Από τις πολλές καλές ταινίες που παίζονται αυτό τον καιρό στις αίθουσες συζητιέται περισσότερο το «Vice – ο δεύτερος στην ιεραρχία» του χαρισματικού σκηνοθέτη με την παράξενη διαδρομή που λέγεται Ανταμ Μακ Κέι. Από σεναριογράφος κωμωδιών με πρωταγωνιστή τον Γουίλ Φέρελ ο Μακ Κέι αποφάσισε να αλλάξει ρότα και να ασχοληθεί με την αμερικάνικη πολιτική ιστορία και μάλιστα την πρόσφατη. Η στιγμή της απόφασής του αυτής (που έγινε με την ενθάρρυνση και σπουδαίων ηθοποιών, που τον βοηθούν να βρίσκει κάθε φορά και τα απαραίτητα χρήματα της παραγωγής) αποδείχτηκε για το σινεμά μια ευλογημένη στιγμή.
Η θεαματικότητα του σχόλιου
Ο Μακ Κέι δημιουργεί ένα νέο κινηματογραφικό είδος: θα το ονόμαζα «ταινίες πολιτικού σχολιασμού». Πρόκειται για ταινίες που βασίζονται σε πραγματικά πρόσωπα, τα γεγονότα της ζωής των οποίων χρησιμοποιούνται για να γίνουν δεικτικές παρατηρήσεις περισσότερο και από αποκαλύψεις. Ο Μακ Κέι χρησιμοποιεί τους ηθοποιούς και την κάμερα για να σχολιάσει γεγονότα, αποφάσεις, νοοτροπίες και ανθρώπους, με τον ίδιο τρόπο που οι σχολιαστές των εφημερίδων χρησιμοποιούν τις λέξεις. Το τελικό αποτέλεσμα, ακριβώς επειδή εμπεριέχει την δική του προσωπική άποψη, προκαλεί πάντα συζητήσεις ως μη αντικειμενικό. Αλλά την ίδια στιγμή – κι αυτό είναι το σπουδαίο – το σχόλιο δεν αφαιρεί από την ταινία θεαματικότητα. Δεν μιλάμε για απλή στήριξη κάποιων θέσεων του σκηνοθέτη με προσεχτικά προσεγμένες εικόνες και σκηνοθετημένες καταστάσεις, όπως κάνει π.χ ο Μάικλ Μουρ, αλλά για καθαρό σινεμά, δηλαδή για μια θεαματική αφήγηση γεγονότων που τεμαχίζονται, μπαίνουν σε τάξη, επαναπροσδιορίζονται και σε κάθε περίπτωση αποτελούν πηγή έμπνευσης.
Ακόμα κι αν δεν έχεις ιδέα για το ποιος ήταν ο Ντικ Τσένι, ακόμα κι αν νομίζεις ότι πρόκειται για ένα φανταστικό πρόσωπο, το «Vice» μπορεί να σε συνεπάρει με την δηκτικότητα του, τη στρατευμένη άποψη των συντελεστών του, τις υπέροχες σεναριακές και σκηνοθετικές του αυθαιρεσίες και φυσικά τις μεγάλες ερμηνείες των πρωταγωνιστών του – ανάμεσα στους οποίους ξεχωρίζει πάλι ο μεταμορφωμένος Κρίστιαν Μπέιλ. Κυρίως όμως το «Vice» έρχεται να σου δείξει γιατί η Αμερική είναι μια χώρα στην οποία μπορείς να ασχοληθείς με κάθε ισχυρό, ακόμα κι αν αυτός είναι εν ζωή κι ακόμα κι αν έχεις αποφασίσει να υιοθετήσεις ως πραγματικά γεγονότα, όλα αυτά που ο ίδιος αρνείται. Το «Vice» είναι η απόδειξη ότι εκεί η ελευθερία του δημιουργού είναι τόσο σεβαστή, ώστε ο ίδιος μπορεί να δουλεύει χωρίς τον φόβο των δικαστικών αγωγών και των λογιών λογιών κυνηγητών. Υπάρχει ο δημιουργός, η έμπνευσή του, η δουλειά του και η υποχρέωση να κάνει κάτι τόσο ενδιαφέρον, που θα φέρει στο ταμείο χρήματα. Και τίποτα άλλο.
Πολλές ενστάσεις τότε
Ο Μακ Κέι είχε δείξει το νέο του σινεμά ήδη μερικά χρόνια πριν με το «Μεγάλο σορτάρισμα» - ταινία που στην Ελλάδα είδαν μάλλον λίγοι κι ακόμα λιγότεροι κατάλαβαν. Εκεί βέβαια υπήρχε ένα πρόβλημα: ενώ το κατασκευαστικό περιτύλιγμα ήταν σπουδαίο, το βασικό ιδεολόγημα της ταινίας σήκωνε πολλές ενστάσεις. Ο Μακ Κέι παρουσίαζε ως ήρωες κάποιους χρηματιστές, που είχαν καταλάβει, χάρη στην οξυδέρκεια τους και τις πληροφορίες τους, ότι η αγορά ακινήτων είναι μια φούσκα που θα τίναζε στον αέρα τα αμερικάνικα ομόλογα και την παγκόσμια οικονομία. Παρά το συναρπαστικό της ιστορίας (δεν συμβαίνει κάθε μέρα κάποιοι τυπάδες να ποντάρουν στην καταστροφή του οικονομικού σύμπαντος), υπήρχε ένα πρόβλημα: ήταν δύσκολο να συμπαθήσεις κάποια «κοράκια» της Γουολ Στριτ μόνο και μόνο γιατί ήταν έξυπνοι και επίμονοι στη δουλειά τους. Ο Μακ Κέι δεν είχε καταφέρει να αποστασιοποιηθεί από τους ήρωές του – ίσα ίσα που τους αγαπούσε πολύ. Αυτή του η λατρεία ήταν μάλλον ανυπόφορη – μολονότι η ταινία του ήταν άψογη. Αυτή τη φορά οι κατασκευαστικές ιδέες εξακολουθούν να υπάρχουν, οι ηθοποιοί είναι σπουδαίοι, οι περισσότερες (αν όχι και όλες…) σκηνές της σκηνοθετημένης αφήγησης λειτουργούν, αλλά το σπουδαίο στην ταινία είναι ότι δεν υπάρχουν θετικοί ήρωες.
Ο Μακ Κέι με μια στρατευμένη μονομέρεια αποδομεί τα πάντα: ο Τσένι είναι ένας σατανάς που δεν κερδίζει κανένα χειροκρότημα – ό,τι παρακολουθείς είναι το χρονικό της καταδίκης του. Είναι άδικη αυτή η μονομέρεια; Όχι από τη στιγμή που χρησιμοποιούνται αποκλειστικά πραγματικά περιστατικά. Το «Vice» είναι ένα παζλ όπου όλα τα κομμάτια μπαίνουν στη σειρά – αυτό παρακολουθείς. Μπορεί να μην χαρείς την τελική εικόνα του ή να διαφωνήσεις με τις κατηγορίες: δεν γίνεται να μην χαρείς τον τρόπο που ο τύπος διασκεδάζει καθώς το ολοκληρώνει.
Ικανότητα και ανικανότητα
Οι Αμερικάνοι σκηνοθέτες έχουν το κουράγιο και τα χρήματα για να φτιάχνουν τέτοιες ταινίες γιατί το σινεμά τους βασίζεται στο νόμο της αγοράς: τα φέρνεις, τα παίρνεις και κάνεις ό,τι θες. Η δύναμη των Studios έχει εξασθενίσει: έχοντας τον Κρίστιαν Μπέιλ, τον Μπραντ Πιτ, τον Γουιλ Φέρελ χρήματα θα βρεις. Από εκεί και πέρα πρέπει να ξέρεις να κάνεις σινεμά – αν απλά χρησιμοποιείς πραγματικά πρόσωπα και πραγματικές ιστορίες για να κάνεις τον οργισμένο διαδηλωτή θα σε βαρεθούν γρήγορα. Χρειάζεται επίσης να έχεις και κότσια να ασχοληθείς με ισχυρούς ανθρώπους, όχι δαιμονοποιώντας την εξουσία τους, όπως κάνουν οι Ευρωπαίοι συνήθως, αλλά χρονογραφώντας την ανέλιξή τους, ώστε να γίνει κατανοητή η επικίνδυνη ικανότητα τους ή η επικίνδυνη ανικανότητα τους – οι στιγμές που εμφανίζεται ο Τζορτζ Μπους Τζούνιορ είναι ίσως οι καλύτερες. Το «Vice» είναι πολιτικό σινεμά και συγχρόνως αμερικάνικο δράμα – δείχνει όλη τη διάθεση του Μακ Κέι να θυμίσει στους συμπολίτες του τα τελευταία σαράντα χρόνια της χώρας τους. Κι ο τύπος το κάνει όχι με ντουντούκα (πράγμα εύκολο) αλλά με νυστέρι χειρουργικό (πράγμα που απαιτεί ικανότητες). Περιττό να πω ότι στο εγχείρημα βρίσκει ως άξιους συμπαραστάτες όλους σχεδόν τους ηθοποιούς: παρόλο που τα γεγονότα που περιγράφονται είναι γιγάντια, υπάρχει χώρος και για να χτιστούν χαρακτήρες.
Εδώ και τώρα
Ομολογώ ότι το καταχάρηκα και σκεφτόμουν τι θα έκαναν οι Αμερικάνοι αν είχαν π.χ ένα πολιτικό σαν τον Πάνο τον Καμμένο που αυτή την εβδομάδα έδωσε ρεσιτάλ. Νομίζω ο Μακ Κέι θα μας έδινε εύκολα τη μεγαλύτερη κωμωδία όλων των εποχών. Αλλά που να βρεις ηθοποιό τόσο ικανό να υποδυθεί ένα τόσο πολύπλοκο χαρακτήρα; Η εξουσιομανία του Τσένι είναι σχεδόν φυσιολογική πολιτική φιλοδοξία, αν την συγκρίνουμε με όσα βλέπουμε εδώ. Και τώρα, που έλεγε και μια ψυχή…