Ξεσήκωσε θύελλες, αν πιστέψω αυτά που διαβάζω, η νέα ταινία του Γιώργου Λάνθιμου, «The Killing of a Sacred Deer», που προβλήθηκε στις Κάννες και κέρδισε το βραβείο σεναρίου. Στις ελληνικές εφημερίδες τονίστηκε κυρίως ότι ήταν αρκετοί αυτοί που την αποδοκίμασαν, στις ξένες εφημερίδες, ειδικά στις βρετανικές διαβάζω ύμνους. Τίποτα δεν είναι παράξενο: ο Λάνθιμος διχάζει από την πρώτη στιγμή που παρέδωσε τα διαπιστευτήρια του υπογράφοντας τον «Κυνόδοντα». Κι αυτό λογικά θα συμβαίνει έπειτα από κάθε του ταινία: θα τον αποδοκιμάζουν και θα τον αποθεώνουν. Είναι η μοίρα όσων αποφεύγουν τις συμβάσεις και προτάσσουν ένα προσωπικό στυλ στην αφήγηση: θα έχουν φανατικούς φίλους, που χαίρονται να τους αποκωδικοποιούν και φανατικούς εχθρούς που θα τους θεωρούν υπερφίαλους.
Η οργή του Δανίκα
Στους επικριτές του Λάνθιμου προστέθηκε κι ο φίλος μου ο Δημήτρης Δανίκας, γεγονός που μου έκανε εντύπωση, αφού πάντα τον θεωρούσα εχθρό του συμβατικού. Τη νέα ταινία του Λάνθιμου την πετσόκοψε, λέγοντας ότι έχει «κλινικό σενάριο» (γραμμένο από το στενό συνεργάτη του Ευθύμη Φιλίππου) και «κλινική σκηνοθεσία». Σχεδόν θυμωμένος ο Δανίκας μίλησε για «ταινία χειρουργείο», για ένα Λάνθιμο «των σκανδάλων, των εντυπώσεων και της αρρώστιας». Για μια ταινία «βασανιστική μέχρι το φινάλε. Μαρτύριο σωστό» στην οποία «όλα κινούνται με την συνοδεία επιβλητικής συμφωνικής και χορωδιακής μουσικής». «Οι συμπεριφορές όλων» γράφει ο Δανίκας «εντελώς μηχανικές». «Οι διάλογοι εντελώς απλοϊκοί και περιγραφικοί. Ερμηνείες ανύπαρκτες. Και ανελέητο το μαστίγωμα στο θεατή». Προφανώς τα έγραψε έχοντας θυμώσει με την ταινία: ομολογώ ότι εμένα μου κίνησε ακόμα πιο πολύ το ενδιαφέρον. Δεν κάνω την παραμικρή ένσταση φυσικά αφού δεν την έχω δει την ταινία– πιστεύω πως μπορεί άνετα να είναι και χειρότερη από αυτό που ο Δανίκας περιγράφει. Αλλά αν μια ταινία προκαλεί μια τέτοια αντίδραση, να περάσει απαρατήρητη αποκλείεται κι αυτό σε μια εποχή που το σινεμά αργοσβήνει πνιγμένο στα σπέσιαλ εφέ και στο βαρετό μπλα μπλα, δεν το λες και λίγο.
Εξαιρετικός και αδιάφορος
Να ξεκαθαρίσω κάτι: δεν συγκαταλέγομαι στους φίλους του σινεμά του Λάνθιμου. Μου συμβαίνει μάλλον κάτι περίεργο: μου αρέσει ο Λάνθιμος περισσότερο από τις ταινίες του. Τον ίδιο τον βρίσκω εξαιρετικό, τις ταινίες του ημιτελείς, άνισες, χαμένες σε ανολοκλήρωτες προθέσεις. Όχι αδιάφορες, αλλά ούτε και σπουδαίες, ενώ την ίδια στιγμή ικανός και σπάνιος μου μοιάζει ο δημιουργός τους: ο Δανίκας θα έλεγε ότι είμαι «κλινικά σχιζοφρενής» – και μπορεί να έχει και δίκιο.
Χαμός για το τίποτα
Τι με χαλάει στις ταινίες του Λάνθιμου; Κυρίως το ότι πολλές φορές ο μεγάλος χαμός γίνεται για το τίποτα – και δεν αναφέρομαι στην όποια σεναριακή τους πλοκή. Ο Λάνθιμος κάνει ένα σινεμά σχολιογραφικό – κάθε του ταινία έχει θέσεις, εκφράζει απόψεις, πραγματεύεται ζητήματα της εποχής μας σημαντικά, όπως είναι η οικογένεια, η εξουσία, η αποξένωση, η διαφορετικότητα, η ανάγκη να νοιώθεις πως κάπου ανήκεις. Το πρόβλημα μου είναι ότι μέχρι τώρα αυτές οι θέσεις του είναι κομμάτι απλοϊκές: τίποτα από όσα έχει κάνει δεν με προβλημάτισε σοβαρά, ενώ νοιώθω ότι έγινε κυρίως για αυτό το λόγο. Ειλικρινά, όταν διάβαζα την ανταπόκριση του Δανίκα από τις Κάννες χαιρόμουν για το είδος της οργής που το κείμενό του απέπνεε: νομίζω θα το χαιρόταν και ο ίδιος ο Λάνθιμος, γιατί επιτέλους κάποιος είχε μια αντίδραση συναισθηματικά εκρηκτική απέναντι σε ένα έργο του. Το δικό μου πρόβλημα είναι ότι όσα λέει μου φαίνονται απλοϊκά: πώς να διαφωνήσει π.χ κάποιος με το νόημα της ιστορίας του «Αστακού»; Τι ενστάσεις μπορείς να κάνεις όταν κάποιος σου λέει ότι υπάρχει πάντα ένα περιθώριο για μια αγάπη αληθινή, αρκεί να δεχτούμε τον άλλο με τις ιδιοτροπίες του; Και πώς να μην συμφωνήσεις ότι η οικογένεια δεν μπορεί να είναι ένα εξουσιαστικό παιγνίδι, βλέποντας τον Κυνόδοντα; Δεν ξέρω τι πραγματεύεται στην νέα του ταινία: ελπίζω να είναι κάτι αληθινά σύνθετο, αντάξιο της σκηνοθεσίας του.
Αρκεί ένα πλάνο
Από την άλλη θα πω ψέματα, αν δεν παραδεχτώ ότι το στυλιζάρισμα των ταινιών του Λάνθιμου με έχει στιγμές στιγμές συναρπάσει. Ολο αυτό το ακατανόητο σύμπαν του, βασισμένου σε μια πραγματικά ιδιαίτερη διεύθυνση ηθοποιών, με έχει αφήσει ουκ ολίγες φορές με το στόμα ανοιχτό. Είναι πομπώδης ο Λάνθιμος, και υπερβολικά μανιερίστας, και χαώδης και ίσως υπερόπτης, αλλά κάνει ένα σινεμά τόσο προσωπικό, που μπορεί να σε σκλαβώσει: δεν είναι τυχαίο, που θέλουν να δουλεύουν μαζί του κολοσσοί, όπως ο Κόλιν Φάρελ και η Νικόλ Κίντμαν και είναι ο τρόπος του αυτός που προκαλεί την προσοχή των ξένων παραγωγών - στη βιομηχανία του κινηματογράφου κανείς δεν σου χαρίζει τίποτα.
Στο σύμπαν που δημιουργεί ο Λάνθιμος είναι ένας μικρός απόλυτος Θεός: σου εξηγεί ό,τι θέλει και όχι ό,τι θέλεις, χτίζει πλάνα που καταλαβαίνεις από το πρώτο τους δευτερόλεπτο ότι είναι δικά του και μόνο, ξέρει το μέσο όσο λίγοι και δημιουργεί μια δική του πραγματικότητα – αυθαίρετη, συχνά ανυπόφορη, αλλά μοναδική. Ο τύπος δεν είναι αφηγητής, δεν είναι παραμυθάς, δεν είναι διεκπεραιωτής και ναι είναι πομπώδης τόσο, ώστε όταν ακούς ότι τον γιουχάισαν στις Κάννες νοιώθεις ότι μπορεί να κάνανε και καλά. Αλλά δεν μπορείς να μην αναγνωρίσεις ότι είναι δημιουργός. Και πιστεύω πως επειδή στην πραγματικότητα γυρίζει πάντα την ίδια ταινία, όπως πολλοί από τους αληθινά μεγάλους, κάποια στιγμή θα μας δώσει ένα αριστούργημα.
Δημιουργός χωρίς εκπτώσεις
Ο Δανίκας λέει ότι ο Λάνθιμος πουλάει καλά το όνομά του και δεν νομίζω ότι το λέει για να τον μειώσει, αλλά για να υπογραμμίσει την επιτυχία του: είναι η τρίτη φορά που βραβεύεται στις Κάννες. Κανείς δεν μπορεί να φτάσει να πουλήσει το όνομά του, αν όνομα δεν κάνει. Ο Λάνθιμος έκανε όνομα χωρίς να κάνει την παραμικρή έκπτωση: ακόμα κι όταν δούλεψε με προϋπολογισμούς μεγαλύτερους, με ηθοποιούς σημαντικούς, με παραγωγούς που μπορούσαν να του εξασφαλίσουν ότι θα φτάσει ακόμα και σε οσκαρικές υποψηφιότητες, ο Λάνθιμος συνέχισε να κάνει το δύσκολο, προσωπικό σινεμά του. Μπορείς να τον απορρίψεις, μπορείς να τον αφήσεις κατά μέρους, μπορείς να αποφύγεις την προσπάθεια να τον ερμηνεύσεις – πράγμα το οποίο σου ζητάει πάντα να κάνεις. Αλλά για τον ίδιο δεν τρέχει τίποτα: αν δεν το κάνεις εσύ θα το κάνει κάποιος άλλος. Γιατί δημιουργός είναι αυτός που δημιουργεί. Όχι μόνο έργα, αλλά και κοινό. Δικό του.