O θάνατος του Τζιν Χάκμαν και της γυναίκας του στο Σαντα Φε του Νέου Μεξικού έχει κάτι το κινηματογραφικό – τραγική ειρωνεία, αλλά όλοι το σκέφτηκαν όταν το έμαθαν. Ο Γιουτζίν Άλεν Χάκμαν, γνωστός ως Τζιν υπήρξε σπουδαίο Αμερικανός ηθοποιός. Όχι τυχαία τιμήθηκε δυο φορές με Όσκαρ ενώ ήταν συνολικά πέντε φορές υποψήφιος. Όπως όλοι οι αληθινά μεγάλοι Αμερικάνοι ηθοποιοί ήδη από τη δεκαετία του 1960, ο Χάκμαν αγαπούσε τις μεταμορφώσεις και τους διαφορετικούς ρόλους. Επαιξε πανεύκολα τον ρόλο του κακού, του διεφθαρμένου, του αδίστακτου, του ανήθικου και το έκανε με ένα σαρκασμό σχεδόν κυνικό: το δυνατό, αλλά ταυτόχρονα ειρωνικό βλέμμα του έδινε σε αυτούς τους ρόλους ένα πειστικό ρεαλισμό. Και την ίδια στιγμή μπορούσε να παίξει και τον καλό Αμερικάνο, τον τύπο που κάνει την δουλειά του, τον αστυνομικό που είναι και θεματοφύλακας μιας ηθικής.
Τεράστια η γκάμα του
Η ερμηνευτική γκάμα του Χάκμαν υπήρξε τεράστια. Οποιος τον έχει δει τον θυμάται σαν τον ψυχρό και νευρικό Υπουργό Άμυνας στο No Way Out, σαν περιφρονητικό δικηγόρο αληθινό χειραγωγό των ενόρκων στο The Jury (2003), σαν κυνικό πρόεδρος των ΗΠΑ στο Absolute Power (1997), σαν ο αστυνομικός που ισορροπεί μεταξύ του υποκόσμου και της δικαιοσύνης στο The French Connection, σαν ασυμβίβαστο σερίφης στο Little Bill Dagget in Unforgi, σαν τον χειρότερο Λεξ Λούθερ που θα μπορούσε να βρει απέναντί του ο Σουπερμαν. Λιγότεροι ίσως τον θυμούνται σαν αριβίστα πολιτικό στο The Birdcage ή σαν ιδιότροπο πατέρα στο The Royal Tenenbaums. Η τελευταία του ερμηνεία ήταν το 2004 στην ταινία «Δύο υποψήφιοι για μια θέση»: την έκανε κι ένα χρόνο αργότερα ανακοίνωσε την αποχώρησή του από τη μεγάλη σκηνή χωρίς τυμπανοκρουσίες.
Γιος της Λίντα Γκρεί και του Γιουτζόν Αζρα Χάκμαν, ο μικρός Τζον δεν τα καλύτερα παιδικά χρόνια. Η οικογένεια Χάκμαν τριγυρνούσε την Αμερική μέχρι που κατέληξε στο Ντάνβιλ του Ιλινόις, στο σπίτι της γιαγιάς της μητέρας του, όχι όμως για να βρει σε αυτό την ευτυχία αλλά για να δυαλυθεί. Οι γονείς του χώρισαν όταν ήταν 13 ετών. Η μητέρα του πέθανε το 1962 επειδή το κρεβάτι στο οποίο κάπνιζε πήρε φωτιά. Αυτός και ο αδερφός του Ρίτσαρντς έπρεπε κάτι να κάνουν: ο πατέρας τους ποτέ δεν ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα. Στα 17 του ο Χακμαν κατατάχθηκε στους πεζοναύτες, όπου υπηρέτησε ως ασυρματιστής για τεσσεράμισι χρόνια και στη συνέχεια βρέθηκε στη Νέα Υόρκη, πόλη ιδανική για όποιον ήθελε να κάνει περίεργες δουλειές. Αφού δούλεψε λίγο σαν δημοσιογράφος, αποφάσισε να γίνει ηθοποιός σε ηλικία 22 ετών. Τον ενθάρρυνε για αυτό η πρώτη γυναίκα που παντρεύτηκε η Φαίη Μαλτέζ και τον έπεισε να πάει στο Λος Αντζελες, την πόλη των ευκαιριών. «Για κάποιο λόγο που ποτέ δεν κατάλαβα ή φάτσα μου κολλούσε παντού» είχε πει πριν χρόνια σε μια συνέντευξή του στο Variety. Εχει δίκιο: στα πρώτα χρόνια της καριέρας του εμφανίζεται εκεί που δεν τον περιμένεις - σε μιούζικαλ και τηλεοπτικά σήριαλ κάνει δεύτερους ρόλους που όμως του δίνουν την δυνατότητα να ξεχωρίσει γρήγορα. Ο πρώτος του σημαντικός ρόλος ήταν στο Lilith: Mighty Aphrodite, το 1964), με τον Γουόρεν Μπίτι πρωταγωνιστή. Τρία μόλις χρόνια αργότερα για την συμμετοχή του στο Gangster Story, ο Χάκμαν κέρδισε την πρώτη του υποψηφιότητα για Όσκαρ δεύτερου ρόλου. Το 1970 θα ρθει και η δεύτερη υποψηφιότητα του για το ίδιο βραβείο αυτή τη φορά για το Ring of Blood, όπου εμφανίζεται στο πλευρό του Μέλβιλ Ντάγκλας. Ο δρόμος για την τεράστια επιτυχία είναι πλέον ανοιχτός κι αυτή θα ρθει χάρη στην ερμηνεία του του αντισυμβατικού αστυνομικού Τζίμι «Ποπάι» Ντόιλ στο The French Connection: πρωταγωνιστεί δίπλα στον Ρόι Σάιντερ αλλά τα βλέμμα είναι όλα πάνω του. Όταν λίγους μήνες μετά ο Χάκμαν κερδίζει το πρώτο του Όσκαρ Α' Ανδρικού Ρόλου κανείς δεν θα κάνει λόγο για έκπληξη: είναι πια ένας από τους καλύτερους ηθοποιούς της εποχής. Αυτό το Οσκαρ θα του δώσει το ρόλο για τον μεγαλύτερο ρόλο της καριέρα του. Ο Φράνσις Φόρντ Κόπολα θα τον διαλέξει ως πρωταγωνιστή στην «Συνομιλία». Είμαστε στο 1974. Η ερμηνεία του ως ντετέκτιβ Χάρι Κολ είναι επική. Ακόμα σήμερα θα πρεπε να γίνεται μάθημα στις σχολές υποκριτικής. Ο Χάκμαν είπε τότε πως έπαιξε το ρόλο έχοντας στο μυαλό του τον Ρίτσαρντ Νίξον. Οι Δημοκρατικοί τον αγκάλιασαν. Όταν αργότερα δήλωσε φίλος και θαυμαστής του προέδρου Ρόναλντ Ρίγκαν μάλλον θύμωσαν μαζί του. Αλλά έτσι ήταν ο Χάκμαν: απρόβλεπτος σε όλα.
Επιτυχία και πολλά όχι
Ο Χάκμαν αγαπούσε την επιτυχία. Τα δύσκολα παιδικά χρόνια του τον είχαν κάνει σκληρό διαπραγματευτή και πολλές φορές οι επιλογές του – ειδικά μετά την καθιέρωσή του – είχαν να κάνουν και με τα χρήματα: μετά το Οσκαρ έπαιξε ένα πρωταγωνιστικό ρόλο στο κάκιστο μπλοκμπάστερ «Ποσειδώνας» - είναι να αναρωτιέσαι τι κάνει εκεί. Ισως από ενοχές για αυτές τις επιλογές του ο Χάκμαν έκανε και πολλά πολύ ιδιαίτερα πράγματα: το 1974 δοκίμασε έναν από τους πιο κωμικούς ρόλους του, με ένα καμέο πέρασμα από το Young Frankenstein του Μελ Μπρουκς. Ο Χάκμαν, αγνώριστος, έπαιξε τον τυφλό ερημίτη που συνάντησε το Τέρας που έπαιζε ο Πίτερ Μπόιλ. Η σκηνή πέρασε στην ιστορία. Την επόμενη χρονιά επανέλαβε τον ρόλο του ως Ποπάι Ντόιλ στο The French Connection 2: η αμοιβή του ήταν εκείνη την χρονιά, το 1975, δηλαδή, μια από τις μεγαλύτερες Αμερικάνου ηθοποιού για συμμετοχή σε σίκουελ. Στην βιογραφία του γράφει ότι απέρριψε ρόλους που έφτιαξαν καριέρες άλλων: αρνήθηκε πχ το ρόλο του Ράντλ ΜακΚάρφι στην «Φωλιά του Κούκου» που έκανε σταρ τον Τζακ Νίκολσον, τον ρόλο του Ρον Νέρι στο Close Encounters of the Third Kind που απογείωσε τον Ρίτσαρντ Ντρέιφους ενώ ούτε ο ίδιος δεν θυμάται γιατί είπε όχι στο ρόλο του σερίφη που ταλαιπωρεί και κυνηγά τον Τζόν Ράμπο χωρίς να ξέρει που έμπλεξε την πρώτη και ομώνυμή ταινία. Η εντύπωσή μου είναι πως με τον καιρό διασκέδαζε προτιμώντας τους δεύτερους ρόλους. Επαιξε στο Reds υπο την καθοδήγηση του Γουόρεν Μπιτι, ήταν καταπληκτικός ως προπονητής στο Hoosier, και υπέροχος στο Dead End, κι αφού έκανε μια ακόμα αγαπημένη του αρπαχτή παίζοντας τον Lex Luthor στο Superman IV μας άφησε όλους άφωνους με την ερμηνεία του στο Mississippi Burning. Η ταινία γνώρισε τεράστια επιτυχία και ο Χάκμαν κέρδισε και την τέταρτη υποψηφιότητά του για Όσκαρ.
Που να ξερε…
Το 1990, ο Χάκμαν υποβλήθηκε σε εγχείρηση καρδιάς. Αυτό το πρόβλημα υγείας τον κράτησε για λίγο μακριά από τη μεγάλη οθόνη. Είχε μια εντυπωσιακή ως βίαιος σερίφη Bill Daggett στο γουέστερν Unforgiven, στο γουέστερν έπος που σκηνοθέτησε ο Κλιντ Ιστγουντ: χάρη στην ερμηνεία του σ΄ αυτόν τον ρόλο κέρδισε ένα δεύτερο Όσκαρ, αυτή τη φορά Β' Ανδρικού Ρόλου. Το 1997 δούλεψε ξανά με τον Κλιντ Ίστγουντ στο Absolute Power και μετά σιγά σιγά οι παρουσίες του λιγόστεψαν: ίσως η τελευταία μεγάλη έκπληξη που μας έκανε ήταν η ερμηνία του μπαμπά Ρόγιαλ στο The Royal Tenenbaums. Το 2006, ως καλεσμένος του Λάρι Κίνγκ, είπε αντίο σε όλα γιατί κουράστηκε.
Που να ξερε ότι ο θάνατός του θα ήταν κάτι σαν ταινία. Μια από αυτές για τις οποίες θα έλεγε όχι…