Τα παιδιά των κινητών

Τα παιδιά των κινητών


Ποτέ δεν ήταν του γούστου μου οι μαθητικές παρελάσεις. Τα τελευταία χρόνια όμως ρίχνω μια ματιά στην τηλεόραση για να δω τα παιδιά. Δηλαδή να δω τα παιδιά με τις στολές τους, την δυναμική τους παρουσία και την εορταστική λαμπρότητα τους. Όπως δηλαδή δεν τα βλέπω σχεδόν ποτέ κάθε μέρα.  

Εδώ και κάμποσα χρόνια έχω την τύχη να πίνω το πρωινό μου ρόφημα λίγο πριν την έναρξη της δουλειάς σε ένα καφέ που βρίσκεται απέναντι από ένα σχολείο – γυμνάσιο, λύκειο. Θέλοντας και μη έχω δει εκατοντάδες παιδιά –  όλα στην περίφημη εφηβική ηλικία από την οποία πέρασα φυσικά κι εγώ χωρίς να την θυμάμαι. Ομολογώ ότι όλα αυτά τα χρόνια λίγα παιδιά μου έχουν τραβήξει την προσοχή εξαιτίας κάποιας απρεπούς συμπεριφοράς. Δεν κάνουν καν κάποια τεράστια φασαρία – σίγουρα στα εφηβικά μου χρόνια εγώ ήμουν περισσότερο φωνακλάς, γκρινιάρης και στριφνός. Εχουν όμως κάποια παράξενα χαρακτηριστικά τα σημερινά παιδιά – για παράδειγμα τα πιο πολλά επιδιώκουν να μοιάζουν πολύ. Φοράνε μαύρα ρούχα – κι αυτό δεν είναι παράξενο αφού το χρώμα είναι της ηλικίας. Φοράνε όμως τα πιο πολλά κουκούλες – αγόρια και κορίτσια. Τις φοράνε και τον χειμώνα και το καλοκαίρι σαν από κάποιους ή από κάτι να κρύβονται.

Είναι δύσκολο να δεις κάποιο παιδί να κυκλοφορά μόνο του κι αυτό δεν είναι κακό. Αλλά οι παρέες έχουν κάτι το ομοιόμορφο: υπάρχει πχ πάντα ένας πιο μεγάλος και σίγουρα δυο τρεις πολύ μικρότεροι που συμπεριφέρονται σαν να είναι υποτακτικοί. Όχι δεν υπάρχουν φωνές: αρκούν τα νεύματα. Υπάρχουν επίσης κοινοί κώδικες – πρώτα από όλα η γλώσσα. Είναι μια γλώσσα σε μένα ακατανόητη, ένα μείγμα λέξεων ξενικών, προσαρμοσμένων στα ελληνικά, που χρησιμοποιούνται για να υπάρξει σύνθεση ιδιωματικών φράσεων, που είναι αδύνατο να τις καταλάβεις χωρίς λυσάρι. Ακούω για «ποζεράδες», για «μποχλάδες», για «βλάκατρον». Για καθηγητές που έπαθαν «ντελούλου». Για ένα σπίτι «που δεν κάνει για τσιλ». Και άλλα πολλά. Ολοι οι ήρωές μου ακούνε τραπ. Και νομίζω πως κανείς τους δεν βλέπει τηλεόραση. Τι να την κάνουν; Ολοι έχουν κινητό τηλέφωνο. Ένα «σούπερ μπιμπλίκι 4G» όπως λένε. Αυτό νομίζω μεγαλώνει αυτά τα παιδιά.

Οι διαφορές ανάμεσα σε μικρούς και μεγάλους (ή ανάμεσα στους έφηβους και στους μπαμπάδες και τους φίλους των μπαμπάδων τους) ήταν πάντα υπαρκτές. Και έτσι έπρεπε να συμβαίνει. Θυμάμαι χρόνια πριν σε μια αμερικάνικη κωμωδία του συρμού, από αυτές που κάθε χιουμοριστική ατάκα των πρωταγωνιστών υπογραμμίζεται με χάχανα, το βασικό κωμικό εύρημα ήταν ότι στο εσωτερικό μιας οικογένειας ο γιός, το ρόλο του οποίου ενσάρκωνε ο Μάικ Τζέιμς Φόξ, ήταν συντηρητικός και μετρημένος με όνειρο να δουλέψει στη Γουολ Στριπ και οι γονείς του δυο γεροχίπιδες στο μυαλό, που είχαν μείνει στην εποχή των λουλουδιών. Εμοιαζε κωμωδία αλλά δεν ήταν. Αν έβλεπες δυο τρία επεισόδια, στο επόμενο, το πράγμα σου προκαλούσε όχι απορία αλλά δυσθυμία: αν οι γονείς ήταν γελοίοι, αρνούμενοι να μεγαλώσουν, ο μικρός ήταν για να τον παρακολουθήσει ψυχολόγος – ένα προβληματικό μικρομέγαλο χωρίς παιδική ηλικία. Πάντα έλεγα ευτυχώς που είχαμε να κάνουμε με κωμική σειρά κι ας μην γελούσα.

Οι έφηβοι πρέπει να είναι έφηβοι με όλα τα χαρακτηριστικά τους: πρέπει να είναι αντισυμβατικοί, να έχουν το στυλ τους, να μιλάνε τη γλώσσα τους, να ακούνε τα τραγούδια τους και να βλέπουν στο σινεμά τα έργα τους – όλα τα δικά μας (ρούχα, γλώσσα, ταινίες και τραγούδια) έχουν χρόνο να τα ανακαλύψουν. Η μόνη ερώτηση είναι ποιος αυτά τα παιδιά τα μεγαλώνει πια.

Η ερώτηση είναι πολύ παλιά – όσο παλιά είναι και η παρατήρηση πως τα νέα παιδιά μοιάζουν όλα σαν να έρχονται από ένα διαφορετικό πλανήτη. Θυμάμαι πως η ερώτηση αυτή γινόταν και στα δικά μου παιδικά χρόνια, αλλά ακόμα πιο πολύ μετά τα 90’ς. Οσο έμενε πίσω η μαγική δεκαετία του ’60, δηλαδή η δεκαετία της αμφισβήτησης που είχε πρωταγωνιστές τους μεγάλους που όταν ήμασταν μικροί μας έμοιαζαν πάντα παιδιά, τόσο οι μεγάλοι ανησυχούσαν με τις συμπεριφορές αμφισβήτησης των μικρών. Δεν ήταν τα μαλλιά ή τα σκουλαρίκια ή τα σχισμένα παντελόνια το πρόβλημα: ήταν το ό,τι πολλοί έβλεπαν στις εφηβικές συμπεριφορές, συμπεριφορές παιδιών που μεγάλωναν χωρίς κάποιου είδους καθοδήγηση. Θυμάμαι για χρόνια διάφορους να χρησιμοποιούν τις εφηβικές διαφοροποιήσεις ως απόδειξη ότι η οικογένεια δεν ανταποκρίνεται πια στον παιδαγωγικό ρόλο που πρέπει να έχει. Και θυμάμαι σχεδόν πάντα το σχολείο, οι δάσκαλοι και οι καθηγητές, να βρίσκονται στο ειδώλιο του κατηγορούμενου και να τους χρεώνεται η έλλειψη παιδείας των εφήβων καθώς πάντα μπερδεύουμε την παιδεία με την ανατροφή. Κάτι τέτοια ακούστηκαν και πριν λίγες μετά τα θλιβερά γεγονότα της Θεσσαλονίκης, όταν μια παρέα εφήβων αντιμετώπισε με αληθινά ελεεινό τρόπο δυο τραβεστί στο κέντρο της πόλης. Πολύ φοβάμαι πως όσοι τα λένε δεν ξέρουν πως μεγαλώνουν σήμερα τα παιδιά.

 https://www.imconstantias.org.cy/wp-content/uploads/2020/06/efivoi.jpg 

Δεν θυμάμαι ποιες ακριβώς ήταν οι ευθύνες που αποδίδονταν σε μαμάδες και μπαμπάδες για την έλλειψη αγωγής και δεν ξέρω πως άραγε προσδοκούσαν πως θα επηρεάσουν τα παιδιά, όσοι πόνταραν στη δουλειά καθηγητών και δασκάλων. Ξέρω όμως ότι τα παιδιά του καιρού μας τα μεγαλώνει το κινητό τηλέφωνο και το τάμπλετ, τα βίντεο του Youtube και το Tik Tok. Με αυτά τα βίντεο τα παιδιά μεγαλώνουν και με αυτά κολλάνε. Σε αυτά ανακαλύπτουν τις παράξενες λέξεις που συνθέτουν την ακατανόητη γλώσσα τους. Σε αυτά βρίσκουν τα τραγούδια που ακούνε και που τα ραδιόφωνα των μεγάλων δεν μεταδίδουν. Σε αυτά ανακαλύπτουν ιστορίες με πρωταγωνιστές που τους φαίνονται διασκεδαστικοί – ιστορίες που, αν στους μεγάλους προκαλούν θλίψη, σε αυτά προκαλούν ενδιαφέρον. Το ενδιαφέρον συχνά σε οδηγεί σε μιμήσεις: ό,τι βρίσκεις αστείο μπορεί να σκεφτείς να το επαναλάβεις.

Δεν είναι ούτε τηλέφωνα, ούτε τάμπλετ αυτά που οι έφηβοι του καιρού μας κρατάνε στα χέρια τους: είναι αληθινοί οδηγοί συμπεριφοράς. Σε αυτά βρίσκουν ό,τι θέλουν να κοπιάρουν, ό,τι τους φαίνεται διαφορετικό από τον βαρετό κόσμο των μεγάλων, ό,τι τους είναι χρήσιμο για να δείξουν πως είναι κάτι άλλο από τους «ποζεράδες» γονείς τους και από τους «ντελούλου» καθηγητές. Σε αυτά νομίζουν πως έχουν βρει όχι μόνο ένα αληθινό κόσμο που οι μεγάλοι τους κρύβουν, αλλά και τον κόσμο τον δικό τους – αυτόν που θα φτιάξουν. Το ό,τι η παρουσία μας σε αυτόν δεν προβλέπεται είναι το λιγότερο. Το χειρότερο είναι πως δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα για να τους πείσουμε πως το πράγμα δεν είναι έτσι. Έχουμε χάσει το παιγνίδι. Ας κάνουμε ένα βίντεο στο Tik Tok να το παραδεχτούμε. Μπορεί εμείς να μην μιλάμε την γλώσσα τους, αυτοί όμως καταλαβαίνουν την δική μας.    

(Βημαγκαζίνο Μαρτιος του 2024)