Ο τελευταίος (;) καυγάς που παρακολουθήσαμε μέσα στη χρονιά που φεύγει έγινε ανάμεσα στην εκκλησία και στον γνωστό καθηγητή London School of Economics κ. Ηλία Μόσιαλο – στο πλευρό του οποίου στρατεύθηκαν όλοι όσοι δεν αντέχουν τα κηρύγματα (όχι μόνο τα εκκλησιαστικά).
Τα γνωστά προβλεπόμενα
Η ιστορία είναι γνωστή. Ο Μόσιαλος έκανε χριστουγεννιάτικα μια ανάρτηση μιας γελοιογραφίας που καυτηρίαζε το γεγονός ότι κάποιοι Χριστιανοί δεν πιστεύουν στη δύναμη των εμβολίων ή στην επικινδυνότητα του Covid 19, αλλά πιστεύουν στην εγκυμοσύνη της Παναγίας χάρη στον κρίνο. Η Ιερά Σύνοδος, δηλαδή οι επικεφαλής της εκκλησίας μας, του συνέστησε, κάπως άγαρμπα, να μην προκαλεί το χριστιανικό συναίσθημα. Ο καθηγητής χρειάστηκε να απολογηθεί για το χιούμορ του – και μάλιστα σε δελτίο ειδήσεων. Οσοι του συμπαραστάθηκαν θύμισαν ότι στην αντιμετώπιση της πανδημίας η εκκλησία δεν βοήθησε όσο θα μπορούσε. Οσοι συντάχθηκαν με την εκκλησία θυμήθηκαν μέχρι κι ότι έχει υπάρξει βουλευτής επικρατείας.
Τα όσα ακούστηκαν ήταν προβλεπόμενα. Κάπου οι βαθιά θρησκευόμενοι δεξιοί βουλευτές και οι φιλελεύθεροι κεντροαριστεροί που αντιπαρατέθηκαν έχουν χάσει το κέφι τους: μάλλον αναμασούν τα ίδια και τα ίδια για τη χαρά του καυγά. Εγώ πάλι από αυτή την ιστορία κράτησα κάτι άλλο: κατάλαβα ότι και η Εκκλησία έχει μπει στο στίβο των Social Media. Θέλω να πω πως αν ο Μόσιολος δεν έκανε ανάρτηση, αλλά μιλούσε για την συγκεκριμένη γελοιογραφία σε μια εφημερίδα ή σε μια τηλεοπτική του συνέντευξη, η εκκλησία δεν θα ασχολούταν καθόλου μαζί του. Κι έχω μια απόδειξη: την Μπενεντάτα. Την τελευταία ταινία του Πολ Φερχόφεν για την οποία κάτι ήθελα να γράψω καιρό τώρα και δεν έβρισκα την αφορμή.
Μια Παρασκευή απόγευμα
Μια από τις ιστορίες που έχω ζήσει και που διηγούμαι γελώντας μόνος μου (διότι την κωμικότητα της δεν μπορώ να την περιγράψω), αφορά την παρουσία μου στον κινηματογράφο Οπερα το μακρινό 1988 κατά τη διάρκεια της επίθεσης παππάδων, παλαιοημερολογιτών, μοναχών και παθιασμένων Χριστιανών που διέκοψαν την προβολή της ταινίας «Ο Τελευταίος Πειρασμός».
Ηταν μια Παρασκευή απόγευμα, αν θυμάμαι καλά μήνας Οκτώβριος. Για την ταινία του Μαρτίν Σκορτσέζε είχε ξεκινήσει μια φασαρία, πριν αυτή βγει στις αίθουσες. Η Εκκλησία της Ελλάδος είχε προσφύγει στα δικαστήρια ζητώντας τη μη προβολή της διότι την θεωρούσε βλάσφημη, όπως και το βιβλίο του Νίκου Καζαντζάκη στο οποίο είχε στηριχθεί. Ενώ η δικαστική απόφαση εκκρεμούσε, η ταινία άνοιξε κανονικά κι εγώ πήγα να τη δω στην πρώτη της προβολή από φόβο μήπως αποφασιστεί ότι δεν πρέπει να προβληθεί και τη χάσω – σημειωτέων αυτό ακριβώς συνέβη, αλλά μέχρι να βγει η απόφαση η ταινία είχε κάνει 300 χιλιάδες εισιτήρια περίπου.
Ο μεγάλος χαμός είχε γίνει στο Κολωνάκι: μπροστά στο σινεμά Εμπασυ είχαν πέσει και δακρυγόνα! Η επίθεση στην Οπερα από καμιά πενηνταριά αλαλάζοντες που φώναζαν πως θα μας κάψει ο Θεός: υπήρχαν και ΜΑΤ μπροστά από το σινεμά, αλλά δεν είχαν ασχοληθεί ιδιαίτερα. Η όλη κίνηση ήταν λεπτομερώς σχεδιασμένη. Καμιά εικοσαριά άτομα είχαν πάρει εισιτήρια και είχαν μπει στο σινεμά παριστάνοντας τους θεατές σαν μεταμφιεσμένοι σινεφίλ: όταν εμφανίστηκε στην οθόνη ο Γουίλιαμ Νταφόε έκαναν σαν να είδαν τον σατανά κι άρχισαν να ουρλιάζουν.
Από το όλο συμβάν μου έμειναν δυο πράγματα: το ένα ότι ένας περίεργος (μάλλον μεταμφιεσμένος σε Μακογιαννόπουλο καλόγερος) έσκισε την οθόνη με ένα ψαλίδι, μολονότι η προβολή της ταινίας είχε σταματήσει – δεν του έφταιγε προφανώς ο Σκορτσέζε, αλλά το σινεμά γενικότερα. Το δεύτερο ότι ενώ εντός της αίθουσας είμασταν καμιά εκατοστή θεατές (στην πλειοψηφία άντρες) το βάλαμε στα πόδια κυνηγημένοι από την Ελένη Λουκά και τα παλικάρια της χωρίς να βγάλουμε κιχ! Μπροστά στον τυφλό φανατισμό τρομάξαμε – και ντρέπομαι που το λέω. Γιατί τα θυμήθηκα όλα αυτά; Διότι φέτος παίχτηκε στα σινεμά η Μπενεντέτα κανονικότατα και δεν υπήρξε, όχι επίθεση φανατικών χριστιανών αλλά ούτε ανακοίνωση της Ιεράς Συνόδου για τα μάτια του κόσμου. Της ίδιας Ιεράς Συνόδου που τα βαλε με τον Μόσιαλο!
Όλα τα αντιεκκλησιαστικά κλισέ
Επειδή δεν έχετε υπόψιν σας περί τίνος πρόκειται (την ταινία του Πολ Φερχόφεν δεν την είδε σχεδόν κανείς…) θέλω να σας εξομολογηθώ κάτι: ακόμα κι εγώ που είμαι περισσότερο φιλελεύθερος από θρήσκος κάποιες στιγμές παρακολουθώντας την έφριξα. Όχι γιατί υιοθετεί σχεδόν όλα τα κλισέ εναντίον της εκκλησίας, αλλά γιατί το κάνει με σκοπό να προκαλέσει τον κάθε Χριστιανό και τα αισθήματα του. Ο Φερχόφεν, (που είναι 83 ετών παρακαλώ), παραμένει ένας εξαιρετικός προβοκάτορας: με αυτή την ικανότητα έκανε καριέρα. Αλλά στη συγκεκριμένη ταινία οι προκλήσεις είναι τόσο φθηνές, που πραγματικά αναρωτιέσαι για το γιατί. Φυσικά δεν αναρωτιέσαι αν ο Ολλανδός θα τολμούσε να προκαλέσει με ανάλογο τρόπο μουσουλμάνους ή ακόμα και διάφορους πολιτικά ακραίους: δεν θα το έκανε ποτέ. Θέλησε να προκαλέσει τους Χριστιανούς γιατί πίστευε πως η όποια αντίδρασή τους θα χαρίσει στην ταινία εισιτήρια και στον ίδιο υποστήριξη, αλλά ίσως λόγω ηλικίας δεν μέτρησε σωστά τα δεδομένα της εποχής. Πλέον μια ταινία προκαλεί λιγότερο από μια ανάρτηση στο διαδίκτυο: ακόμα και στην Ελλάδα.
Λεσβιακό σεξ σε μοναστήρια
Η ταινία προβλήθηκε χωρίς κανένας εκκλησιαστικός φορέας να κάνει την παραμικρή ένσταση για το περιεχόμενό της. Γιατί; Διότι απλά δεν την πήραν είδηση οι ηγέτες της εκκλησίας μας, που μάλλον περνάνε τη μέρα τους στο FB κι αυτοί! Έτσι πέρασαν στο ντούκου, και χωρίς ούτε μια αντίδραση για τα μάτια του θρησκευόμενου κόσμου, κινηματογραφικές σκηνές με καλόγριες να κάνουν λεσβιακό σεξ σε μοναστήρια, αγάλματα της Παναγίας που χρησιμοποιήθηκαν ως sex toys, ειρωνείες για την ύπαρξη των θαυμάτων και στην τελική ο απόλυτος και ανελέητος χλευασμός για την ίδια την πίστη ως ανθρώπινο δικαίωμα ή καταπραϋντικό. Κι είναι πραγματικά αστείο ότι ενώ κανείς Μητροπολίτης δεν βγήκε να πει κάτι για όλο αυτό το εμετικά προβοκατόρικο δημιούργημα, που πραγματικά φτιάχτηκε για να θίξει τους πιστούς και μόνο, η εκκλησία μας τα έβαλε με τον Μόσιολο! Που, αν για κάτι θα μπορούσε να τον κατηγορήσει κάποιος, (όχι πάντως εγώ…) είναι απλά για κακό χιούμορ.
Στο τρυπάκι των like
Εχει ξεμείνει από πάθος η εκκλησία μας; Αν κρίνω από το πόσοι ιερείς έκαναν κηρύγματα κατά των περιοριστικών μέτρων κι από το πόσοι δίνουν το παρών σε διάφορες εκδηλώσεις αντιεμβολιαστών, τερματοφυλάκων του συντάγματος και λοιπών ψεκασμένων δυνάμεων, θα λεγα όχι. Αλλά όλα αυτά φαίνεται ότι πιο πολύ και από την πίστη έχουν να κάνουν με το διαδίκτυο: το FaceBook είναι που δημιουργεί κινητοποιήσεις κι όχι το θρησκευτικό συναίσθημα. Και το ίδιο ισχύει και για τα ανάθεμα στον Μόσιαλο: κι αυτά δείχνουν ότι οι εκκλησιαστικοί μας άρχοντες έχουν μπει κι αυτοί στο τρυπάκι της αναζήτησης των like από τους δικούς τους ακόλουθους. Που συμβαίνει να παρακολουθούν τον Μόσιολο (και γιατί εμπιστεύονται τον επιστημονικό του λόγο), ενώ δεν έχουν ιδέα για το ποιος είναι ο Φερχόφεν.
Ενας Μπενεντέτος…
Πριν λίγες μέρες παρακολουθούσα στην τηλεόραση ένα ρεπορτάζ για ένα ιερέα που ανεβάζει στο Instagram ημίγυμνες φωτογραφίες του δείχνοντας το γυμνασμένο κορμί του. Δεν νομίζω ότι κάποιος εκκλησιαστικός άρχοντας σκανδαλίστηκε ή του έκανε συστάσεις. Στα Social της εκκλησίας μας αυτά μάλλον επιτρέπονται: το πρόβλημα με το Μόσιολο είναι ότι μάλλον παίρνει πολλά like κι αυτό πρέπει να σταματήσει διότι δεν είναι άνθρωπος της εκκλησίας, αντίθετα από τον καλό ιερέα που επιδεικνύει στέρνο, μπράτσα και αδρεναλίνη.
Ο Φερχόφεν θα το καταδιασκέδαζε. Του δίνω ιδέες: αφού η Μπενεντέτα πέρασε και δεν ακούμπησε, ας ασχοληθεί με ένα Μπενεντέτο. Και βοήθειά μας γενικότερα…