Αν στην Ελλάδα υπήρχε πάντα μια μεγάλη αγάπη για τα μικρά παιδιά που προσπαθούν να γίνουν ποδοσφαιριστές, μετά το θόρυβο που προκάλεσε η πώληση του Τζίμα στην Μπράιτον για 25 εκατομμύρια, και τη σεζόν που κάνουν ο Μουζακίτης και ο Κωστούλας στον Ολυμπιακό η αγάπη αυτή μοιάζει να έχει γίνει λατρεία. Διαβάζω παντού πχ πως ο κόουτς Μεντιλίμπαρ καθιέρωσε τους δύο, πόσο έξυπνα κινήθηκαν στον Ολυμπιακό ανεβάζοντας τους μικρούς στην πρώτη ομάδα, ποιοι μπορεί να είναι οι επόμενοι πιτσιρικάδες που θα φέρουν χρήματα στα ταμεία ομάδων, πόσο δυνατή θα είναι σε λίγο η Εθνική Ελλάδος με τόσους ταλαντούχους μικρούς να έρχονται κι άλλα πολλά ανάλογα. Αλλά εγώ, πηγαίνοντας λιγάκι κόντρα στο ρεύμα, λέω τι πρέπει να γίνει για να μην χάσουν το δρόμο τους ο Μουζακίτης και ο Κωστούλας όπως τόσοι και τόσοι άλλοι που εντυπωσίασαν ως μικροί χωρίς να έχουν ανάλογη εξέλιξη.
Οι ευκαιρίες δεν λείπουν
Δεν είναι αλήθεια ότι στην Ελλάδα δεν δίνονται ευκαιρίες στους ταλαντούχους μικρούς. Ειδικά μετά το 2005, όταν και δημιουργήθηκαν τα εθνικά πρωταθλήματα Κ15, Κ17 και Κ19 υπό την φροντίδα της Σουπερλίγκ βγαίνουν συνεχώς νέοι παίκτες. Ανάλογος θόρυβος με αυτόν που γίνεται σήμερα για τον Κωστούλα και τον Μουζακίτη, έγινε κάποτε για τον Ρέτσο, τον Μανθάτη και τον Ανδρούτσο, που κι αυτοί έφτασαν στην πρώτη ομάδα του Ολυμπιακού μικροί και ταλαντούχοι. Ο Παναθηναϊκός σχετικά πρόσφατα, χάρη σε προπονητές όπως ο Αναστασίου κι ο Δώνης, έδωσε ευκαιρίες σε τουλάχιστον δέκα πιτσιρικάδες: από τον Καπίνο μέχρι τον Τριανταφυλλόπουλο κι από τον Μπουζούκη μέχρι τον Χατζηζιοβάνη, τον Εμμανουιλίδη και τον Καμπετσή πολλοί μικροί και ταλαντούχοι υπήρξαν βασικοί του. Πολλά παιχνίδια πήρε και στην ΑΕΚ ο Γαλανόπουλος ενώ η παραγωγή ταλέντων από τον ΠΑΟΚ είναι εδώ και μια δεκαετία ασταμάτητη: δεν πήραν ευκαιρίες μόνο ο Κουλιεράκης, ο Κωνσταντέλιας και ο Τζίμας, αλλά και ο Λύρατζης, ο Μιχαηλίδης, ο Τζόλης φυσικά. Οι ευκαιρίες δεν λείπουν από τους μικρούς, αυτό που λείπει συχνά πυκνά είναι η εξέλιξη. Έχουν υπάρξει πάρα πολλοί, που ενώ εντυπωσίασαν στα πρώτα τους βήματα, δεν έκαναν στη συνέχεια την καριέρα που θα έπρεπε.
Γίνονται τρία λάθη με τους μικρούς και τα κάνουν όλες οι ομάδες. Θα σας τα πω για να τα ξορκίσω.
Η διαφορετική αντιμετώπιση
Το πρώτο λάθος που γίνεται είναι ότι πολύ συχνά οι προπονητές των ομάδων αντιμετωπίζουν τα ταλαντούχα παιδιά ως παιδιά ακόμα και όταν αυτά έχουν φτάσει στην πρώτη ομάδα και έχουν καθιερωθεί. Η καθιέρωση θα πρεπε να φέρνει και το τέλος της ειδικής μεταχείρισης, αλλά αυτό δεν συμβαίνει πάντα. Πολλοί νομίζουν ότι βοηθάνε τα παιδιά όταν τους συγχωρούν λάθη, όταν αναφέρουν συνεχώς την ηλικία τους ως δικαιολογία για την απόδοση τους (ακόμα και της ίδιας της ομάδας καμιά φορά…) και όταν παρακαλάνε τον κόσμο οι κρίσεις για τα παιδιά να είναι διαφορετικές από αυτές για τους υπόλοιπους παίκτες. Όλο αυτό είναι λάθος για ένα πολύ απλό λόγο: τα παιδιά κακομαθαίνουν, νομίζοντας ότι μπορούν να μεγαλώνουν σε ένα θερμοκήπιο όπου θα τους συγχωρούνται τα πάντα. Συχνά φορά αυτή η ειδική αντιμετώπιση έχει ως αποτέλεσμα και να δουλεύουν όλο και λιγότερο. Φυσικά το πράγμα γίνεται χειρότερο όταν υπάρχουν και οι υπερβολές του Τύπου από τις οποίες ωστόσο είναι δύσκολο να γλυτώσεις: το μυστικό είναι να αγαπάς το μέτρο, αλλά δεν είναι πολύ συνηθισμένο – η υπερβολή έχει μια γοητεία μεγαλύτερη.
Όταν σε νταντεύουν, σε δικαιολογούν, και σου φέρονται σαν να είσαι χαρισματικός δεκαεξάχρονος, ενώ έχεις γίνει 21 χρόνων, κι όταν όλοι προσπαθούν να σε πείσουν πως πλέον είσαι αστέρι και δεν έχεις τίποτα να μάθεις, είναι δύσκολο να προκόψεις. Την προκοπή την φέρνει η δουλειά: η δουλειά που κάνει τους άντρες.
Στο ελληνικό ποδόσφαιρο υπήρξαν πολλά παιδιά που βολεύτηκαν στο ρόλο του (αιώνιου) ταλέντου. Κατά κάποιο τρόπο έμειναν αιωνίως παιδία πιστεύοντας ότι έτσι θα έχουν εσαεί την ίδια βολική αντιμετώπιση: το μυαλό τους δεν έπηξε. Ενα ωραίο πρωί διαπίστωσαν αργά ότι έμειναν στάσιμοι. Η στασιμότητα είναι ό,τι χειρότερο: τουλάχιστον όταν απογοητεύεσαι μπορεί και να αντιδράσεις ψάχνοντας κάπου αλλού μια καινούργια αρχή.
Μια καθόλου απλή δουλειά
Το δεύτερο λάθος, που πολύ συχνά γίνεται, αφορά την εκγύμναση των πιτσιρικάδων. Το χαρακτηριστικότερο ίσως παράδειγμα κακής δουλειάς παραμένει ο Σωτήρης Νίνης. Ήταν σούπερ ταλέντο στα 17 του και είχε προβλήματα προσαγωγών όταν έγινε 21 χρόνων. Πολλοί έλεγαν τότε ότι αυτό και μόνο είναι απόδειξη του ότι δούλεψε λιγότερο απ’ όσο έπρεπε. Εγώ πάλι λέω ότι ο Νίνης είχε την ατυχία σε τέσσερα χρόνια να αλλάξει τέσσερις προπονητές και αμφιβάλλω πολύ αν, πλην του Τεν Κάτε (που από μικρούς ήξερε), οι υπόλοιποι ασχολήθηκαν μαζί του όπως θα πρεπε.
Κάθε φορά που ακούω ότι για έναν πιτσιρικά υπάρχει ένα ειδικό πρόγραμμα εκγύμνασης για να δυναμώσει ή να γίνει ταχύτερος ή να γίνει εκρηκτικότερος ομολογώ ότι προβληματίζομαι. Ακόμα δεν έχω καταλάβει αν έχουμε τεχνογνωσία στην Ελλάδα για να βοηθήσουμε ένα παιδί να διορθώσει τέτοιου τύπου αδυναμίες. Με όσους πάνε στο εξωτερικό είμαι πιο αισιόδοξος: αν βρεθούν σε μια ομάδα που ξέρει να μεγαλώνει παιδιά θα έχουν και συνέχεια και διάρκεια. Αλλά κι αυτό, το να φύγει δηλαδή ένας πιτσιρικάς γρήγορα από την ομάδα που τον ανέδειξε για να βρεθεί μακριά στα ξένα, παγίδα είναι. Μεγάλη.
Η βιασύνη να πας στα ξένα
Αυτή η βιασύνη της εμπειρίας στο εξωτερικό είναι το τρίτο σημαντικό πρόβλημα στην ωρίμανση των Ελλήνων πιτσιρικάδων. Για κάθε Τσιμίκα, που πήγε στο εξωτερικό και έμαθε τόσα πολλά ώστε στην επιστροφή του στον Ολυμπιακό ήταν άλλος παίκτης, υπάρχουν πολλοί που επειδή βιαστήκαν να πάνε στο εξωτερικό δεν είχαν την εξέλιξη που έπρεπε. Ο Μαυρίας. Ο Ρέτσος. Ο Τζόλης που ευτυχώς κατάφερε δουλεύοντας πάρα πολύ να βάλει σε τάξη τα πράγματα. Ο Καπίνο αλλά και ο Γιαννιώτας. Ο Φούντας. Ακόμα και ο Φορτούνης. Όλοι βιάστηκαν. Βιάστηκαν και όσοι καριέρες έκαναν τελικά: ο Μήτρογλου πχ – δεν είναι τυχαίο ότι σταμάτησε το ποδόσφαιρο 32 χρονών. Όλοι, αν είχαν μείνει στην Ελλάδα λίγο παραπάνω παίζοντας στις ομάδες που τότε ανήκαν, θα είχαν ωριμάσει ευκολότερα και θα είχαν πετύχει καλύτερα πράγματα.
Το να αποφύγεις αυτή την παγίδα δεν είναι απλό. Πρέπει να έχεις γονείς που να σε έχουν μεγαλώσει μαθαίνοντας σου να λες όχι ακόμα και σε πολυτέλειες. Πρέπει επίσης να έχεις έναν ατζέντη που να καταλαβαίνει ότι το να χτίσεις σωστά την καριέρα ενός παιδιού είναι σημαντικότερο από το να υπογράψει αυτό ως πελάτης σου ένα μεγάλο συμβόλαιο στα 20 χρόνια του. Οι δυο μικροί του Ολυμπιακού είναι, υπό αυτό το πρίσμα, αρκετά τυχεροί διότι οι άνθρωποι της Οκταγκον που ασχολούνται με τον Γιάννη Αντετόκουνμπο και σήμερα τους εκπροσωπούν, αν μη τι άλλο από το πως χτίζονται καριέρες ξέρουν. Αλλά, όπως και να χει, τα παιδιά θα χρειαστούν πραγματικά καλή καθοδήγηση. Γιατί όλη η Ευρώπη ψάχνει ταλαντούχους μικρούς και οι προτάσεις το καλοκαίρι θα είναι κάτι παραπάνω από δελεαστικές.
Το ποδόσφαιρο και η ζωή
Συνοψίζω. Ένας μικρός για να κάνει καριέρα πραγματικά μεγάλη δεν αρκεί να φτάσει να γίνει βασικός σε μια ομάδα στα 18 του χρόνια. Αφού δείξει ότι μπορεί να παίζει με τους μεγάλους πρέπει να ωριμάσει, δηλαδή να μπορεί να χρησιμοποιεί το μυαλό του σωστά, όχι μόνο μέσα στο γήπεδο, αλλά κυρίως έξω από αυτό. Πρέπει επίσης να μην βιάζεται. Και πρέπει κυρίως να απαιτεί να δουλεύει και να κρίνεται όπως οι μεγάλοι - πρέπει μάλιστα να ανησυχεί όταν έχει διαφορετική αντιμετώπιση από προπονητές, συμπαίκτες ή και δημοσιογράφους. Τέλος πρέπει η οικογένειά του να έχει υπομονή να υποστηρίζει το παιδί και να έχει βρει και να εμπιστεύεται τους κατάλληλους ανθρώπους. Τίποτα απ’ όλα αυτά δεν είναι εύκολο. Για να το πω διαφορετικά είναι πολύ πιο εύκολο να κάνεις την διαφορά σε ένα ντέρμπι. Γι’ αυτό είναι αρκετό το ταλέντο - η καριέρα είναι πολύ πιο πολύπλοκη υπόθεση όπως άλλωστε και η ζωή. Γιατί μαθήματα ποδοσφαίρου μπορεί να σου δώσει ένας προπονητής σε κάθε ηλικία. Τα μαθήματα ζωής είναι πιο δύσκολη υπόθεση. Είναι σπάνιο να τα βρεις. Και όταν είσαι αστέρι στα 19 σου νομίζεις συχνά πως δεν τα χρειάζεσαι…