Αντίο Αγιε Μποντ

Αντίο Αγιε Μποντ


Στο μεταξύ, κι ενώ αυτό τον παράξενο μήνα Μάιο επικρατεί μια φασαρία παντού σχεδόν στον πλανήτη, έφυγε από κοντά μας μια ξεχωριστή προσωπικότητα, ο υπέροχος Ρότζερ Μουρ, είδωλο των παιδικών μου χρόνων και, πάνω από όλα, άντρας πραγματικός, που ήξερε να ζει τη ζωή όσο λίγοι. Χρωστάω ένα σημείωμα – συγχωρείστε μου την καθυστέρηση και την αμηχανία.

Αυτός και ο Κόνερι

Ένα από τα μεγάλα διλλήματα με τα οποία στα 80’ς μεγαλώσαμε ήταν  το ποιος Μποντ ήταν καλύτερος, ο Σον Κόνερι ή ο Ρότζερ Μουρ – άλλοι για μας δεν υπήρχαν. Την δεκαετία του ‘80 ο ρόλος του Μποντ έμοιαζε εξαντλημένος, είχαμε δει και τον Κόνερι και τον Μουρ στα καλύτερά τους και κάθε φορά που γινόταν αυτή η ερώτηση το πράγμα κατέληγε σε καυγάδες. Με τον Κόνερι ήταν κυρίως αυτοί που έβλεπαν πιο πολύ σινεμά, με τον Ρότζερ Μουρ όσοι έβλεπαν πιο πολύ τηλεόραση. Ο Κόνερι είχε παίξει στα πρώτα Μποντ κι έχτισε το μύθο, αλλά ο Μουρ, έχοντας κάνει μεγάλο σουξέ κυρίως με τον «Αγιο» (αλλά και με τον «Ιβανόη» και τον «Μάβερικ») ήρθε να δώσει στον ήρωα κάμποση χαμένη λάμψη. Το λέω χωρίς να ντρέπομαι: τιμώ την σκληράδα και την αγριάδα του Σον Κόνερι, αλλά από το μεγάλο σκωτσέζο προτιμούσα πάντα τον υπέροχο Αγγλο. Ο δικός μου Τζέιμς Μποντ ήταν ο Ρότζερ Μουρ, με την γλυκιά του βρετανικότητα, την σπάνια κομψότητα, το εξαιρετικό χιούμορ και την Aston Martin. Η αγαπημένη μου ταινία Μποντ, το «Η κατάσκοπος που με αγάπησε», όχι τυχαία έχει αυτόν πρωταγωνιστή.   

Ο Φλέμινγκ άλλον ήθελε

Πριν από λίγο καιρό έπεσε στα χέρια μου ένα σπάνιο βιβλιαράκι που κυκλοφόρησε στα ελληνικά από τις εκδόσεις Αγρα πριν από είκοσι (και βάλε…) χρόνια: περιέχει τις λεπτομέρειες μιας πραγματικής συζήτησης ανάμεσα στον Ιαν Φλέμινγκ, δημιουργό του Τζέιμς Μποντ, και τον Ζορζ Σιμενόν, που, μάλιστα αγνοεί και τον Φλέμινγκ και τον Μποντ! Ο Φλέμινγκ σχεδόν (αυτό)ψυχαναλύεται μιλώντας στον μεγάλο Γάλλο δάσκαλο του αστυνομικού μυθιστορήματος κι αυτό που μου έμεινε από όσα λέει είναι ότι ο Μπόντ, που αυτός είχε στο μυαλό του, δεν θα μπορούσε ποτέ να αποδοθεί στο σινεμά από ένα τύπο, όπως ο Ρότζερ Μουρ. Αυτή η διαπίστωση με έκανε να εκτιμήσω τον Αγγλο ηθοποιό ακόμα πιο πολύ: πήρε ένα μεγάλο ρόλο, που δεν ήταν για αυτόν γραμμένος, και τον πήγε παρακάτω. Πιθανότατα τον βοήθησε ότι υποδυόταν στον «Αγιο» για χρόνια τον Σάιμον Τέμπλαρ, ένα γοητευτικό Ρομπέν των δασών, ένα χαρισματικό κοσμοπολίτη απατεώνα: στον Μποντ, ο Μουρ έδωσε κάτι από την κοσμοπολίτικη ανεμελιά του «Αγιου» και το έκανε από μόνος του χωρίς σοβαρές σκηνοθετικές οδηγίες. Η προσέγγιση του ρόλου υπήρξε αποκλειστικά δική του – έγραψε κι ένα βιβλίο για αυτό. Ο Μουρ ποτέ δεν θεωρούσε ότι ο ίδιος είναι ο καλύτερος Μποντ – τιμούσε τον Σον Κόνερι και δήλωνε θαυμαστής του. Όμως πάντα θεωρούσα ότι και αυτό ακόμα ήταν μέρος του ρόλου του: ο ωραιότερος τρόπος για να κερδίσεις τα μπράβο αποφεύγοντας μια σύγκριση, είναι να αρνηθείς την σύγκριση δηλώνοντας ότι δεν την αξίζεις.

Επτά βραβεία, πολλά σουξέ

«Μπράβο», ο μεγάλος Ρότζερ Μουρ κέρδισε στη ζωή του λίγα, αλλά δεν νομίζω ότι τον ενδιέφεραν και ποτέ:  τα βραβεία ερμηνείας που κέρδισε είναι επτά μόνο. Γιός ενός αστυνομικού και μια βρετανίδας από την Καλκούτα, έχτισε την καριέρα του μόνος του, αφού αρχικά υπηρέτησε στο βρετανικό στρατό προλαβαίνοντας τις τελευταίες μέρες του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Εκανε ταινίες ακόμα και στην Νότιο Αφρική και για αυτό κατηγορήθηκε, αλλά όπως έλεγε «το να υποδύεται ήρωες εντελώς άγνωστους σε εκείνον ήταν η μόνη δουλειά που ήξερε». Είναι αλήθεια ότι οι δουλειές του στην τηλεόραση ήταν ανώτερες από τις κινηματογραφικές του ταινίες, μολονότι στο σινεμά σουξέ έκανε και πολλά – πέρα από τις επτά ταινίες του Μποντ. Γνώριζε όσο λίγοι την τέχνη της ειρωνείας και για αυτό έπαιξε τον Κλουζώ, σε ένα επεισόδια του Ροζ Πάνθηρα. Κάποτε τον φώναξαν σε ένα τηλεοπτικό βρετανικό σόου και νομίζοντας πως θα τον φέρουν σε δύσκολη θέση του είπαν ότι ολόκληρη η ερμηνευτική του γκάμα περιορίζεται σε μια και μόνη έκφραση: το σήκωμα του φρυδιού που πότε μαρτυρά έκπληξη, πότε απορία, και πότε θαυμασμό. Ατάραχος ο υπέροχος Αγγλος είπε ότι βρήκε το σκετς αστείο και δεν προσβλήθηκε καθόλου. Πρόσθεσε απλά ότι μπορούσε με την ίδια ευκολία να σηκώνει και το δεξί και το αριστερό του φρύδι – πράγμα σπάνιο!

Τεράστιος γυναικάς

Ενας τέτοιος τύπος δεν θα μπορούσε παρά να είναι κι ένας τεράστιος γυναικάς και όντως ο Ρότζερ Μουρ τέτοιος υπήρξε. «Εκανα τέσσερις γάμους» γράφει στην αυτοβιογραφία του. «Παντρεύτηκα μια αγγλίδα, συμφοιτήτρια μου στην βρετανική Ακαδημεία, την Ντορν Βαν Στάιν, που με παράτησε σε χρόνο ρεκόρ γιατί δεν πίστευε πως θα γίνω καλός ηθοποιός. Ξαναπαντρεύτηκα Βρετανίδα, την τραγουδίστρια Ντόροθι Σκουάιρς, μολονότι όλοι οι φίλοι μου μου λέγανε ότι δεν πρέπει να μπλέκεις με τραγουδίστριες. Εκανα τέσσερις γάμους και τους συμπλήρωσα με μια Ιταλίδα και μια Σκανδιναβή – ο συνδυασμός  θα ήταν τέλειος». Γεμάτα περιπέτειες ήταν πάντως τα διαζύγια του. Σύμφωνα με τον ίδιο η Σκουάιρς του είχε σπάσει μία κιθάρα στο κεφάλι, όταν έμαθε για τη σχέση του με την Ιταλίδα ηθοποιό, και μετέπειτα γυναίκα του, Λουίζα Ματιόλι, ενώ, σύμφωνα με την αφήγηση του Μουρ του πέταξε ένα τούβλο στο αμάξι, όταν πήγε να πάρει τα πράγματα του κι έκοψε τα χέρια της περνώντας τα από το σπασμένο τζάμι για να τον αρπάξει από το πουκάμισο.  «Οταν ήρθε η αστυνομία» λέει ο Μουρ, «της  είπαν ότι αιμορραγούσε, κι εκείνη ανταπάντησε ότι ήταν η καρδιά της που αιμορραγούσε». Η Σκουάιρς αρνήθηκε να του δώσει διαζύγιο, η ιστορία κατέληξε στα δικαστήρια και στον Μουρ χρειάστηκαν οκτώ χρόνια για να κερδίσει τη διαμάχη: τη μέρα της απόφασης έκδοσης διαζυγίου εξακόσιες γυναίκες τον περίμεναν έξω από το δικαστήριο για να τον αποθεώσουν κρατώντας ένα πανό που έγραφε «ο Ρότζερ είναι ελεύθερος και δικός μας». Εξίσου επεισοδιακό ήταν και το διαζύγιο με την Ματιόλι, που την άφησε για χάρη μιας Δανέζας φίλης της: η Κριστίνα («Κίκι») Θόλστρουπ ήταν η τελευταία που του πήρε τα μυαλά. Η Ιταλίδα του έδωσε διαζύγιο επτά ολόκληρα χρόνια μετά απαγορεύοντας στα παιδιά του να του μιλάνε! Αλλά ο μεγάλος Μουρ ήταν large: παρά τους απερίγραπτους καυγάδες, που ο Μουρ είχε με την Σκουάιρς, όταν αυτή προσβλήθηκε από καρκίνο το 1996 και μέχρι τον θάνατό της, της συμπαραστάθηκε πληρώνοντας τα έξοδα νοσηλείας της. Στη δε Ιταλίδα τρίτη γυναίκα του, έδωσε 10 εκατ λίρες για τον ξεπεράσει, αναλαμβάνοντας και την κηδεμονία των παιδιών. «Όταν είσαι κάτω από τριάντα χρονών πρέπει να κυνηγάς μεγαλύτερες, όταν είσαι πάνω από 50 δεν αξίζει να ασχολείσαι με γυναίκα αν δεν είναι τουλάχιστον είκοσι χρόνια μικρότερη» είχε πει σε μια συνέντευξή του το 2003.

Θα σήκωνε το φρύδι

Ηταν «Αγιος», ήταν Μάβερικ, ήταν ο δικός μου Μποντ. Κι αν διάβαζε όσα για αυτόν γράφτηκαν αυτές τις μέρες που έφυγε θα σήκωνε το φρύδι. Γελώντας και πίνοντας το μαρτίνι του…