Αντίο Τζουμ ντε λα Τζουμ

Αντίο Τζουμ ντε λα Τζουμ


Ο μόνος που θα μπορούσε να γράψει ένα αποχαιρετισμό για τον Κωνσταντίνο Τζούμα αντάξιο του Κωνσταντίνου Τζούμα είναι ο ίδιος: όλοι οι άλλοι μπορούμε απλά να καταθέσουμε την αμηχανία μας για τον θάνατό του και τίποτα πιο πολύ. Για όποιον τον Τζούμα τον έχει γνωρίσει, ο Τζούμας δεν ήταν άνθρωπος, ήταν κάτι σαν θεότητα – μια απλή απόδειξη ότι αν οι Αρχαίοι Ελληνες πίστευαν σε πολλούς Θεούς, και όχι σε έναν, είναι γιατί είχαν να κάνουν στην καθημερινότητα τους με τύπους σαν αυτόν, ανθρώπους (;) δηλαδή που κυκλοφορούν αναμεσά μας απλά για να μας θυμίζουν πως είναι κάτι άλλο.

Τίποτα στον Τζούμα δεν ήταν απλό και τίποτα δεν ήταν εύκολα εξηγήσιμο αν δεν τον γνώριζες – εννοώ αν δεν ήξερες ποια ήταν η διαδρομή του, αυτή που τον βοήθησε να γίνει τόσο συναρπαστικός και η πορεία του στη ζωή, αυτή που τον έφερε στην καθημερινή μας Αθήνα ίσως από κάποιο άλλο σύμπαν στο οποίο πλέον επέστρεψε.

Κομμάτι του κέντρου

Ο Κωνσταντίνος Τζούμας ερχόταν από τα χρόνια που οι χαρισματικοί άνθρωποι ζούσαν τη ζωή τους χωρίς να αυτοπεριορίζονται από ρόλους, χωρίς να κυνηγάνε μια ακριβοπληρωμένη ευτυχία, χωρίς να εγκλωβίζονται από υποχρεώσεις: η μόνη του υποχρέωση ήταν να χτίσει τον χαρακτήρα του Τζούμα – ο άνθρωπος και η ιδιότητα έγιναν κάτι μοναδικό κι αυτό στην εποχή από την οποία ο Τζούμας προέρχεται ήταν ένα συναρπαστικό κατόρθωμα. Και σήμερα είναι: απλά χαρακτήρες και ρόλοι είναι ελάχιστα γοητευτικοί – θα έλεγα ότι η φτώχια τους είναι ανυπόφορη.

https://files.thetoc.gr/Content/ImagesDatabase/p/767x430/cu337x532/0,57,337,246/pad/both/4d/4d3b7c36f523451cb7869c171ce618e7.jpg?quality=90&404=default&v=2

Τι ήταν ο Τζούμας; Χορευτής και ηθοποιός; Συγγραφέας και υπέροχος ραδιοφωνικός παραγωγός; Ηταν όλα αυτά. Αλλά τίποτα από αυτά δεν θα είχε ιδιαίτερη σημασία αν δεν ήταν ένας μοναδικός αφηγητής, ένας υπέροχος Αθηναίος που κυκλοφορούσε με καμπαρτίνες και λινά πουλόβερ, ένας θαμώνας του Φίλιον που το είχε μετατρέψει σε σκηνή, έδρα, χώρο μαθημάτων ζωής και όχι μόνο. Στην περίπτωση του Τζούμα τα στοιχεία του χαρακτήρα ήταν σημαντικότερα από τις περιπέτειες – άλλωστε όσες στη ζωή του είχαν προηγηθεί ήταν πάντα, για τον ίδιο, σημαντικότερες από όσες θα ακολουθούσαν. Ο Τζούμας έχτισε το Τζούμα: αν οι άνθρωποι αλλάζουν εμφανισιακά στο πέρασμα του χρόνου, ο Τζούμας σκηνοθέτησε ακόμα κι αυτή την αλλαγή του σαν χαϊλάντερ που προσαρμοζόταν στους καιρούς ενώ ήταν στην πραγματικότητα πάντα ο ίδιος.  

Αυτό που θέλω να πω είναι ότι σίγουρα θα έχουμε καλύτερους χορευτές και πιο επιπεδάτους ηθοποιούς από τον Τζούμα και δεν χωρά αμφιβολία πως αρκετοί θα γράψουν βιβλία πιο συναρπαστικά από τα δικά του, που ήταν όλα αυτοβιογραφικά. σαν ψυχαναλυτικές εξομολογήσεις. Και μολονότι ο πήχης είναι πάρα πολύ ψηλά, ίσως κάποτε εμφανιστεί και κάποιος που κάνει καλύτερες ραδιοφωνικές εκπομπές από τον Τζούμα – ίσως μάλιστα να τις κάνει και στον Εν Λευκώ. Αλλά κανείς ποτέ δεν θα είναι Κωνσταντίνος Τζούμας, δεν θα έχει δηλαδή την δεξιότητα με την οποία αυτός έπλασε ένα σχεδόν κινηματογραφικό, αλλά αληθινό χαρακτήρα βάζοντας τον σε κοινή θέα ώστε να τον χαιρόμαστε απλόχερα.

https://www.iefimerida.gr/sites/default/files/styles/big_article_image/public/2020-09/konstantinos-tzoumas-theatriki-parastasi.JPG.webp?itok=zGzzzDZK

Ο Τζούμας ήταν πάνω από όλα ένα καταπληκτικό κομμάτι του κέντρου της Αθήνας. Κι επειδή η Αθήνα ήταν το δικό του κέντρο, («είναι πάντα προτιμότερο να ζεις σε μια πόλη που δεν σε ξέρει κανείς και σου δίνει τα πάντα, παρά σε μια πόλη που σε ξέρουν όλοι και δεν σου δίνει τίποτα» έλεγε), μπορούμε να πούμε πως ο Τζούμας έζησε τη ζωή του ακριβώς στο κέντρο της κι όλοι όσοι γύρω του περιστράφηκαν ήταν χαρούμενα παιγνιδάκια στο γαϊτανάκι του. Κάπως έτσι μας έβλεπε: σαν κοινό. Για αυτό και μας πυροβολούσε με ατάκες, για αυτό και μας ψάρωνε με τις μυστήριες εκφράσεις του, για αυτό και μας υποχρέωνε απλά να κουνάμε το κεφάλι όταν τον ακούγαμε να αγορεύει για όσα για αυτόν ήταν μοναδικά και για μας σχεδόν άγνωστα. Αυτό θα θυμάμαι από τον Τζούμα: να μου λέει κάθε φορά που τον συναντούσα το γιατί κάτι πρέπει να το δω ή να το διαβάσω, και να μου το περιγράφει τόσο συναρπαστικά που μετά από λίγο ξεχνούσα γιατί ακριβώς μιλούσε. Μεθυσμένος από λέξεις, φράσεις και περιγραφές γεμάτες από το πάθος του εστέτ που ζούσε στον απλησίαστο κόσμο του, θα ήθελα να κρατάω σημειώσεις.

Κάποτε θα την συναντήσει

Αν κάποιος θέλει να μάθει για τη ζωή του Τζούμα περνώντας υπέροχα ας ακούσει το podcast που έκανε με τον Παύλο Τσίμα: υπάρχει στο Pod.gr. Ακόμα πιο ωραία ίσως θα ήταν να διαβάσει ένα από τα βιβλία του: συνιστώ πάντα τον Πανωλεθρίαμβο γιατί ο τίτλος του είναι μια τυπική λέξη του Τζούμα. Τα γεγονότα της ζωής του έχουν ως πρωταγωνίστριες ένα πλήθος από γυναίκες, από τη μαμά του μέχρι μια κυρία που τον είδε στη Νέα Υόρκη σε ένα μπαρ και τον πήρε σπίτι της, ενώ αυτός είχε μόνο τέσσερα δολάρια στην τσέπη. Ο Τζούμας αγαπούσε τις γυναίκες – τις θεωρούσε πιο καλές σε όλα. Κάποτε μου είχε πει ότι στον Εν Λευκώ έκανε εκπομπές πιστεύοντας πως τον ακούει μόνο μια γυναίκα που κάποτε θα την συναντήσει: δεν την γνώριζε, αλλά θέλει να της λέει τα πάντα - για αυτό και της διάβαζε αποσπάσματα από όσα γραφόταν σε εφημερίδες και περιοδικά ή της έλεγε τους προβληματισμούς του χωρίς να περιμένει απάντηση.

https://cdn.enimerotiko.gr/media/2020/09/t.jpg

Τι γίνεται Σοφία;

Ο Τζούμας ήταν ένας εξαιρετικά γενναιόδωρος άνθρωπος κι όλοι πιστεύω καμαρώναμε όταν διάβαζε στο ραδιόφωνο κάτι που έχουμε γράψει, γιατί ήταν σαν να περνούσαμε τις εξετάσεις του. Αλλά με αυτά ο Τζούμας γελούσε: παρά την σκηνοθετημένη επιτήδευση ακόμα και του αχαλίνωτου λόγου του, δεν ήταν ποτέ διδακτικός – ούτε στα γραπτά του, αλλά ούτε και στις ερμηνείες του. Το σινεμά που λάτρευε, («γύρισα στην Ελλάδα για να παίξω στο Χάπι Ντει και σε ένα καθεστώς Happy Days φυλακίστηκα για πάντα» έλεγε), τον είχε μάθει ότι η παρατήρηση είναι το μόνο αληθινό μάθημα – «όλα τα άλλα είναι μιμιτισμός» έλεγε. Κάποτε ο Σταύρος Τσιώλης, με τον οποίο επίσης είχε μια παράξενη σχέση που θύμιζε θεατρική σύμβαση, μου είχε πει ότι τον Τζούμα τον ήθελαν στις ταινίες γιατί κανείς δεν μπορούσε να πει όσα αυτός με τον τρόπο που τα έλεγε αυτός – πράγμα ορθότατο. Όταν στη Γλυκιά Συμμορία ρωτάει «τι γίνεται Σοφία; Πως πάει η επανάσταση;» δεν λέει κάτι έξυπνο – ο τρόπος όμως που το λέει το κατατάσσει στις μεγάλες ατάκες του νέου ελληνικού κινηματογράφου. Μαζί με το σχόλιο που ακολουθεί, - ότι δηλαδή «η επανάσταση είναι μια ακόμα ανωμαλιάρα».

Υπέφερε στο τέλος

Τον τελευταίο καιρό υπέφερε. Υπέφερε από την ασθένεια, που κάλπαζε, αλλά προηγουμένως υπέφερε από την πανδημία και την κλεισούρα. Αντιμετώπισε τον υποχρεωτικό εγκλεισμό με χιούμορ - «πάντα ήθελα αποστάσεις από τους ανθρώπους, ποτέ δεν είχα σκεφτεί ότι μπορεί να είναι λυτρωτικές» μου είχε πει την τελευταία φορά που τον είδα όταν ορκιζόταν ότι εξακολουθούσε να στέλνει sms στο 13033, όχι με αριθμούς για να πάει στο φαρμακείο αλλά με ερωτήσεις για τα προβλήματα της ανθρωπότητας. Το χιούμορ, ένα χιούμορ αυτάρεσκο, προβακατόρικο, ακατανόητο καμιά φορά, υπήρξε το τελευταίο του καταφύγιο – πιο σημαντικό κι από το σπίτι του στη Ξενοκράτους, κάποτε στέκι του μισού ελληνικού κινηματογράφου, ίσως το μόνο «σπίτι-μπαρ» που υπήρξε στην Αθήνα. Κουρασμένος από την κλεισούρα, χτυπημένος από την ασθένεια, ο Τζούμας έδωσε μια ατυχέστατη τελευταία συνέντευξη μιλώντας εμφανώς δύσκολα: μια συνέντευξη που δεν έπρεπε να παίξει και που στάθηκε αιτία για να γνωρίσει μια τελευταία εμπειρία που του έλειπε – την διαδικτυακή επίθεση στο όνομα του κομφορμισμού της πολιτικής ορθότητας.

Ένα στιχάκι

Ισως να πληγώθηκε, ίσως να το απόλαυσε: και να είχα την τύχη να τον συναντήσω μετά από αυτό το ατυχέστατο γεγονός δεν θα τον ρωτούσα το παραμικρό. Θα προτιμούσα απλά να τον ξανακούσω να απαγγέλει το αγαπημένο του στιχάκι: «εσείς που χρόνια κολυμπάτε αμέριμνοι μέσα στα μάτια μου, κάποτε θα βάλω τα κλάματα και θα σας πνίξω». Δεν θυμάμαι το όνομα του ποιητή. Άλλωστε ότι έλεγε ο Τζούμας, ήταν του Τζούμα. Του μάγου «Τζουμ ντε λα Τζουμ». Που στο Φίλιον, με ένα χυμό πορτοκάλι που πάντα υποπτευόμουν πως κάτι έχει μέσα, έδινε τις παραστάσεις του…