Η τελευταία υπόθεση του Αλέξη Κούγια

Η τελευταία υπόθεση του Αλέξη Κούγια


Διαβάζω δυο μέρες τώρα διάφορα που γράφονται για τον Αλέξη Κούγια που έφυγε σε ηλικία 74 ετών χάνοντας μια από τις λίγες μάχες στην ζωή του που νόμιζε μάλιστα ότι κέρδισε, την μάχη με τον καρκίνο. Τα πιο πολλά που γράφονται είναι μάλλον αμήχανα κείμενα και είναι λογικό: ο Κούγιας ήταν γνωστός και συγχρόνως δύσκολος να τον εξηγήσεις – θέλω να πω πως η συμπεριφορά του είχε τόσες υπερβολές που δεν ξέρω αν υπάρχει τρόπος να κάνεις κατανοητά τα γιατί της. Αμήχανα τον χαιρετώ κι εγώ. Σχεδόν δεν πιστεύω ότι πέθανε κι ας ήμουν ενήμερος πολύ νωρίς για το ό,τι δεν θα τα καταφέρει. Απο την άλλη σκέφτομαι πως για τον Κούγια ήταν καλύτερο που έφυγε έτσι: δεν θα άντεχε να ζει χωρίς τις δημόσιες εμφανίσεις του, αδύναμος και μακριά μας.

Ηθοποιός δραματικών ρόλων  

Αν κάνουμε την απλή ερώτηση «ποιος ήταν ο Αλέξης Κούγιας;» πέρα από προφανείς απαντήσεις (ποινικολόγος, πρόεδρος ομάδων, καβγατζής στα τηλεοπτικά «παράθυρα» κτλ) όλα τα άλλα που θα ακουστούν θα έχουν να κάνουν με το είδος των αντιδράσεων που η συμπεριφορά του προκαλούσε. Ο Κούγιας αυτό το είχε αποδεχτεί: ήξερε πολύ καλά διαλέγοντας τον τρόπο που αποφάσισε να ασκήσει το επάγγελμά του πως θα σταματούσε αυτομάτως να είναι και συμπαθής σε όλους. Το παράδοξο ήταν ότι αντιδρούσε άκομψα όταν κάποιος αυτό του το επισήμανε κι ακόμα πιο πολύ αν κάποιος την αντιπάθειά του του τη έδειχνε. Αν αυτός που τον αντιπαθούσε συνέβαινε να είναι και γνωστός όσο ήταν αυτός, έψαχνε σχεδόν πάντα ένα τρόπο για να σε πείσει πως αυτός ήταν ο καλός της διένεξης, σαν να είσαι πρόεδρος δικαστηρίου που θα βγάλει ετυμηγορία. Κατά βάθος ο Κούγιας ήταν ένας ηθοποιός της ζωής με ειδικότητα στους δραματικούς ρόλους– δεν το λέω υποτιμητικά, τους ηθοποιούς τους αγαπάω. Κι όπως όλοι οι ηθοποιοί ήθελε όλοι να τον αγαπάνε. Όποιος πίστευε πως του στερούσε τον θαυμασμό που ένοιωθε ότι άξιζε από όλους, γινόταν εχθρός του – στα δικαστήρια, στην τηλεόραση, στο ποδόσφαιρο, στην ζωή την ίδια. Κι απέναντι σε εχθρούς ο Κούγιας ήταν επιθετικότατος: τους χρειαζόταν άλλωστε για να ανεβάζει αδρεναλίνη.

https://like.philenews.com/wp-content/uploads/2025/03/kougias-alexis.jpg

Του αναγνώριζα πάντοτε κάτι: ότι διάλεγε εχθρούς σκληρούς και μαζί του αδυσώπητους. Τον Αχιλλέα Μπέο, που στο άκουσμα του θανάτου του τον αποχαιρέτησε σαν φίλο. Τον Δημήτρη Μελισσανίδη. Τον Λάκη Λαζόπουλο και τα λαϊκά τσαντίρια του με στόχο την ΑGB . Τον Βαγγέλη Μαρινάκη με τον οποίο στην πορεία τα βρήκε. Τον Σωκράτη Κόκκαλη τον οποίο και «ζωγράφιζε» χωρίς να τον πιάνει συχνά στο στόμα του.  Τους αδερφούς Μητρόπουλους τον καιρό που ήταν παντοδύναμοι. Το «παραδικαστικό κύκλωμα» που έλεγε πως το ξήλωσε μόνος του. Τους παρουσιαστές των πανίσχυρων, στο μυαλό του, τηλεοπτικών «πρωϊνάδικων». Τους κατά δήλωσή του «μαφιόζους που παίζουνε στοίχημα». Κι άλλους πολλούς που κατά περίσταση άλλαζαν.

Το μεγάλο ακροατήριο

Ηταν ένα επαγγελματίας καβγατζής ο Κούγιας; Οχι ακριβώς. Για να καταλάβει κανείς τι ήταν πρέπει να έχει γνώση των παιδικών του χρόνων – τότε έφτιαξε τον χαρακτήρα του. Παιδί ενός αστυνομικού που βγήκε γρήγορα στην σύνταξη λόγω αναπηρίας και μιας μάνας που τον άφηνε να παίζει ποδόσφαιρο μόνο αν της έδειχνε τα άριστα στην καρτέλα των  σχολικών του επιδόσεων, ο Κούγιας γνώρισε την φτώχια, αλλά και την οικογενειακή στοργή. Μεγάλωσε σε ένα αυθαίρετο στην Πετρούπολη και οι δικοί του ήθελαν να πάει στο Πολυτεχνείο καθώς ήταν πολύ καλός σε όλα, αλλά άριστος στα μαθηματικά. Διάλεξε την Νομική Θεσσαλονίκης γιατί ήθελε να γίνει ποδοσφαιριστής στον Ηρακλή όπου βρέθηκε για λίγο μετά τον Αρη Πετρούπολης, αλλά ένα ατύχημα με ένα μηχανάκι έβαλε τέλος στην προσπάθεια του για επαγγελματική καριέρα. Πήρε μεταγραφή στην Νομική της Αθήνας για να μείνει όσο καιρό ήταν απαραίτητο στο ΚΑΤ και τον πήγαινε η μάνα του με αναπηρικό καροτσάκι στην Νομική για να δίνει μαθήματα.

 Όλα αυτά είχαν επιπτώσεις στο χαρακτήρα του: κουβαλούσε την ανάγκη να γλυτώσει την φτώχια, ένιωθε αριστερός λόγω Πετρούπολης, αλλά και συντηρητικός συγχρόνως ως λαϊκό παιδί που έχει κώδικα παραδοσιακών αξιών. Πίστευε πως ήταν ένα χαμένο ποδοσφαιρικό ταλέντο εξαιτίας μιας άδικης κακής στιγμής, αλλά κυρίως ήταν ένας φιλόδοξος τύπος που μεγάλωσε με το όνειρο να κατακτήσει τον κόσμο. Αυτό ήταν για τον Κούγια η νομική επιστήμη που αυθεντικά λάτρεψε: το διαβατήριο της επιτυχίας. «Όταν μπήκα πρώτη μέρα στο δικαστήριο δεν ήθελα από εκεί να φύγω ποτέ» έλεγε. Αλλά το δικαστικό ακροατήριο ήταν μικρό για τον Κούγια. Κι έτσι βρήκε ένα μεγαλύτερο: αυτό της τηλεόρασης.

https://todaypress.gr/wp-content/uploads/2025/02/VATIDOU-KOUGIAS.jpg

Το θράσος και ο στόχος

Ο Κούγιας είχε αρχίσει να γίνεται γνωστός για το θράσος του να αναλαμβάνει χαμένες υποθέσεις. Υπήρξε στα 25 του υπερασπιστής του Βαγγέλη Ρωχάμη πχ αλλά και της Δήμητρας Μαργέτη στην υπόθεση των σατανιστών. Τα περιοδικά της εποχής έγραφαν πως ήταν ερωτευμένος μαζί της: παραλίγο η ιστορία να γίνει σήριαλ. Όταν ήρθε η ιδιωτική τηλεόραση ο Κούγιας κατάλαβε πως αποτελεί «πεδίο δόξης λαμπρόν». Μέχρι τότε οι δικηγόροι μιλούσαν στην τηλεόραση επιτηδευμένα, προσεχτικά, καμιά φορά κι ακατανόητα - τουλάχιστον μέχρι να γίνουν βουλευτές. Ολοι ήθελαν να μοιάζουν καθηγητές – όχι ο Αλέξης. Ο Κούγιας λάνσαρε τον τύπο του «ποινικολόγου – σταρ» που ήταν λαϊκό παιδί και μορφωμένος συγχρόνως – πρόβαλε, δε, το «αυτοδημιούργητος». Ηταν ο δικηγόρος των αμερικάνικων σήριαλ, που αλλάζει αυτοκίνητα και φοράει ακριβά κουστούμια. Ο ποινικολόγος που τα σπάει στα μπουζούκια, αλλά που είναι έτοιμος να πηδήξει τα κάγκελα του τηλεοπτικού καναλιού Αλτερ για να σταματήσει μια εκπομπή για να υπερασπιστεί ένα πελάτη του. Που ήταν μέσα σε όλες τις μεγάλες υποθέσεις (ναυάγιο Σάμινα, υποθέσεις του ΕΛΑ και της 17 Νοέμβρη, αλλά και του Παπαχρόνη, του Φραντζή, του Μαρσελίνιο, του Μένη Κουμανταρέα, του Ριχάρδου κτλ) και την ίδια στιγμή δεν είχε πρόβλημα να υπερασπιστεί ένα πιτσιρικά για κατοχή ναρκωτικών τρέχοντας στην Κομοτηνή.  

Ο Κούγιας εν γνώσει του έκανε την ζωή του λίγο ριάλιτι σόου – μέρος της δουλειάς του ήταν να υπερασπίζεται τον πελάτη του κυρίως στην τηλεόραση και να το κάνει με τρόπο που σε έκανε να πιστεύεις πως ταυτιζόταν μαζί του. Ο Κούγιας εμφανιζόταν στα κανάλια σαν να δικάζεται πάντα ο ίδιος και σαν πάντα ο ίδιος να αθωώνεται. Τον ήθελαν συνήγορο υπεράσπισης, δηλαδή συμπαραστάτη και σύμβουλο συμπεριφοράς, κυρίως οι πλέον απελπισμένοι – αυτοί που στα μάτια της κοινής γνώμης ήταν ήδη ένοχοι πριν γίνει δίκη. Ο Κούγιας μπαίνοντας στο κάδρο ήξερε να τραβά τόσο πολύ την προσοχή, ώστε το θέμα γινόταν σχεδόν πάντα αυτός. Αν χάριζε στις συνεντεύξεις του απλόχερα πληροφορίες για την ζωή του το έκανε γιατί ήθελε να τον ξέρεις: έβλεπε παντού ενόρκους. Όταν εμφανιζόταν σε ανάγκαζε να αναρωτιέσαι γιατί διάλεξε τον πελάτη του – για την ακρίβεια δεν ήταν λίγοι αυτοί που πίστευαν πως αφού τον διάλεξε κάτι παραπάνω ξέρει.

Τηλεοπτικός σούπερ σταρ

Ζωή και υποθέσεις στην περίπτωση του Κούγια γινόταν ένα: συνεχώς αγόρευε. Μιλούσε για την πρώτη γυναίκα του που έχασε σε τροχαίο. Για τον δεύτερο γάμο του στον οποίο πήγαν απρόσκλητοι 3 χιλιάδες άνθρωποι. Για τις 25 χιλιάδες δίκες του. Για τα τρακαρίσματά του στην Εθνική. Για το διαζύγιο του που βγήκε μετά από δικαστική διαμάχη χρόνων γιατί η γυναίκα του είχε υποσχεθεί σε δικηγόρους το 25% της περιουσίας του. Για τα παιδιά του – το όνειρό του ήταν να αναλάβει μια μέρα μια πολύκροτη υπόθεση και να τα έχει μαζί του. Όλα αυτά τα έλεγε γιατί ήθελε να τον θεωρείς δικό σου άνθρωπο – αυτόν στον οποίο θα τρέξεις. Πίστευε πως αρκούσε απλά η δική του παρουσία για να φανεί ξαφνικά ο πελάτης του διαφορετικός – δεν ήταν πια ένας καταδικασμένος, αλλά ένας κατηγορούμενος στον οποίο ο Κούγιας δίνει ελπίδα γιατί είναι ο Κούγιας. Ετσι έγινε ένα είδος τηλεοπτικού σούπερ ήρωα που όλοι περίμεναν από αυτόν να εμφανιστεί για να αλλάξει τα δεδομένα – αν προκαλούσε κι αντιδράσεις ακόμα καλύτερα: κι αυτές έδειχναν πως η δουλειά του αποδίδει. Ετσι ένιωθε ο Κούγιας: παντοδύναμος τόσο ώστε ακόμα  και την ασθένεια του την αντιμετώπισε περίπου σαν υπόθεση. Μόνο που η ζωή δεν είναι υποθέσεις, κι αυτό συχνά το ξεχνούσε.

https://www.pineiosnews.gr/wp-content/uploads/2025/01/202501012131246241-900x505.png

Με τον τρόπο του

Και το ποδόσφαιρο; Για ένα τέτοιο σόουμαν το ποδόσφαιρο ήταν ένα ακόμα παλκοσένικο. Διαβάζεις τα ονόματα των ομάδων στις οποίες έχει υπάρξει παράγοντας (στις πιο πολλές από τις οποίες μάλιστα πρόεδρος) και νομίζεις ότι έφυγε από τη ζωή ένας προπονητής που έχει δουλέψει σχεδόν παντού. Κάποτε όταν του πρότειναν να πολιτευτεί του είπαν για να τον κολακεύσουν πως θα του ταίριαζε να γίνει Υπουργός. «Και που θα βρίσκω λεφτά για να έχω τον ΠΑΣ, την ΑΕΛ, τον Αρη Πετρούπολης;» απάντησε.   

Το ποδόσφαιρο σίγουρα κατά καιρούς το αναστάτωσε: του έκαναν πολλά οι εχθροί του αλλά κι αυτός δεν τους έκανε λίγα χάρη στην εμμονή του. Όπως και με τους πελάτες του έτσι και στο ποδόσφαιρο ήταν ταγμένος: πίστευε ό,τι έλεγε έστω κι αν μετά από ένα χρόνο μπορεί να έλεγε άλλα. Ηταν δε τόσο πειστικός που όταν άλλαζε στόχο πολλοί νόμιζαν ότι τους πρόδιδε, ενώ ο Κούγιας σταθερά τα είχε με όποιους πίστευε πως κινούσαν τα άορατα νήματα. Και είχε πάθος - τεράστιο.  Δεν θα ξεχάσω την επίθεση στον άμοιρο Σιντιμπέ τον οποίο κατηγορούσε όχι γιατί δέχτηκε κάποτε ένα γκολ από την σέντρα άλλα γιατί μετά από αυτό ζήτησε ένα καπελάκι ενώ είχε τον ήλιο πίσω του! ‘Η τις αναφορές σε ένα πατάρι που κάποιοι παίζανε στοίχημα ενώ διοικούσαν από αυτό ομάδες. ‘Η τις πάντα θεαματικές εμφανίσεις του στην Δίκη της Δευτέρας. Σημειωτέων πολλά για τους τρόπους εκλογής των προέδρων των Ενώσεων, την λειτουργία της ελληνικής διαιτησίας, το περίφημο «παρασκήνιο» χάρη σε αυτόν τα μάθαμε.  

Τι ομάδα ήταν; Νομίζω Παναθηναϊκός, αλλά ίσχυε για αυτόν ότι και για τους παίκτες: ήταν με την ομάδα που είχε. Ο Κούγιας αγαπούσε παράφορα το ποδόσφαιρο με ένα πολύ δικό του τρόπο. Θα μου μείνει η φράση που επαναλάβετε συχνά: ότι όταν μιλάμε για το ποδόσφαιρο δεν πρέπει να ξεχνάμε πως πρόκειται για ένα λαϊκό σπορ που δίνει χαρά στους απλούς ανθρώπους και γι’ αυτό θα πρέπει να είναι ένα καθαρό παιχνίδι. Διαφωνούσαμε σε πολλά. Σε αυτό όχι.