Οι δυο πρώτες μέρες της περασμένης εβδομάδας ήταν στην Αθήνα σαν αυτές που η μακαρίτισσα η γιαγιά μου αποκαλούσε «χαρά Θεού». Το πρωί είχε ένα ήλιο σαν μεγάλο προβολέα, πονηρά κρυμμένο πίσω από συννεφάκια που έφτιαχναν το σωστό σκηνικό. Είχε επίσης ένα γλυκό κρυαδάκι που μας θύμιζε πως βρισκόμαστε ακόμα στον χειμώνα. Το βράδυ η θερμοκρασία λιγάκι έπεφτε, αλλά νόμιζες πως αυτό συνέβαινε μόνο για να βάλουμε τα ωραία μας πουλόβερ, μην τυχόν και αραχνιάσουν στις ντουλάπες αφού στην Ελλάδα μετά το τέλος του Φεβρουαρίου το πουλόβερ είναι σαν τον παλιό παλτό που τραγουδάει ο Δάντης: χρήσιμο αλλά μόνο για να το χαρίσεις. Κι όμως αυτές τις ήσυχες μέρες άκουγες και διάβαζες για κακοκαιρίες που έρχονται και που εξαιτίας τους δεν θα μπορούμε καλά καλά να βγούμε ούτε στο δρόμο!
Δεν ξέρω αν τον χειμώνα με διασκεδάζουν περισσότερο οι τρομολαγνικές προβλέψεις διάφορων που παριστάνουν τους μετεωρολόγους και γράφουν στο διαδίκτυο πως «έρχονται χιόνια» (ελπίζοντας πως θα ρθουν «κλικ») ή η αγωνία διάφορων φίλων και γνωστών μου για το αν θα χιονίσει. Η εβδομάδα που περάσαμε ήταν τέτοιου είδους: οι προβλέψεις για χιόνια και η αγχώδης απορία αν τέτοια θα υπάρξουν, πήγαν μαζί. Σαν τραγούδι με κουπλέ και ρεφρέν.
Ο τρόμος που εμπεριέχει η ερώτηση «θα χιονίσει;» θυμίζει πραγματικά εποχές που το τι καιρό θα κάνει ήταν καθημερινό θέμα συζήτησης και το «δελτίο καιρού για τους αγρότες της ΕΡΤ» το έβλεπαν όλοι εκτός από του αγρότες που συνήθως είναι της λογικής «ας κάνει ό,τι καιρό θέλει, χειμώνας είναι». Οποιος σε ρωτάει αν θα χιονίσει είναι σαν να σου ζητάει να τον αποχαιρετήσεις και σε αποχαιρετήσει: στο λέει σαν να εννοεί πως τίποτα πια στη ζωή δεν θα είναι ίδιο μετά το κακό που θα μας βρει. Όταν το ακούω αυτό το γεμάτο αγωνία «θα χιονίσει;» πιστεύω πως χιλιάδες οικογενειάρχες αγόραζαν τσουβάλια με ρύζι, κούτες από μακαρόνια, γάλατα εβαπορέ, γιαούρτια και σκυλοτροφές για ν’ αντέξουν τον αποκλεισμό που ακολουθεί. Οσοι ρωτάνε περιμένουν ότι το χιόνι θα είναι τόσο πολύ, που δεν θα μπορούμε να ανοίξουμε ούτε την πόρτα του ασανσέρ.
Ο τρόμος ενός επερχόμενου χιονιά είναι μεγαλύτερος από αυτόν για τον καύσωνα που υπάρχει στην ημερήσια διάταξη σχεδόν κάθε καλοκαίρι. Το «έρχεται καύσωνας» συνήθως είναι πρόταση για να πάμε για μπάνιο. Το «θα χιονίσει;» κουβαλάει την αγωνία της ερώτησης που θα πρέπει να εξαπλωθεί από στόμα σε στόμα. Την ακους και αναρωτιέσαι αν είναι θαύμα ότι τα αυτοκίνητα δεν κυκλοφορούν με αντιολισθητικές αλυσίδες ήδη, αφού είναι σαν να έχει πέσει δυο μέτρα χιόνι κι απλά εμείς οι υπόλοιποι, που δεν έχουμε ακόμα μολυνθεί από την αγωνία για το αν θα χιονίσει, δεν το βλέπουμε.
Οι πιο πολλοί που αναπαράγουν τις δυσοίωνες προβλέψεις διάφορων ψευτομετεωρολόγων έχουν ένα είδος σύνδρομού της Στοκχόλμης (δεν είναι τυχαίο διότι στην Στοκχόλμη, αντίθετα από ότι συμβαίνει στην Ελλάδα χιονίζει πολύ και συχνά). Είναι άνθρωποι που στις ψευτοπροβλέψεις αυτές προσθέτουν και κάτι της δικό τους: μοιάζουν να περιμένουν (σχεδόν με ηδονή) ένα είδος καταστροφής των πάντων. Σου λένε «θα χιονίσει» και λάμπουν, καθώς σκέφτονται αποκλεισμένες πόλεις και χωριά και χιλιάδες ανθρώπους να τρομάζουν στο μπάνιο γιατί κατουράνε παγάκια. Ολοι αυτοί περιμένουν να δουν τόνους χιονιού να μας πνίγουν, ενώ είμαστε συγκεντρωμένοι σε μια εκκλησία και όλοι μαζί μετράμε τις ώρες για το τέλος του κόσμου ψέλνοντας ο καθένας ό,τι ξέρει - άλλος τον ύμνο του Ολυμπιακού, άλλος της ΑΕΚ, άλλος του Λεβαδειακού, αν έχει ύμνο. Εχω συμφιλιωθεί με την ιδέα ότι θα φτάνει πάντα μια εβδομάδα του χρόνου που θα ακούω για πτώσεις της θερμοκρασίας, βαρομετρικά χαμηλά, παγωμένους δρόμους κι άλλα ανάλογα, που θα με κάνουν να αισθάνομαι ότι εμφανίζομαι στο «Τhe day after tomorrow». Οχι δεν θα έχω τον ρόλο του πρωταγωνιστή, αλλά θα είμαι ένας από τους χιλιάδες κομπάρσους που θα κοκαλώσει στο δρόμο, καθώς χιονοθύελλες χτυπάνε την οδό Αγίας Φωτεινής – μεγάλη η χάρη της. Το τελευταίο που θα μου τύχει πριν κοκαλώσω είναι το να ακούσω την φωνής κάποιου που φωνάζει πως δεν πίστευα πως θα χιονίσει, γελώντας χαιρέκακα και κυκλοφορώντας με μια ηλεκτρική κουβέρτα.
Ματαίως λέω κι αν χιονίσει στην Αθήνα τουλάχιστον σπάνια θα γίνει κάτι τρομερό: μπορεί να κλείσει για λίγο κανένας δρόμος, μπορεί να έχουμε καμιά διακοπή ρεύματος, μπορεί να κοκαλώσει καμιά σωλήνα της ΕΥΔΑΠ, μπορεί κάποιος να γλιστρήσει και να σπάσει κανένα πόδι και μπορεί όλοι μας να αρπάξουμε και κανένα ελαφρύ - θέλω να πιστεύω – κρύωμα, έτσι και ξαμοληθούμε για να βγάλουμε selfi παριστάνοντας τα εγγόνια των Αbba – mama mia. Αλλά όταν τα λέω αυτά είμαι κακός. Η αναμονή του χιονιού, που ποτέ δεν έρχεται, δεν είναι μια υπόθεση που με αφορά ώστε να έχω λόγο: είναι για όσους περιμένουν τη θεομηνία, δηλαδή για όσους είναι σίγουροι πως κάτι τρομερό θα συμβεί. Πως θα πέσει η θερμοκρασία στο «μείον 30» και θα παγώσει το αίμα μας από το κρύο. Πως θα υπάρξουν γιγάντιες καραμπόλες στους δρόμους γιατί όλοι θα κάνουν τον Αϊρτον Σένα γκαζώνοντας στον πάγο που θα χει πάχος ενάμισι μέτρο. Που περιμένουν πως θα κλείσουν τα θέατρα και τα σινεμά, πως θα αναβληθούν όλα τα ματς του Σαββατοκύριακου στο πρωτάθλημα, πως τα εστιατόρια θα σερβίρουν κονιάκ για να αντέξουν οι πελάτες το κρύο κι ας είναι ανοιχτές οι σόμπες. Λένε πως το χιόνι είναι για τα παιδιά: λάθος. Τα παιδιά το πολύ πολύ να φτιάξουν με τον μπαμπά κανένα χιονάνθρωπο ή να πετάνε χιόνια το ένα στο άλλο στην αυλή του σχολείου, αν κι αυτό σπάνιο είναι πια. Αυτοί που αληθινά το χαίρονται το χιόνι είναι όσοι το περιμένουν πιστεύοντας πως θα ζήσουν τις τελευταίες μέρες της ανθρωπότητας.
Την περασμένη Δευτέρα, ενώ ακουγόταν διάφορα απίθανα για πτώσεις της θερμοκρασία κτλ, άκουσα ένα πραγματικό μετεωρολόγο που είπε ότι απλά θα κάνει λίγο κρύο και ότι μπορεί και να μην χιονίσει, γιατί με βορειοδυτικούς ανέμους δεν χιονίζει. Αρχικά τον λυπήθηκα γιατί χωρίς τρομολαγνικές προβλέψεις κανείς δεν θα του δώσει σημασία. Μετά σκέφτηκα ότι πρέπει να συλληφθεί για διασπορά αληθινών ειδήσεων. Στον (κακό) καιρό μας απαγορεύονται.
(ΒΗΜΑγκαζίνο, Φεβρουάριος 2025)