Αγάπα με τις ώρες που μπορείς

Αγάπα με τις ώρες που μπορείς


Σήμερα αποχαιρετά τον Βασίλη Καρρά η Θεσσαλονίκη του –γίνεται λαϊκό προσκύνημα. Αύριο θα κηδευτεί στην γενέτειρά του στο Κοκκινοχώρι Καβάλας, εκεί που έχει και την περίφημη φάρμα του, ένα πραγματικό επίγειο παράδεισο που ήταν ένα είδος δώρου που έκανε στον εαυτό του πάνω από είκοσι χρόνια πριν. Ένα από τα όνειρα του που έκανε πράξη ήταν κι αυτό: να γυρίσει στον τόπο που άφησε μικρός (δεν ήταν καλά καλά δέκα χρονών όταν οι γονείς του μετακόμισαν στην Θεσσαλονίκη) και να φτιάξει ένα ωραίο σπίτι που να το χαίρεται με τους φίλους του και να καμαρώνουν για αυτό οι δικοί του. Παλιομοδίτικο όνειρο ίσως, αλλά αυτός ήταν ο Καρράς.  Ανεξάρτητα από το αν ορκιζόσουν στα σουξέ του ή αν σου ήταν αδιάφορα όλα, ήταν δεδομένο ότι έβλεπες στο πρόσωπό του έναν άνθρωπο μιας άλλης εποχής: μιας εποχής που ο λαϊκός τραγουδιστής έπρεπε να μοιάζει με τον κόσμο που προσπαθούσε να εκφράσει. Και που γινόταν αγαπητός και είδωλο όχι γιατί τσίριζαν τα κοριτσάκια όταν έβγαινε στην πίστα, ούτε γιατί τον συμβούλευαν διάφοροι πως θα ντυθεί και που θα εμφανίζεται, αλλά γιατί, όπως λέγανε κάποτε στη Θεσσαλονίκη, «τα ‘λεγε». Για αυτό αγαπήθηκε πολύ. Γιατί «τα ‘λεγε». Και μάλιστα με τον τρόπο του. Ένα τρόπο που δεν ήταν αψεγάδιαστος και δεν άρεσε σε όλους. Αλλά ήταν αληθινός γιατί ήταν ο τρόπος του.

Το μεταδοτικό τραγούδι

Ο Καρράς δεν είχε μυστικά. Τον έβλεπες και τον άκουγες και καταλάβαινες την διαδρομή του. Από τα 16 του στη νύχτα αλλά όχι για να γίνει σταρ – «παιδί θαύμα» δεν θα τον χαρακτήριζε κανείς ποτέ του: μάλλον την πλάκα του αρχικά έκανε. Η, όπως μου ‘χε πει κάποτε «την τρέλα του». «Εγώ από την τρέλα μου για το τραγούδι έγινα τραγουδιστής κι από την τρέλα μου για τα αυτοκίνητα μηχανικός και δούλευα για χρόνια σε συνεργεία. Είχα μια τρίτη τρέλα, αυτή για το ποδόσφαιρο, αλλά ποδοσφαιριστής δεν έγινα – έγινα, όμως, ΠΑΟΚτζής» μου χε πει κάποτε γελώντας. Γελούσε ωραία ο Καρράς, του πήγαινε, κι ας μιλούσαν τα τραγούδια του κυρίως για αντρικούς πόνους. Όταν γελούσε σε παρακινούσε κι εσένα να το κάνεις. Το γέλιο του ήταν μεταδοτικό, όπως και το τραγούδι του.

https://www.agrinionews.gr/wp-content/uploads/2023/12/karras2.jpg

Με ένα ουίσκι στο χέρι

Ο Καρράς έλεγε μεταδοτικά τραγούδια, όχι απλά λαϊκά. Ακόμα και το παράξενο κι απερίγραπτο ηχόχρωμα της φωνής του σε παρακινούσε να τα τραγουδήσεις. Στην πίστα ήταν σαν να δίνει ένα σύνθημα: ο λαός του όφειλε να ακολουθεί, αλλιώς η σχέση δεν λειτουργούσε. Ο Καρράς άφησε πίσω του μια τεράστια δισκογραφία, όμως πιο πολύ κι από αυτή το θεαματικό στην περίπτωσή του ήταν οι εμφανίσεις του: ακόμα κι αν δεν είχε πει ούτε ένα δικό του τραγούδι ο Καρράς θα είχε τους φανατικούς του, γιατί στην πίστα ήταν θωρηκτό. Όπως και ο άλλος μεγάλος εκπρόσωπος της σχολής της Θεσσαλονίκης, ο αγαπημένος μου Πασχάλης Τερζής, τα γαλόνια του τα απέκτησε στην πίστα: την έλιωνε και τον έλιωνε. Ειχα την τύχη, χάρη σε κάμποσους κοινούς γνωστούς που ανήκουν στο στρατό των διάσημων φανατικών του, να τον έχω δει στο καμαρίνι του χαράματα μόλις είχε τελειώσει ένα πρόγραμμα – τελευταία φορά αν θυμάμαι καλά στη Νεράιδα. Ο Καρράς ήταν πιο θεαματικός εκεί: ήταν κάθιδρος, κουρασμένος, φορούσε ένα μπουρνούζι, αλλά ήταν εντυπωσιακά επιβλητικός και αληθινά ευχαριστημένος γιατί για ένα ακόμα βράδυ είχε κάνει το χρέος του απέναντι στο κοινό του. Ηταν με ένα ουίσκι στο χέρι, σαν πελάτης του εαυτού του. Καθόλου αυτάρεσκος. Αλλά σαν μποξέρ που μόλις είχε κερδίσει ένα ακόμα τίτλο. Και γελαστός σαν οικοδεσπότης. Ναι ήταν άνθρωπος που είχε αρκετή νύχτα πάνω του. Αλλά μια νύχτα όμορφη. Ξελογιάστρα.

Το κοινό του και οι παρείσακτοι

Ο Καρράς ξεκίνησε την καριέρα του από αγάπη για το λαϊκό τραγούδι και με τον καιρό αγάπησε την ίδια τη μουσική και την δημιουργία. Δεν ξέρω πόσοι το γνωρίζουν αλλά έγραψε πάνω από εκατόν πενήντα τραγούδια: σε κάποια έγραψε στοίχους, σε κάποια μουσικά σε πολλά και τα δυο. Πολλά τα έδωσε σε ομότεχνούς του πάντα νεότερους – όπως όλοι οι παλιοί λαϊκοί τραγουδιστές ήθελε και ήξερε να μοιράζεται. Δικά του είναι το «Γέλα μου», ένα ντουέτο του με την Δέσποινα Βανδή, το «Αδιέξοδο» που είπε υπέροχα ο Γιάννης Πάριος, αλλά και το «Καρδιοπάθειες» και το τεράστιο «Περιττό να σου πω πως πεθαίνω» που θα έπρεπε να είναι υποχρεωτικό κάθε άντρας να το έχει τραγουδήσει μεθυσμένος χαράματα. Ο Καρράς βέβαια δεν θέλησε ποτέ να κατοχυρωθεί στην συνείδηση του κοινού του ως στιχουργός, ή συνθέτης, ή δημιουργός – αυτά δεν τον ενδιέφεραν ποτέ. Και ήξερε πως για το κοινό του δεν ήταν απλά ένας καλός τραγουδιστής, αλλά ένα είδος καθοδηγητή: το κοινό αυτό που τον ακολουθούσε πιστά ο Καρράς το ένιωθε γιατί κατέθεσε πολύ ψυχή για να το αποκτήσει. Δεν το ψυχαγωγούσε και δεν το πρόσεχε – θα λεγα ότι πιο πολύ το τάιζε με τραγούδια. Το τι θα γινόταν επιτυχία το έκρινε το κοινό αυτό σαν να παίρνει μέρος σε μια ψηφοφορία κάθε φορά: τα πιο πολλά τραγούδια του Καρρά, ειδικά στην πρώτη περίοδο του, είχαν γίνει επιτυχίες στο κοινό του πριν τα ανακαλύψουμε όλοι εμείς οι παρείσακτοι. Αυτή είναι η ιστορία του «Θα μου κλείσεις το σπίτι», του «Νύχτα ξελογιάστρα», του «Οι αγάπες πάντα τελειώνουν», του «Πάρ’τα όλα», του «Περιττό να σου πω πως πεθαίνω» φυσικά.

https://scdn.star.gr/images/articles/660/202312/6589390d12502.jpg

Το μεγάλο κοινό τον ανακάλυψε αργότερα απογειώνοντας στον αστερισμό του σουξέ τραγούδια όπως το «Κάνω ένα τσιγάρο και φεύγω», το «Απ’ το Βορρά μέχρι το Νότο», το «Δεν πάω πουθενά», το «Αγάπα με τις ώρες που μπορείς», το «Δώδεκα παρά», η τεράστια «Χαμένη Πολιτεία» κι άλλα πάρα πάρα πολλά. Κομβικό φυσικά στην καθολική του αναγνώριση υπήρξε το «Ας την να λέει» γραμμένο από τον Μάνο Ξυδούς και ερμηνευμένο με τους Πυξ Λαξ. Το είπε (μετά από πολλούς δισταγμούς είναι αλήθεια) το 1993. Ηταν γραμμένο για τον Στράτο Διονυσίου. Για το λαό του Καρρά ήταν η απόδειξη ότι ο άνθρωπός τους ήταν και διάδοχος του μεγάλου Στράτου, για μας τους υπόλοιπους ήταν ένα μεγάλο τραγούδι που μας βοήθησε να καταλάβουμε ότι ο Καρράς δεν έλεγε μόνο καψουροτράγουδα, αλλά κι αντρικά τραγούδια. Τραγούδια δηλαδή που μπορούσαν να εκφράσουν όχι ένα αντρικό life style που βασιζόταν σε ψευδαισθήσεις μαγκιάς, αλλά που περιέγραφαν ένα άντρα, που ισορροπεί ανάμεσα σε μια αέναη παιδικότητα και μια ωριμότητα, αυτή που φέρνει μόνο η ανακούφιση από την ερωτική απογοήτευση. Το είπαν πολλοί το τραγούδι έκτοτε. Αλλά ο στίχος «δεν έμαθε ποτέ της να πονά και με πληγώνει» ακούγεται στην αληθινή του διάσταση μόνο όταν τον λέει ο Καρράς. Όχι γιατί είναι πληγωμένος ο ίδιος ή προσποιείται τον πόνο, αλλά γιατί σε πείθει πως και πόσο σε καταλαβαίνει. Και «στα λέει». Αυτό έκανε πάντα.

Στο καμαρίνι με τον Τζέιμς Μπράουν

Ο Καρράς ήταν παιδί της νύχτας. Δεν θυμάμαι ποτέ να απασχόλησε κανένα την ημέρα. Δεν θυμάμαι εξώφυλλα σε περιοδικά, τηλεοπτικές του εμφανίσεις, σταριλίκια – ούτε φυσικά καμιά προσπάθεια να γίνει κάτι άλλο από αυτό που έγινε. Μικροπαντρεύτηκε τη Χριστίνα του, απέκτησε μια κόρη, την Ειρήνη του, άλλαξε το επίθετό του από «Κεσογλίδης» σε «Καρράς» γιατί ήταν πιο πιασάρικο, έγινε σύνθημα από τους φανατικούς του: «Ο,τι αρχίζει με χαρά, τελειώνει στον Καρρά», «ΠΑΟΚ, ουίσκι και του Καρρά οι δίσκοι», «φίλε γερά το βράδυ στον Καρρά» γράφανε στους τοίχους της Θεσσαλονίκης κι όχι μόνο. Κι ο Καρράς με αυτά γελούσε. Σίγουρα είχε κι αδυναμίες, σίγουρα έκανε τα λάθη του, σίγουρα θα ‘χε και τις αμαρτίες του, αλλά το σπάνιο χάρισμα να κάνει ανθρώπους να τραγουδάνε ήταν αυτό που σημάδεψε την καριέρα του κι όχι κάτι άλλο. Το απέκτησε δουλεύοντας και προχωρώντας. Νύχτα, νύχτα.    

Στις μικρές ώρες, πριν ξημερώσει δηλαδή, όταν είχαν φύγει από το μαγαζί οι πολλοί που έψαχναν παρηγοριά στην καψούρα τους, ο Καρράς μπορεί να έλεγε εκτός από Καζαντζίδη και Στράτο και Ορφέα Περίδη και Νίκο Παπάζογλου και το «Δεν φταίω εγώ που μεγαλώνω». Στο θέατρο Πέτρας πριν λίγα χρόνια, είχε σχεδόν κλάψει στη σκηνή λέγοντας, πως αφού γνώρισε τόση αγάπη από ανθρώπους δεν θέλει τίποτα άλλο – ίσως ήξερε ήδη τότε ότι έχει να παλέψει με τον καρκίνο, ίσως είχε απλά την διαίσθηση ότι ξεκινά το κεφάλαιο του τέλους. Εφυγε παραμονή Χριστουγέννων, όπως ο Τζέιμς Μπράουν κάποτε. Θα βρεθούν ιδρωμένοι και οι δυο σε ένα καμαρίνι κάπου σε μια άλλη διάσταση. Ο Τζέιμς Μπράουν θα του πει «Ι’m black and I’m proud». Ο Καρράς θα του απαντήσει «Φαινόμενο είμαι εγώ».