«Γιατί δεν έχεις γράψει τίποτα για τα Πνεύματα του Ινισέριν, που είναι η ταινία της χρονιάς;» με ρώτησε ένας φίλος. Η αλήθεια είναι ότι περίμενα την απονομή των Οσκαρ, κι αν αποφάσισα να γράψω κάτι σήμερα και πριν από αυτή, είναι γιατί βεβαιώθηκα (;) ότι η ταινία δεν θα κερδίσει κανένα από τα σημαντικά βραβεία της βραδιάς, οπότε τα Οσκαρ θα μου δώσουν μια αφορμή για να γράψω για κάτι άλλο – έτσι ελπίζω. Από την άλλη, ίσως τόσο καιρό δεν το έκανα γιατί ενδόμυχα ελπίζω να υπάρξουν μέσα στη χρονιά και ταινίες καλύτερες.
Το χάρισμα του λογοτέχνη
Τα «Πνεύματα του Ινισέριν» είναι πρώτα και πάνω από όλα μια ταινία του Μάρτιν ΜακΝτόνα που όσο καλός σκηνοθέτης κι αν είναι (ή αν προσπαθεί να γίνει) παραμένει στην ψυχή ένας θεατρικός συγγραφέας, δηλαδή ένας λογοτέχνης. Ο λογοτέχνης έχει ένα μεγάλο χάρισμα: μπορεί να πάρει την πλέον απλή ιδέα και να χτίσει πάνω της ένα αφήγημα ογκώδες – ας μην βάλουμε όρια στον όγκο αυτό, μπορεί να είναι ένα αφήγημα 100 σελίδων και να το αισθάνεσαι ογκωδέστατο ή να είναι ένα μυθιστόρημα 500 σελίδων και αφού το διαβάσεις να θες και κάτι ακόμα. Μυθιστόρημα 500 σελίδων που δεν το χόρταινες ήταν το «Οι Τρεις Πινακίδες, έξω από το Έμπινγκ, στο Μιζούρι». Τα «Πνεύματα του Ινισέριν» ανήκουν στο άλλο είδος: έχουν μια υπέροχη αρχική ιδέα, που ο ΜακΝτόνα είχε χρόνια πριν, και πάνω σε αυτή ο εμπνευστής της προσπαθεί να χτίσει μια ιστορία. Αλλά αγκομαχώντας κομμάτι κι είναι αυτή η δυσκολία του, που κάνει το τελικό αποτέλεσμα αγαπησιάρικο, αλλά στα δικά μου μάτια, όχι και συναρπαστικό.
Υπάρχει και ταυτόχρονα δεν υπάρχει
Η ιδέα είναι απλή, τόσο απλή που όχι απλά σε κερδίζει γρήγορα, αλλά την συζητάς και μετά το τέλος της ταινίας, περισσότερο κι από την ταινία την ίδια. Ένα ωραίο πρωί ένας νησιώτης πάει να βρει ένα φίλο του στο νησί κι αυτός για λόγους προσωπικούς (και περίπου ακατανόητους) του λέει ότι τον θεωρεί βαρετό και για αυτό δεν θέλει πια να κάνει παρέα μαζί του – όλα αυτά συμβαίνουν μετά από μια ολόκληρη ζωή που οι δυο δεν έκαναν άλλο.
Το νησί είναι σημαντικό ως πλαίσιο και είναι η μισή ταινία: αν δεν υπήρχε αυτό, δεν θα υπήρχε η ίδια η δραματουργία – όλα ορίζονται από τον τόπο. Το Ινισέριν υπάρχει και ταυτόχρονα δεν υπάρχει. Είναι ένα μικρό νησί απέναντι από το μεγάλο νησί που λέγεται Ιρλανδία με όλα τα χαρακτηριστικά ενός μικρού νησιού: όλοι γνωρίζονται, όλοι επαναλαμβάνουν τα ίδια και τα ίδια, όλοι καυγαδίζουν. Οποιοι ζουν σε αυτό κι απλά πιστεύουν πως η αληθινή ζωή είναι κάτι άλλο ονειρεύονται να φύγουν.
Την ίδια στιγμή το νησί δεν υπάρχει: το έχει επινοήσει ο ΜακΝτόνα ως ένα είδος δραματουργικής σκηνής που του επιτρέπει να στήσει τους ηθοποιούς του. Αν σε αυτή την επινόηση προσθέσει κανείς και ότι η ταινία έχει κάτι της το αχρονικό (όλα διαδραματίζονται περίπου το 1920 χωρίς αυτό να προσδιορίζεται) καταλαβαίνεις ότι ο δημιουργός θέλει να πει πως δεν έχει και τόση σημασία που ή πότε συμβαίνουν όλα όσα μας εξιστορεί: υπό προϋποθέσεις θα μπορούσαν να συμβαίνουν οπουδήποτε.
Στις ταινίες του ΜακΝτόνα ο χώρος έχει πάντα σημασία. Η Μπριζ είναι ένα τουριστικό θέρετρο στο οποίο γίνεται στην ομώνυμη ταινία ο καλός χαμός από κάποιους που σε αυτή καταφθάνουν, όχι για να δουν φυσικά την εκκλησία και τα κανάλια της. Το Μιζούρι μοιάζει να έχει παίξει ρόλο στη διαμόρφωση των χαρακτήρων των ηρώων που είχαμε δει στις Τρεις Πινακίδες. Το ίδιο και το φανταστικό Ινισέριν. Μόνο που επειδή αυτό είναι δημιουργημένο κι όχι υπαρκτό, τα «Πνεύματα του Ινισέριν» γίνονται και η πρώτη ταινία του ΜακΝτόνα με ένα τόνο αρκετά διδακτικό. Κι αυτό δεν θα ήταν απαραίτητα κακό, αν υπήρχε όντως κάποιο μάθημα. Αλλά μάθημα δεν υπάρχει: υπάρχουν μόνο παθήματα.
Η παραμονή στο Ινισέριν
Οποιος έχει δει την ταινία θα το καταλάβει κι ευκολότερα. Το μοναδικό θέμα συζήτησης, που προκύπτει από μια ταινία φτιαγμένη για να συζητηθεί, είναι το βασικό εύρημα που οδήγησε τον ΜακΝτόνα στην δημιουργία της: η απόφαση ενός ανθρώπου να σταματήσει να κάνει με κάποιον παρέα και η ψυχονεύρωση, που μπορεί αυτή η απόφαση να προκαλέσει. Ενώ στην ταινία γίνονται πάρα πολλά (μερικά για να υποστηριχθεί αυτή η βασική ιδέα και αρκετά άλλα όχι) τίποτα στο τέλος δεν λειτουργεί διδακτικά: δεν υπάρχει καν ένα συμπέρασμα που να αφορά την περίπτωση. Υπάρχουν κάποιες ωραίες σκηνές, καλούτσικοι διάλογοι, μερικοί ωραίοι δεύτεροι χαρακτήρες και μια δυο ερωτήσεις που απλά βοηθούν την ταινία να τρέξει: «γιατί τελικά τσακωθήκανε;», «τι του έκανε;», «θα τα ξαναβρούν;». Η μαστοριά του ΜακΝτόνα είναι ότι για ένα μεγάλο μέρος της ταινίας μας κάνει κι εμάς που την ταινία την παρακολουθούμε να γίνουμε κάτοικοι (ίσως και πνεύματα) του Ινισέριν – να πάρουμε το μέρος του Κολ ή του Παντράικ ή να αγανακτήσουμε με τον ένα ή τον άλλο. Ολο αυτό θα μπορούσε να είναι ένα εξαιρετικό παιγνίδι, αλλά υπάρχει ένα μικρό πρόβλημα: δεν αρκεί για να περάσουν τα 114 λεπτά της ταινίας. Ετσι ο ΜακΝτόνα αρχίζει και φορτώνει περιστατικά και λεπτομέρειες, που στη δική μου περίπτωση έκαναν την παραμονή μου στο Ινισέριν δύσκολη. Αλλος μπορεί να ενθουσιάστηκε. Εγω ήθελα να αποδράσω.
Κυρίως το πράγμα άρχισε να με δυσκολεύει όταν το δεύτερο επίπεδο της ταινίας άρχισε να γίνεται πιο βαρύ από το πρώτο. Ο ΜακΝτόνα άρχισε να χρησιμοποιεί τους νησιώτες του για να μιλήσει με υπονοούμενα για τους μικρούς και τους μεγάλους εμφύλιους, την καλλιτεχνική ματαιοδοξία, την γυναικεία χειραφέτηση (και μάλιστα δια μέσου της φυγής), την πατριαρχεία, τον ψυχαναγκασμό της ηθικής, το νόημα της ζωής, ακόμα και για την πανδημία και την δυσκολία της αντιμετώπισής της δια μέσου της απόστασης από φίλους κτλ. Όλα αυτά έκαναν την ταινία από ένα σημείο κι έπειτα ολοένα και λιγότερο λειτουργική κι αυτό έφερε ένα τέλος, σχεδόν χωρίς κορύφωση. Η αλήθεια είναι πως στο φινάλε γίνονται πολλά: πάρα πολλά. Αλλά νομίζω πως γίνονται για να γίνουν κι όχι για να υποστηρίξουν την ίδια την ιστορία. Που ξεκινά χωρίς σχεδόν να τελειώνει.
Αλλά δεν υπάρχει…
Τα «Πνεύματα του Ινισέριν» είναι μια καλή ταινία – ελπίζω να μην είναι η καλύτερη της χρονιάς, θέλω να πω ότι προσδοκώ να δω κάτι πιο άρτιο. Επειδή ο δημιουργός της είναι ένας θεατρικός συγγραφέας, το σφικτό πλαίσιο εντός του οποίου όλα διαδραματίζονται, του δίνει τη δυνατότητα να κάνει μια σπουδαία διεύθυνση ηθοποιών: όλοι είναι εξαιρετικοί – με τον Μπρένταν Γκλίσομ να είναι αυτή τη φορά ανώτερος του Κόλιν Φάρελ, παίρνοντας ρεβάνς από αυτό που είχαμε δει στο Μπριζ. Αψογη φυσικά η φωτογραφία και η επιλογή των χώρων. Το βλέπεις και θες να πας στο Ινισέριν, αλλά αυτό δεν υπάρχει. Κι αυτή είναι όλη η αντιφατική ομορφιά αυτής της ταινίας που δεν την ξεχνάς, χωρίς απαραίτητα να θυμάσαι και τι ακριβώς έγινε στα 114 λεπτά της…