Αν ο Μανώλης Λιδάκης δεν είχε βιαστεί να φύγει από την ζωή σήμερα θα γιόρταζε τα 65 του γενέθλια. Αυτή η μικρή λεπτομέρεια κάνει τον αιφνίδιο θάνατό του ακόμα πιο άδικο. Η θλίψη που αυτός σκόρπισε σε όσους τον γνώριζαν και τον αγαπούσαν είναι απέραντη: έφυγε γρήγορα από κοντά μας ένας απλός, σοβαρός και σεμνός άνθρωπος που ήταν κι ένας υπέροχος ερμηνευτής.
Ένα παιδί από την Κρήτη
Ο Λιδάκης δεν ζήτησε ποτέ πάνω του τους προβολείς της δημοσιότητας σε εποχές που αυτό έμοιαζε απαραίτητο για να κάνεις καριέρα. Τον είχα γνωρίσει πριν χρόνια: τρώγαμε στο ίδιο μαγαζί στο Παλαιό Φάληρο, εργένηδες και οι δυο. Τον θυμάμαι πάντα με μια έμφυτη σοβαρότητα, ένα παιδί από την Κρήτη που έλεγε μετρημένα λόγια χωρίς να είναι έξω καρδιά όπως οι υπέροχοι κατά τα άλλα συντοπίτες του. Δεν μου έκανε εντύπωση όταν έμαθα πως για να αντιμετωπίσει κάποια προβλήματα υγείας γύρισε στην Κρήτη: την γενέθλια γη την κουβαλούσε μέσα του ο Μανώλης. Από την Κρήτη έφυγε για να ρθει στην Αθήνα πιτσιρικάς και να πάρει μέρος στο «Να η ευκαιρία». Είχε αυτοπεποίθηση μεγάλη γιατί ήδη στην Κρήτη είχε αποκτήσει κοινό – όχι τεράστιο, αλλά κατάλληλο: το είδος του κοινού που ξέρει να εκτιμά τις καλές φωνές. Το φώναξαν κάτι φίλοι του που είχαν μια λαϊκή ορχήστρα να τους βοηθήσει λέγοντας κανένα τραγούδι κι αυτό αρκούσε λένε για να πηγαίνει ο κόσμος που τον ανακάλυψε να τον ακούει κάθε βράδυ. Στο «Να η ευκαιρία» πήγε γιατί του άρεσε ο Λευτέρης Παπαδόπουλος και η τεράστια προσωπική του ιστορία. Αλλά εκεί γοήτευσε κυρίως ένα συνθέτη που ξέρει από καλές φωνές όσο λίγοι στην Ελλάδα, τον Γιώργο Κατσαρό που του έδωσε την δυνατότητα να βγάλει τον πρώτο του δίσκο. Και να ξεκινήσει μια καριέρα βασισμένη στο πλέον απλό κριτήριο: ο Λιδάκης τραγούδησε μόνο ό,τι του άρεσε. Κι αυτό ήταν που κυρίως σου μετέφερε όταν τον άκουγες ζωντανά.
Με τον τρόπο που έπρεπε
Εχουμε πολλούς και καλούς τραγουδιστές στην Ελλάδα. Υπάρχουν αυτοί που μπορούν να σε κάνουν να πιστέψεις πως όσα τραγουδάνε τα έχουν ζήσει προσωπικά. Υπάρχουν βαρύτονοι που μπορεί να κάνουν ένα ζεϊμπέκικο να μοιάζει με κομμάτι Αρχαίας Τραγωδίας και υπάρχουν κι άλλοι που τα χαράματα μπορεί να σε αναγκάσουν να σηκωθείς και να χορέψεις τους νταλκάδες σου. Υπάρχουν αυτοί που νομίζεις πως σου εξομολογούνται κι αυτοί που πιστεύεις πως σε παρηγορούν. Αλλά ο Λιδάκης δεν ανήκε σε καμία από αυτές τις κατηγορίες: η ικανότητα του ήταν να αποδίδει το τραγούδι με τον τόνο και τον τρόπο που έπρεπε. Η ερμηνεία του δεν ήταν ποτέ κλισαρισμένη αλλά ήταν πάντα η πρέπουσα: τα τραγούδια που είπε δεν ήταν πολλά αλλά τα φώτισε όλα. Κι αν διάλεγε πολύ συχνά να τραγουδίσει τραγούδια άλλων κάνοντας δεύτερες εκτελέσεις δεν το έκανε από έπαρση – για να δείξει δηλαδή ποια θα έπρεπε να είναι η αρχική ερμηνεία τους – αλλά το κανε απλά γιατί του ίδιου του άρεσαν κι αυτό ήθελε να το μοιραστεί. Ο Λιδάκης ήταν ένας τραγουδιστής εσωστρεφής και συγχρόνως γενναιόδωρος. Ικανός να δημιουργήσει ατμόσφαιρα αλλά κυρίως ένας ερμηνευτής που σε έβαζε μέσα στο τραγούδι ζητώντας σου με τον τρόπο του να το αποκαλύψεις. Κάθε τραγούδι του ήταν ένα μικρό σεριάνι στη μελωδία και στους στίχους του: δεν τραγούδαγε σουξέ, σε έκανε όμως τα τραγούδια του να τα ανακαλύψεις και να τα μοιραστείς. Εγραφε και μουσική ο ίδιος.
Το γαλβανισμένο στομάχι
Ο Λιδάκης ήταν αντισυμβατικός χωρίς να είναι σνομπ. Δεν φοβόταν να πάρει θέση γιατί ήξερε ποιος ήταν. Το εγχώριο σταρ σίστεμ ενδεχομένως δεν είχε χώρο για αυτόν: ήταν μάλλον πολύ κλειστός και πολύ εσωστρεφής για ένα χώρο που απαιτεί τραγουδιστές για πρωτοσέλιδα. «Εγώ λάτρεψα τη μουσική και το τραγούδι όμως δεν μπορώ να πω ότι διαθέτω αυτό το γαλβανισμένο στομάχι που χρειάζεται γι΄ αυτό το ζηλιάρικο επάγγελμα στο οποίο επικρατούν λυκοφιλίες κι άλλα τέτοια. Εγώ ότι έχω να πω, θα το πω ευθέως, μπροστά σου. Δεν είμαι τσιγκούνης στον καλό λόγο αλλά παράλληλα δεν θα διστάσω ποτέ να ασκήσω κριτική, αν ερωτηθώ, σε κάτι που δεν μού αρέσει. Πράγματι δεν το κυνηγάω και πολύ το πράγμα. Εγώ φεύγω για να μπορώ να επιστρέφω. Υπάρχουν τραγουδιστές και συνθέτες οι οποίοι έβγαλαν πολλά χρήματα από αυτό το επάγγελμα χωρίς να έχουν κανένα καλλιτεχνικό υπόβαθρο μέσα τους και δεν θεωρούνται από μένα καν ομότεχνοί μου. Πιστεύω εξάλλου ότι στην Ελλάδα αληθινοί καλλιτέχνες είναι μόνο το 10% απ' όσους εμφανίζονται. Όπως και έχει δημιουργηθεί στον κόσμο μια λανθασμένη εικόνα σχετικά με το τί σημαίνει καλός άνθρωπος. Το προσωπείο του καλού παιδιού έχει φορεθεί πολύ τελευταία» είχε πει σε μια πολύ παλιά του αλλά πάντα επίκαιρη συνέντευξή του. Παρόλη πάντως την διαφοροποίησή του από πολλά και πολλούς οι μεγάλες συνεργασίες ποτέ δεν του έλειψαν. Μετά τον Γιώργο Κατσαρό τον περίμενα η Βίκυ Μοσχολιού, ο Στράτος Διονυσίου, ο Γιώργος Νταλάρας, ο Δημήτρης Μητροπάνος, η Χάρις Αλεξίου, η Δήμητρα Γαλάνη, η Ελένη Βιτάλη, ο Γιάννης Πάριος, ο Γιάννης Μαρκόπουλος, ο Γιάννης Σπανός, ο Χρήστος Νικολόπουλος, αν και ο ίδιος καμάρωνε πρώτα από όλα γιατί πιτσιρικάς άνοιγε ένα πρόγραμμα του Γρηγόρη Μπιθικώτσης που αποτελούσε την πιο μεγάλη αγάπη του.
Για να σε συναντήσω
Ας τον αποχαιρετήσουμε όπως θα ήθελε. Ακούγοντας τις γλυκές αναπνοές του ανάμεσα στους στίχους του «Δεν μετανιώνω», τα διπλώματα της φωνής του στο «Αστρα μην με μαλώνετε», την ταξιδιάρικη «Χαλκίδα» του. Κι εκείνο τον παράξενο λυγμό του όταν τραγουδούσε ότι το νόημα της ύπαρξης ετούτου του κόσμου είναι απλό: «για αυτό έγινε ο κόσμος μάτια μου, για να σε συναντήσω»…