώς τον ίδιο.
Αυτόν που θα ήθελε να δει
Ο Τσεμπερόπουλος έχει καθοριστική συμβολή στην αναπαράσταση της εποχής και στην ξεκούραστη κι απαλλαγμένη από υπερβολές αφήγηση της ιστορίας. Αυτή γίνεται με μια σειρά από διαδοχικά και ολοκληρωμένα κεφάλαια: η ταινία κυλάει σαν ο σκηνοθέτης να σε έχει πάρει από το χέρι και να σε πάει ένα μικρό ταξίδι στο χρόνο. Η Μπέη έχτισε με ξεχωριστή φροντίδα τους απαραίτητους γυναικείους χαρακτήρες (που θα υποδύονταν ηθοποιοί), απλοποίησε τον ρόλο του Καζαντζίδη ώστε να βοηθήσει τον Μάστορα που δεν είναι ηθοποιός κι έγραψε διαλόγους που παραπέμπουν λίγο στην γλώσσα της Φίνος Φιλμ, που είναι οικεία στο μεγάλο κοινό στο οποίο η ταινία απευθύνεται. Κι ο Μάστορας αποδείχτηκε αντάξιος της δυσκολίας γιατί λειτούργησε πιο πολύ ως τραγουδιστής παρά ως ηθοποιός: λάμπει στο πάλκο, σε πείθει ότι οι δισκογραφικές εταιρίες είναι και προσωπικό του πρόβλημα και νιώθεις πως έχει κι ο ίδιος ερωτευτεί τραγουδίστριες. Όμως το πιο σημαντικό είναι ότι η ταινία διαθέτει παραγωγό, δηλαδή κάποιον που έχει ζητήσει μια ταινία που θα φέρει εισιτήρια: ο Διονύσης Σαμιώτης και η Tanweer Productions δίνουν στο κοινό ένα Καζαντζίδη γλυκό, ανθρώπινο και συμπαθή – αυτόν που θα ήθελε να δει. Είναι πραγματικός αυτός ο Καζαντζίδης; Δεν έχει την παραμικρή σημασία: για σινεμά πρόκειται. Και μάλιστα για ελληνικό σινεμά – αν δει την ταινία ένας ξένος δύσκολα θα καταλάβει το παραμικρό, ωστόσο δεν το βρίσκω κακό.
Σαφώς η πιο έξυπνη επιλογή των παραγωγών είναι ότι η ταινία ολοκληρώνεται σε μια στιγμή που το άστρο του Καζαντζίδη λάμπει και δεν έχει αναλάβει ο ίδιος να το σκουρύνει, όπως συνέβη αργότερα: από την στιγμή που η ταινία επί της ουσίας ολοκληρώνεται στο 1975 όταν κυκλοφορεί το «Υπάρχω» (που ορθώς προβάλλεται ως ένα είδος «Μy way» του Καζαντζίδη) δεν υπάρχει αναφορά στα πολλά που ακολούθησαν. Και τα οποία ισορροπούν ανάμεσα στην αυτοκταστροφή και το παράπονο, αλλά δεν είναι απαραίτητο να γίνουν και μέρος μιας ταινίας.
Μερικές ενστάσεις
Το σινεμά είναι λαϊκή διασκέδαση, όχι φορέας ιστορικής αποκατάστασης ή αποκαθήλωσης. Για αυτό και βρήκα κομμάτι κωμικές τις συζητήσεις που ακολούθησαν την κυκλοφορία της ταινίας: το «Υπάρχω» είναι απλό, έντιμο, λαϊκό σινεμά. Ούτε ντοκιμαντέρ, ούτε προσπάθεια ανάγνωσης του Καζαντζίδη.
Φυσικά έχω και κάμποσες ενστάσεις. Ομολογώ πως παρά την μεγάλη έκταση της ταινίας δεν είδα να παρουσιάζεται η δημοφιλία του Καζαντζίδη στο γιγάντιο κι απόλυτο μέγεθός της. Μου φάνηκε ότι είδα περισσότερο Στέλιο και λιγότερο Καζαντζίδη – το πράγμα κύλησε προς το ψυχογράφημα, αλλά αυτός που ψυχογραφήθηκε μοιάζει πιο πολύ με ένα καλλιτέχνη του σήμερα. Είναι δύστροπος και λίγο κακομαθημένος δηλαδή και μοιάζει λιγότερο με λαϊκό παιδί του ΄60, που δεν αντέχει το βάρος της επιτυχίας. Το ψυχογράφημα υπήρξε κομμάτι ελλιπές, αφού δεν μας δείχνει πόσο υπέφερε ο Καζαντζίδης τον χωρισμό του από την Μαρινέλα και δεν αναφέρεται σε κακές νυχτόβιες συνήθειες όπως ο τζόγος. Για ψυχογράφημα είναι πολύ φωτεινό – ο Καζαντζίδης ήταν σαφώς πιο νουάρ προσωπικότητα κι όταν μεσουρανούσε. Είναι επίσης δύσκολο να καταλάβει κάποιος που δεν ξέρει τον Καζαντζίδη, γιατί τον διάλεξαν για ερμηνευτή τραγουδιών τους, που ελάχιστη σχέση είχαν με το ρεπερτόριο του, κολοσσοί όπως ο Μίκης Θεοδωράκης και ο Μάνος Χατζηδάκις, ενώ δεν αναφέρονται σχεδόν καθόλου τα αποτυχημένα του επιχειρηματικά σχέδια, όπως οι δουλειές που επιχείρησε να κάνει στην Αμερική πχ κι άλλα πολλά. Αλλά σε αυτό το σημείο κάνω κι εγώ το ίδιο λάθος που κάνουν κι άλλοι πολλοί: παρασύρομαι από το εύρος της προσωπικότητας του Καζαντζίδη και ξεχνάω πως έχουμε να κάνουμε με μια ταινία. Κι επιστρέφοντας στα συγκαλά μου λέω πως ακριβώς επειδή καμία ταινία δεν θα μπορούσε να αφηγηθεί το σύμπαν του Καζαντζίδη, εντός του οποίου ο ίδιος υπήρξε μοναδικός κι απόλυτος ήρωας, για αυτό κυρίως τον λόγο η ταινία είναι καλή: το κοινό κατάλαβε την δυσκολία της αφήγησης και αγάπησε την προσπάθεια, παρακινημένο και από την δύναμη των τραγουδιών που αποδεικνύονται κομμάτι ανώτερα κι από τον ερμηνευτή τους. Ο κόσμος δεν ακούει τον Καζαντζίδη: τον Μάστορα ακούει. Αλλά τραγουδάει.
Το υπέροχο ανεξήγητο
Πολύ καλές όλες οι γυναίκες που εμφανίζονται: η ταλαντούχα Ασημένια Βουλιώτη ως Μαρινέλα είναι καλύτερη από όλες, αλλά και η Κλέλια Ρενέση ως Καίτη Γκρέι και η Αγορίτσα Οικονόμου ως κυρά Γεσθημανή είναι πάνω από το μέσο όρο. Πολλοί συγκρίνουν την ταινία με την «Ευτυχία», την βιογραφία της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου που είναι αποτέλεσμα της ίδιας εταιρίας παραγωγής: η «Ευτυχία» είχε ένα πλήθος από σεναριακές και σκηνοθετικές ευκολίες – δεν μου χε αρέσει γιατί σχεδόν εκβίαζε την συμπάθεια και την συμπόνια για μια ηρωίδα που από αυτά δεν είχε την παραμικρή ανάγκη. Το «Υπάρχω» είναι πιο τίμιο: ήρθε να μας υπενθυμίσει απλά πως ο Καζαντζίδης, χάρη στα τραγούδια του, παραμένει ένα ελληνικό κοινωνικό φαινόμενο. Δεν μας εξήγησε το γιατί, αλλά είναι και δύσκολο να υπάρχει εξήγηση. Η αγάπη άλλωστε παραμένει επί της ουσίας κάτι το ανεξήγητο: και ο Στέλιος που αυτό το έμαθε και ο Καζαντζίδης που αυτό το τραγούδησε είναι στην ταινία κάτι σαν θύματα αυτού του υπέροχου ανεξήγητου…