Θυμάμαι είχα δει το πρώτο Avengers σε μια κατάμεστη αίθουσα – για να βρω εισιτήρια για μένα και την παρέα μου είχα δυσκολευτεί. Για το Avengers Infinity War, που άνοιξε την Πέμπτη στους κινηματογράφους μας, δεν είχα τέτοια προβλήματα: στην πορεία η σειρά έχασε, ειδικά στην Ελλάδα, πολλούς θεατές, αλλά από την άλλη κέρδισε πολλούς πιστούς κι αυτό είναι καλύτερο. Διότι έχουμε να κάνουμε με ένα νέο κινηματογραφικό είδος.
Η προκατάληψη της κριτικής
Το άνοιγμα των Avengers στα σινεμά θέτει πάλι στην επικαιρότητα μια σειρά από ερωτήματα, που αφορούν την κριτική της ταινίας, δηλαδή το πώς γίνεται, το από ποιους γίνεται και το πόσο δίκαιη είναι. Η κινηματογραφική κριτική είναι δύσκολη υπόθεση: τις πιο πολλές φορές αφορά το σενάριο, την ερμηνεία των ηθοποιών και τη μανιέρα του σκηνοθέτη, αλλά σχεδόν πάντα σχετίζεται με την οποία απόλαυση όποιου κριτικάρει. Αν ο κριτικός ενθουσιαστεί (για λόγους συνήθως αυστηρά προσωπικούς…) θα προσπαθήσει να σε πείσει να δεις την ταινία, τονίζοντας αυτά που, κατά τη γνώμη του, είναι τα δυνατά της σημεία. Αν δεν του αρέσει, θα σε αποθαρρύνει συνήθως αφοριστικά. Όλο αυτό είναι περισσότερο ένα παιγνίδι, παρά κριτική κινηματογράφου – για αυτό άλλωστε και συμβαίνει κάτι παράδοξο: συνήθως γνωρίζουμε την κρίση των κριτικών πριν καν την προβολή της ταινίας, όχι γιατί γνωρίζουμε την ταινία, αλλά γιατί γνωρίζουμε το γούστο τους – αν τους παρακολουθούμε ξέρουμε τι τους αρέσει και κυρίως τι δεν τους αρέσει. Αυτό από μόνο του αρκεί για να έχουμε αμφιβολίες για το δίκαιο της κρίσης τους: η προκατάληψη δηλητηριάζει ακόμα και τις πιο αγνές προθέσεις.
Κάποιες απαραίτητες προϋποθέσεις
Οι ταινίες της Marvel είναι ένα νέο κινηματογραφικό είδος και θα πρεπε να κρίνονται από τους γνώστες του. Θα πρέπει να μάθουμε να βλέπουμε τον κόσμο του σινεμά, όπως ας πούμε τον κόσμο του αθλητισμού ή του βιβλίου. Βιβλίο είναι κι ένα δοκίμιο για τον Μπρεχτ, βιβλίο κι ένα αστυνομικό μυθιστόρημα – αλλά είναι δύσκολο κάποιος να γράψει κριτική και για τα δύο. Σπορ είναι και η κωπηλάσια και το μπάσκετ, αλλά είναι δύσκολο ο ίδιος άνθρωπος να σε μυήσει στην λογική και των δυο. Δεν είναι απίθανο να μπορείς να γράψεις και για κωπηλάσια και για μπάσκετ, αλλά πρέπει η επαγγελματική σου ενασχόληση με την κριτική τους να βασίζεται σε τρεις δύσκολες προϋποθέσεις: πρέπει να γνωρίζεις τους κανόνες και την ιστορία των σπορ, να κατανοείς την δυσκολία τους και την στρατηγική τους ώστε να μπορείς να την εξηγήσεις λαμβάνοντας υπόψην σου και τους χαρακτήρες των πρωταγωνιστών και των ομάδων και κυρίως να τα αγαπάς και τα δυο σπορ πολύ. Αν αγνοείς τον Μπρεχτ ή τον βαριέσαι, δεν μπορείς να κρίνεις ένα δοκίμιο που βασίζεται στην ανάλυσή του κι αν βαριέσαι τα αστυνομικά μυθιστορήματα κάθε τέτοιο θα σου φαίνεται ασήμαντο: έχεις φυσικά το δικαίωμα να πιστεύεις τα χειρότερα και για την κωπηλασία και για τον Σιμενόν, αλλά οι αντιρρήσεις σου για την ύπαρξή τους δεν μπορεί να θεωρηθούν κριτική.
Μπες στο τραίνο
Οι μαρβελοταινίες έχουν κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που σχεδόν απαγορεύουν την σύγκρισή τους με ανάλογες παλιότερες ταινίες που βασίστηκαν σε μεταφορές κόμικς στην μεγάλη οθόνη. Πρώτα πρώτα μοιάζουν να είναι όλες γυρισμένες από τον ίδιο σκηνοθέτη – πράγμα που στην ιστορία του κινηματογράφου δεν έχει ξαναγίνει. Η αισθητική, η φωτογραφία, η μουσική, οι ερμηνείες των ηθοποιών και η ατμόσφαιρά τους σε κάνουν να πιστεύεις πως τις γύρισε όλες ένας κι απλά τις βγάζουν από μια γιγάντια ντουλάπα και μας τις παρουσιάζουν μια μια. Τα ονόματα των σκηνοθετών δεν έχουν καμία σχεδόν σημασία – κι αυτό είναι επίσης καινούργιο: ποιοι είναι οι κκ Αντονι και Τζόι Ρούσο που υπογράφουν το Infinity War; Είναι δυο καλοί διεκπεραιωτές, που χάρη στη Marvel χτίζουν μια καριέρα – τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο. Στις ταινίες αυτές υπάρχουν σταθερά οι ίδιοι πρωταγωνιστές στους ίδιους ρόλους – πράγμα επίσης εξαιρετικά σπάνιο, αφού οι ταινίες είναι πολλές: σε κινηματογραφικές σειρές τύπου Τζέιμς Μποντ π.χ όλοι, ήρωες και κακοί, άλλαζαν, ώστε ο κόσμος να χαίρεται με τις συγκρίσεις. Ειδικοί όροι υπάρχουν και σε ό,τι έχει να κάνει με το σενάριο: δεν μιλάμε για μεταφορές κόμικς αυτούσιες, όπως έχει γίνει με τριλογίες του Μπάτμαν ή ιστορίες του Σούπερμαν, αλλά με την κατασκευή ενός πραγματικού σύμπαντος με την χρήση στοιχείων που μόνο στα κόμικς της Μarvel συναντάς. Δεν έχουμε ούτε απολύτως πρωτότυπες σεναριακές ιδέες, όπως στη σάγκα του Πολέμου των Αστρων π.χ, αλλά ούτε και πιστές μεταφορές, όπως σε ένα πλήθος από άλλες περιπτώσεις: ο σεναριογράφος είναι ένας σεφ που διαλέγει ό,τι θέλει, αλλά με την υποχρέωση να χρησιμοποιήσει συγκεκριμένα υλικά κι από συγκεκριμένα ράφια. Υπάρχουν επίσης υποχρεώσεις πλοκής που καθιστούν το είδος ξεχωριστό: θα δεις άπειρους καυγάδες, μάχες, αδίστακτους κακούς και θα ακούσεις εξωφρενικές ιστορίες.
Ολες αυτές οι μικρές λεπτομέρειες, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι όλες αυτές οι ταινίες μοιάζουν όπως τα βαγόνια του ίδιου σιδηρόδρομου, δίνουν στις μαρβελοταινίες μια αυτοτέλεια και κατά συνέπεια μπορεί σοβαρά να κριθούν μόνο από όποιους στο τραίνο μπήκαν και το γνωρίζουν: μόνο αυτών η κρίση είναι δίκαιη. Για να γράψεις κριτική για τους Avengers θα πρεπε να γράψεις προηγουμένως διαγώνισμα: να αποδείξεις ότι ξέρεις την ιστορία του Θάνος, ότι ξέρεις τι είναι το γάντι με τα πετράδια, ότι γνωρίζεις πως η Νεμπούλα είναι μια σημαντική ηρωϊδα, ότι σέβεσαι τα προβλήματα που έχει ο Μπρους Μπάνερ με τον Χουλκ. Επειδή αυτά είναι δύσκολα και απαιτούν πολλά περισσότερα παιδικά χρόνια από όσα ένας απλός άνθρωπος δικαιούται, ή κάτσε στην καρέκλα σου και απόλαυσε αυτό που θα δεις ή μην πας σινεμά, διότι πιστεύεις πως αυτό το υπερθέαμα χρωμάτων, χαρακτήρων και απρόβλεπτων εξελίξεων δεν είναι για σένα. Δικαίωμά σου, αλλά εσύ χάνεις.
Με το στόμα ανοιχτό
Όταν γράφω κάτι για το σινεμά προσπαθώ συνήθως να απαντήσω ως απλός θεατής σε μια και μοναδική ερώτηση: αν αυτό για το οποίο γράφω αξίζει να το δεις. Στην συγκεκριμένη περίπτωση, ούτε η ερώτηση αυτή δεν έχει νόημα. Αν δεν έχεις καμία όρεξη να μπεις στο σύμπαν της Marvel κάτσε στ αυγά σου ή δες μια άλλη ταινία – έχει πολλές και ενδιαφέρουσες. Αν από την άλλη προσδοκάς την ώρα να ξαναγίνεις παιδί ή έχεις την ανάγκη να αφήσεις τη λογική σου στην άκρη, γιατί αρκετά σε καταπιέζει, το έχεις δει ήδη το Infinity War: ό,τι και να σου λένε αυτοί που το είδος δεν το κατανοούν ή δεν το σέβονται, τίποτα δεν θα σου ακυρώσει το ραντεβού με την απόλαυση. Αν ακόμα δεν έχεις πάει, τρέξε. Στο τέλος θα μείνεις με το στόμα ανοικτό, όπως σε καμία άλλη εφετινή ταινία. Και θα μετράς την ώρα να δεις το επόμενο, παγιδευμένος από την γοητεία μιας εξέλιξης για την οποία πραγματικά δεν υπάρχουν λόγια.
Εμείς οι πιστοί σου, σ’ αγαπάμε Marvel.