Πήγα στο σινεμά να το δω ομολογώ κομμάτι ανόρεχτα. Οι ταινίες με πρωταγωνιστές ηθοποιούς που υποδύονται δημοσιογράφους δεν μου αρέσουν – τους λόγους θα σας τους πω. Για την ταινία «Πέντε Σεπτεμβρίου» ήξερα μόνο ότι αναφέρεται στο πως η ομάδα των δημοσιογράφων του ΑΒC κάλυψε το 1972 στο Μόναχο το περίφημο τρομοκρατικό χτύπημα Παλαιστινίων και Αράβων που στοίχισε την ζωή σε μια ντουζίνα ισραηλινών αθλητών. Ακριβώς επειδή την ιστορία κομμάτι την ήξερα κι ο Στίβεν Σπίλμπεργκ με το αριστουργηματικό του «Μόναχο» έχει φροντίσει να μας μάθει και τι επακολούθησε, δηλαδή το πώς η Μοσάντ εκδικήθηκε, πίστευα πως δεν υπάρχει τίποτα που θα μπορούσε να μου προκαλέσει έκπληξη, τουλάχιστον ως προς το σενάριο. Γιατί πήγα; Γιατί εξακολουθώ να είμαι άρρωστος με το σινεμά, δηλαδή την αίθουσα. Και δεκαπέντε μέρες χωρίς να τρυπώσω σε μια από αυτές είναι λόγος δυσφορίας. Ευτυχώς που η ανάγκη αυτή με οδήγησε στο να διαλέξω αυτή την ταινία: είναι από τις περιπτώσεις που ένα τυχαίο γεγονός ανανεώνει την αγάπη σου για το σινεμά. Όχι γιατί είναι αριστούργημα, αλλά γιατί σου θυμίζει γιατί το σινεμά το αγάπησες και δεν μετάνιωσες ποτέ για αυτό μολονότι το 80% των ταινιών που βγαίνουν προσπαθούν να σε πείσουν ότι έκανες λάθος.
Κι ο Σούπερμαν είναι δημοσιογράφος
Οι ταινίες που βασίζονται σε αληθινές (ή και όχι…) δημοσιογραφικές ιστορίες μου προκαλούν συνήθως ή γέλιο (ενώ είναι δραματικές) ή δυσφορία. Το υπέροχο «All the President's Men» («Ολοι οι άνθρωποι του προέδρου») είναι η κλασική εξαίρεση και νομίζω πως είναι η πρώτη τέτοια ταινία – ή τουλάχιστον είναι αυτή που δημιούργησε το είδος. Όμως αυτή η ταινία βασιζόταν σε μια από τις πιο ενδιαφέρουσες πολιτικές ιστορίες που έχουν υπάρξει στις ΗΑΠ, είχε δυο τρομερούς πρωταγωνιστές όπως είναι ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ και ο Ντάστιν Χόφμαν και ήταν γυρισμένη από ένα σπουδαίο σκηνοθέτη όπως ο Αλαν Τζέι Πάκουλα που στην καριέρα του έκανε λίγα αλλά πολύ καλά. Ο,τι ακολούθησε, με ήρωες δημοσιογράφους, ήταν συνήθως πομπώδες και μετριότατο. Κυρίως επιτηδευμένα ηρωϊκά – μην ξεχνάμε πως κι ο Σούπερμαν δημοσιογράφος είναι και πάντα το θεωρούσα ειρωνικότατο.
Οι δημοσιογράφοι στις ταινίες μοιάζουν ντετέκτιβ, είναι όλοι ατρόμητοι, βάζουν πάντα μπροστά την δουλειά τους που είναι ένα είδος ιερής αποστολής και κατά κάποιο τρόπο στο τέλος της ταινίας γίνονται σταρ. Οι ταινίες αυτές αρέσουν για τον ίδιο παράξενο λόγο που αρέσουν και οι ταινίες με δικηγόρους - τα περίφημα «δικαστικά δράματα»: ο κόσμος βλέπει δημοσιογράφους και δικηγόρους όπως θα ήθελε να είναι κι αν του πεις πως όλο αυτό που παρακολουθεί ελάχιστη σχέση έχει με την πραγματικότητα δυσφορεί. Δεν ξέρω για τους δικηγόρους, αλλά η δουλειά των δημοσιογράφων ελάχιστη σχέση έχει με αυτή που βλέπουμε στις ταινίες κι όχι γιατί οι δημοσιογράφοι είμαστε όλοι τομάρια – η δουλειά, που στις ταινίες αυτές αποθεώνεται, δεν έχει τίποτα το συναρπαστικό: συναρπαστικές μπορεί να είναι οι ιστορίες. Οι δημοσιογράφοι στην πραγματική ζωή δεν πρωταγωνιστούν σε αυτές: απλώς τις καλύπτουν. Μπορεί να βρουν τον μπελά τους ή μπορεί να κάνουν μια επιτυχία αλλά ποτέ δεν έχουν μεγαλύτερο ενδιαφέρον από τους πρωταγωνιστές (καλούς ή συνηθέστερα κακούς) των ιστοριών με τις οποίες ασχολούνται – όταν το νομίζουν είναι απλώς νούμερα. Αυτή ηρωοποίηση μιας δουλειάς που γίνεται συνήθως σε γραφεία γεμάτα από κάπνα και στα οποία μόνο ήρωες δεν συναντάς, δεν μου επέτρεπε να πάρω καμία τέτοια ταινία στα σοβαρά: τουλάχιστον οι ταινίες με δικηγόρους έχουν μια κορύφωση που είναι η απόφαση του δικαστηρίου. Ταινίες όπως το The Post, το Τhe Spotlight, το Shattered Glass (όπου ο πρωταγωνιστής δημοσιογράφος είναι κακός…), το She Said, το εγγλέζικο The Scoop με έκαναν μόνο να γελάω για τους καρτουνίστικους πρωταγωνιστές τους, μερικοί από τους οποίους είναι μια χαρά ηθοποιοί. Όλα αυτά τα σκεφτόμουν ενώ το «Πέντε Σεπτεμβρίου» με άφηνε με ανοιχτό το στόμα.
Αγωνία και προσπάθεια
Η ταινία δεν έχει σχεδόν καθόλου πολιτική – είτε με την στενή, είτε με τη γενική έννοια του όρου. Το ίδιο το δραματικό γεγονός, δηλαδή η τρομοκρατική επίθεση, χρησιμοποιείται απλά ως πρόσχημα για την εξαιρετική εξιστόρηση μιας ιστορίας δημοσιογραφικού πανικού που εξελίσσεται σε καιρούς που δημοσιογραφία ακόμα υπήρχε. Η ταινία μας περιγράφει μια μόνο μέρα και τίποτα άλλο. Από το πρώτο της κιόλας πλάνο βρισκόμαστε στο τηλεοπτικό στούντιο του ABC που έχει στηθεί δίπλα από το Ολυμπιακό Χωριό, το βράδυ της 4ης Σεπτεμβρίου. Το κανάλι μεταδίδει τους αγώνες στις ΗΠΑ σε απευθείας μετάδοση μέσω δορυφόρου – πράγμα που τότε αποτελούσε πρωτοπορία. Λίγο πριν τα ξημερώματα, κάποιοι δημοσιογράφοι και τεχνικοί θα αντιληφθούν πως στο Ολυμπιακό χωριό πέφτουν πυροβολισμοί. Δεν ξέρουν περί τίνος πρόκειται, αλλά το γεγονός επιβάλει να υπάρξει κάλυψη και ενημέρωση. Μόνο που οι αθλητικοί συντάκτες αυτοί δεν έχουν εμπειρία τέτοιων γεγονότων και οι επικεφαλής τους πρέπει να διαχειριστούν μια ιστορία που προφανώς τους ξεπερνά. Η εξιστόρηση επικεντρώνεται σε τέσσερις πρωταγωνιστές της βραδιάς: τους παραγωγούς της μετάδοσης Τζεφ Μέισον και Μάρβιν Μπέιντερ, τον επικεφαλής τους Ρουν Άρλετζ και τη Γερμανίδα μεταφράστρια Μαριάνε Γκέμπχαρντ. Τι κάνουν όλοι αυτοί; Τίποτα το ηρωϊκό παρά μόνο την δουλειά τους. Με λάθη, παραλείψεις, πολλή αγωνία, και μια μανιώδη σχεδόν προσπάθεια να μην λείψει από τον τηλεθεατή το παραμικρό. Η κάλυψη του γεγονότος, χωρίς να είναι υποδειγματική ούτε για τα μέτρα της εποχής, κάνει τον κόσμο να κρατά την ανάσα του: η τηλεθέαση ήταν για χρόνια η μεγαλύτερη που καταγράφτηκε στις ΗΠΑ – είδαν τα γεγονότα εκείνης της μέρας πάνω από 900 εκατομμύρια άνθρωποι, περισσότεροι κι από αυτούς που είδαν τον Αμστρονγκ να πατάει στη σελήνη. Αλλά αυτό που βλέπουμε στην ταινία δεν είναι η ιστορία μιας επιτυχίας: είναι η αγωνία κάποιων να κάνουν την δουλειά τους, χωρίς να έχουν καν επίγνωση του τι ακριβώς συμβαίνει. Όπως δεν είχαν και οι Γερμανοί διοργανωτές των αγώνων, αλλά ούτε και οι ίδιοι οι αθλητές που συνέχιζαν να αγωνίζονται ενώ υπήρχε σε εξέλιξη ένα μακελειό και η ΔΟΕ συνεδρίαζε για το αν οι αγώνες πρέπει να συνεχιστούν.
Σαν ντοκιμαντέρ που το ξέχασαν
Ο άγνωστος σε μένα Ελβετός σκηνοθέτης Τιμ Φέλμπάουμ και οι συνσεναριογράφοι του, Μόριτς Μπίντερ και Άλεξ Ντέιβιντ διηγούνται αυτό το παράξενο θρίλερ καταπληκτικά. Ο Φέλμπάουμ χάρη σε ένα αριστουργηματικό μοντάζ τοποθετεί εντός της αφήγησης το αυθεντικό υλικό από τη μετάδοση του ABC, κυρίως τις παρεμβάσεις του παρουσιαστή Τζιμ ΜακΚέι, που πρέπει on air να διαχειριστεί μια ιστορία την σημαντικότητα της έκτασης της οποίας αρχικά τουλάχιστον αγνοεί. Προκύπτει ένα παράξενα αγωνιώδες δράμα (παράξενο γιατί όλοι νομίζω ξέρουμε τι θα συμβεί) όπου παραδόξως το πώς είναι για την ταινία σημαντικότερο από το γιατί χωρίς αυτό να είναι πρόβλημα. Δεν νομίζω ότι μας λείπουν οι ταινίες με διδασκαλικό ύφος και γενικές αναφορές στην τρομοκρατία, τους καλούς και τους κακούς κτλ κτλ – οι καλές ταινίες μας λείπουν. Με μια σχεδόν ντοκιμαντερίστικη αφήγηση, με ένα ρεαλισμό σπάνιο, η ταινία που έχει κι άρωμα της δεκαετίας του ’70, μοιάζει να έρχεται από εκείνα τα χρόνια – να έχει όλη γυριστεί εκείνο το τραγικό βράδυ και κάποιος για πενήντα χρόνια κάπου να την ξέχασε και να την βρήκε τώρα. Είχε και πρόταση για Οσκαρ σεναρίου. Βλέποντας τις ταινίες που Οσκαρ κέρδισαν απορώ τι σχέση έχει αυτό το διαμαντάκι με αυτές που απλά προκάλεσαν πονοκεφάλους με την λόξα και την αμηχανία τους…
Είναι δύσκολο να σας πείσω, αλλά μην το χάσετε…