Αν μπορείς να παρακολουθείς το μέχρι τώρα μεγαλύτερο σήριαλ του εφετινού καλοκαιριού χωρίς να παθιάζεσαι, θα χαιρόσουν μια σπάνια για τα δεδομένα της Ελλάδας ιστορία: αναφέρομαι στην διαπραγμάτευση του Κώστα Σλούκα με τον Ολυμπιακό. Συμβαίνουν στην ιστορία αυτή πολλά που δεν έχουμε ξαναδεί. Για παράδειγμα όλοι ήταν βέβαιοι χθες πως μετά την συνάντηση του Σλούκα με τους αδερφούς Αγγελόπουλος θα υπήρχε ένα φινάλε: ή ο παίκτης θα ανανέωνε ή θα έφευγε. Ουκ ολίγοι είχαν εκφράσει και το προγνωστικό τους, που κατά βάθος ήταν και ευχή τους. Κι όμως το προγνωστικό το έχασαν όλοι! Ο Σλούκας ούτε έφυγε, ούτε ανανέωσε. Κι όποιος νομίζει πως ξέρει τι θα γίνει στη συνέχεια το μόνο που καταθέτει είναι την επιθυμία του. Διότι στην ιστορία αυτή όλοι οι εμπλεκόμενοι, ενώ έχουν καθαρές θέσεις, δεν σου επιτρέπουν να είσαι βέβαιος για τίποτα! Δεν θυμάμαι τίποτα ανάλογο ποτέ.
Δεν υπάρχουν προδότες
Το ελληνικό μπάσκετ είναι γεμάτο από μεταγραφικές ιστορίες με τέλος που ξάφνιασε. Κάποτε ελάχιστοι περίμεναν ότι ο Παναγιώτης Γιαννάκης θα διάλεγε τον Αρη αφήνοντας τον Ιωνικό: οι ειδικοί της εποχής μιλούσαν για αδυναμία συνύπαρξής του με τον Νίκο Γκάλη και είχαν δίκιο, αλλά δεν υπολόγιζαν πόσο σπάνια περίπτωση παίκτη ήταν ο Γιαννάκης, που όχι μόνο πήγε στον Αρη, αλλά άλλαξε και ρόλο! Στο μπάσκετ τα περάσματα από τον ΠΑΟ στον Ολυμπιακό, (κι αντίστροφα), είναι τρομερά συνηθισμένα και πολλές φορές γίνονται για ένα γινάτι. Ο Βασίλης Σπανούλης άφησε κάποτε τον ΠΑΟ για τον Ολυμπιακό γιατί δεν άντεχε τον Ζέλικο Ομπράντοβιτς. Ο Ιωάννης Παπαπέτρου, πιο πρόσφατα, άφησε τον Ολυμπιακό για τον ΠΑΟ, απλά γιατί δεν ήθελε να παίζει στη θέση «τέσσερα» - όπως τουλάχιστον έλεγαν οι δικοί του. Συχνά οι λόγοι που τα πράγματα συμβαίνουν μπορεί να μοιάζουν στους οπαδούς ακατανόητοι – η ιστορία του ελληνικού μπάσκετ είναι γεμάτη από «προδοσίες», ενώ επί της ουσίας προδότες δεν υπάρχουν: υπάρχουν απλά παίκτες που κοιτάζουν την καριέρα τους παίρνοντας αποφάσεις ενίοτε δύσκολες. Αλλά στο εφετινό σήριαλ όλοι μοιάζουν να μην μπορούν να πάρουν μια τελική απόφαση! Ο Σλούκας πρώτος από όλους. Αν ήθελε να φύγει θα το είχε κάνει. Όταν την προηγούμενη φορά έφυγε για την Φενέρ η συνάντηση του με τους Αγγελόπουλους κράτησε πέντε λεπτά – όσο χρειάστηκε για να τους ανακοινώσει την απόφασή του. Ενώ χθες η συνάντηση κράτησε τέσσερις ώρες και η μόνη εξέλιξη είναι πως όλοι συμφώνησαν να ξαναβρεθούν.
Ο τύπος δεν μασάει
Ομολογώ ότι χωρίς να τον καταλαβαίνω απόλυτα τον Σλούκα, κατά βάθος τον χαίρομαι: ο τύπος δεν μασάει και προσπαθεί να είναι συνεπής απέναντι στον εαυτό του με ένα τρόπο σπάνιο. Σε μια εποχή που όλοι προσκυνάνε οπαδούς (άλλοι από φόβο κι άλλοι γιατί το οπαδιλίκι είναι ο ευκολότερος τρόπος για να κάνεις καριέρα) ο Σλούκας δεν καταλαβαίνει τίποτα! Οι οπαδοί θα ήθελαν κάθε διαπραγμάτευση παίκτη με την διοίκηση να κρατάει πέντε λεπτά, ο παίκτης να λέει «ναι σε όλα» και μετά να κάνει μια δήλωση για το μεγαλείο της ομάδας λέγοντας όσα οι οπαδοί θέλουν να ακούνε. Αλλά ο Σλούκας δεν είναι η περίπτωση του λαοπλάνου που θα σκεφτεί πως θα κάνει τον κάθε τρελό με την ομάδα του να αισθανθεί σπουδαίος και τρανός: ένας τύπος που όταν έπαιζε στην Φενέρ αρνήθηκε να κρατήσει συμβολικά ένα πανό για τον Κεμάλ (!) σιγά μην σκεφτεί τι λένε για αυτόν στα facebook και στα twitter. Είναι «παρτάκιας», όπως τον κατηγορούν; Δεν το πιστεύω. Αν ήταν παρτάκιας, θα έκανε τα πάντα για να πάρει ένα μεγαλύτερο συμβόλαιο και θα έκανε δηλώσεις για το πόσο πονάει τον κόσμο, δηλώσεις δηλαδή που και τζάμπα είναι και δεν έβλαψαν κανένα. Θα έκανε επίσης ό,τι κάνουν οι παίκτες που νιώθουν πως αδικούνται από τον προπονητή τους: θα μουρμούραγε στους φίλους του δημοσιογράφους όλο το χρόνο, θα απειλούσε από τα Χριστούγεννα ότι θα φύγει και θα πάει στον ΠΑΟ, θα υπονόμευε τον προπονητή του χωρίς να το καταλάβει κανείς, θα μιλούσε τη γλώσσα των οπαδών για να τους έχει μαζί του – με απλά λόγια θα κορόιδευε το σύμπαν. Αντί για αυτά έκανε κάτι που στην Ελλάδα δεν έχουμε συνηθίσει. Ηταν κύριος στις επαγγελματικές του υποχρεώσεις, έστειλε τον Ολυμπιακό στο Final 4 με το καλάθι που πέτυχε στην Πόλη και ήταν πιθανότατα ο καλύτερος της ομάδας στα 3 από τα 4 ματς των τελικών των play off απέναντι στον ΠΑΟ, μολονότι μάλιστα με τρόπο ευθύ είχε εκφράσει την θέλησή του να παίζει περισσότερο. Όταν μάλιστα η σεζόν τελείωσε, δεν έδωσε δέκα συνεντεύξεις για να μιλήσει για τον προπονητή του, αλλά τα παράπονά του να εξήγησε στους εργοδότες του μιλώντας τέσσερις ώρες μαζί τους: εν οίκω κι όχι εν δήμω.
Χωρίς να γίνει γνωστό
Ο Σλούκας γνωρίζει πως ακόμα κι αν μείνει ο τρόπος της διαπραγμάτευσης που διάλεξε ίσως τον κάνει αντιπαθητικό σε μερίδα των οπαδών, είναι όμως τόσο βέβαιος για τον εαυτό του και τις δυνατότητές του που πιστεύει πως θα τους κερδίσει, όχι με δηλώσεις, αλλά προσφέροντας. Μπορείς να μην εκτιμάς τον τρόπο που συμπεριφέρεται, διότι δεν είσαι συνηθισμένος σε μια τόσο straight επαγγελματική συμπεριφορά, αλλά δεν μπορείς να μην αναγνωρίζεις πως ο τύπος δεν μασάει: από μια άποψη είναι ίσως ο πρώτος επαγγελματίας Ελληνας παίκτης. Παιδεύεται, όχι να πάρει πιο πολλά χρήματα, αλλά να πετύχει μια συμφωνία που αφορά για τον ίδιο πράγματα σημαντικότερα. Μπορεί να κάνει λάθος. Μπορεί ο τρόπος να έπρεπε να είναι άλλος. Μπορεί να έπρεπε να αφήσει αυτούς τους χειρισμούς στον μάνατζέρ του, που σημειωτέων εκπροσωπεί και τον Γιώργο Μπαρτζώκα. Μπορεί τη συζήτηση αυτή να έπρεπε την έχει κάνει με τους Αγγελόπουλος μήνες πριν χωρίς να γίνει γνωστό τίποτα. Αλλά ο τύπος είναι κρυστάλλινος και πορεύεται μόνος: για ήρωας σήριαλ είναι ο καταπληκτικότερος που θυμάμαι. Διότι δεν κρύβεται πίσω από κανένα και δεν είναι τζάμπα μάγκας: το κόστος της διαπραγμάτευσης είναι δικό του και το αναλαμβάνει. Αν φύγει θα έχει όλο τον κόσμο του Ολυμπιακού που τον αγάπησε εναντίον του. Αλλά κι αν μείνει ξέρει πως τον κόσμο αυτό, που δεν τον καταλαβαίνει γιατί είναι συνηθισμένος αλλιώς, πρέπει να τον ξανακερδίσει. Τίποτα από τα δυο δεν θα είναι εύκολο και σε κάθε περίπτωση μοιάζει χαμένος. Αλλά είναι ο Σλούκας και δεν καταλαβαίνει τίποτα.
Δεν παριστάνουν τους σούπερ μάγκες
Και μετά στο κάδρο μπαίνουν και οι Αγγελόπουλοι. Που δεν παριστάνουν τους σούπερ μάγκες που χτυπάνε τα χέρια στο τραπέζι και λένε «αυτά είναι κι άμα θες», που δεν θεωρούν την μεταγραφική περίοδο ένα προσωπικό σόου, που δεν σκέφτονται με πιο κόλπο θα φανούν στα μάτια των οπαδών σκληροί και αντάξιοι στερεότυπων με τα οποία οι οπαδοί μεγάλωσαν: σε αυτό τουλάχιστον μοιάζουν με τον Σλούκα. Οι τύποι ακούνε και προφανώς απαντάνε. Σέβονται, αλλά έχουν και αντιρρήσεις. Αντιμετωπίζουν τον παίκτη, όχι ως κάποιον που έχει εκ προοιμίου άδικο, αλλά ως κάποιον που έχει το κουράγιο να εκφράσει στους ίδιους τις θέσεις του νοιώθοντας πως έχει δίκιο. Και πιθανότατα πιστεύουν πως ο Ολυμπιακός τον Σλούκα τον χρειάζεται.
Μια συζήτηση ανάμεσα σε ανθρώπους που σέβονται ο ένας τον άλλο, αλλά μπορεί συγχρόνως και να διαφωνούν, μπορεί να κρατήσει και τρεις και τέσσερις ώρες. Και μπορεί να ξαναγίνει αυτή τη φορά σε νέα βάση, αλλά πάντα ανάμεσα σε ανθρώπους που το τελευταίο που τους απασχολεί είναι τι θα πουν οι οπαδοί, οι δημοσιογράφοι, ο πάσα ένας. Ειλικρινά αν κάτι στην ιστορία αυτή με στεναχωρεί είναι που δεν κατάφερα ν ακούσω την συζήτηση των τεσσάρων ωρών: θα πρέπει να είναι μια από τις μεγαλύτερες, εντυπωσιακότερες και σοβαρότερες συζητήσεις στην ιστορία του ελληνικού μπάσκετ.
Θα φύγει τελικά ο Σλούκας; Μπορεί. Αλλά δεν το ξέρει κανείς γιατί κανείς δεν ξέρει τι συζητήθηκε. Θα είναι παρών κι ο Μπαρτζώκας στην επόμενη συζήτηση. Ισως. Πολύ φοβάμαι πως αυτός ειδικά δεν έχει να πει και πολλά πάντως. Δεν ξέρω καν αν επιθυμεί την παραμονή του Σλούκα – είναι δικαίωμά του να θέλει ένα άλλο παίκτη στη θέση του. Ισως μάλιστα αυτόν να έπρεπε να φωνάξουν οι Αγγελόπουλοι και να τον ρωτήσουν τι ακριβώς θέλει: γινάτι έχει κι αυτός. Μετά την απάντησή του η συζήτηση με τον Σλούκα δεν θα κρατούσε τέσσερις ώρες και σίγουρα δεν θα υπήρχε δεύτερη συνάντηση. Κι εμείς θα χάναμε ένα καταπληκτικό σήριαλ. Με ανατροπές. Και κυρίως με τρομερούς χαρακτήρες.