Στην ιστορία της ελληνικής παρουσίας στη Eurovision παραμένει ξεχωριστή φυσικά η εμφάνιση της Μαρίζας Κοχ με το «Παναγιά μου Παναγιά μου».
Από τότε φαινόταν ότι η Ελλάδα έπαιρνε το διαγωνισμό πολύ στα σοβαρά, αντιμετωπίζοντας τον με κανόνες πολιτικής ή καλύτερα μεταπολιτευτικής σοβαροφάνειας. Ενώ ως Έλληνες είμαστε γενικώς για τα πανηγύρια το συγκεκριμένο πανηγύρι μας γέμιζε άγχος.
Ήταν 1976, τότε η Μεταπολίτευση θεωρούνταν κάτι καλό, και η Ελλάδα έστειλε τη μεγάλη ερμηνεύτρια για να θυμίσει στους Ευρωπαίους το δράμα της κατοχής της Κύπρου, αλλά και το ότι η ίδια ως χώρα έβγαινε μόλις από μια δικτατορία. Εχει ενδιαφέρον στο βίντεο ότι η σοβαρή Ελληνίδα τραγουδίστρια χαριεντίζεται με το φακό κοιτώντας την Ακρόπολη: το πνεύμα της Eurovision την έχει επηρεάσει και την ίδια! Λίγοι γνωρίζουν ότι είναι η ίδια συνθέτρια του τραγουδιού και οι πιο πολλοί θυμούνται την ενδυματολογική εμφάνιση (με μεγάλο μενταγιόν και μαύρη κελεμπία) κάτι ανάμεσα σε Ντέμη Ρούσσο και Καλόγερο Τακ! Οι στίχοι («Κι αν δείτε ερείπια γκρεμισμένα όι-όι μάνα μ' δεν θα ναι απ' άλλες, απ' άλλες εποχές, από ναπάλμ θα' ναι καμένα όι-όι μάνα μ'» ) ήταν γραμμένοι για να συγκλονίσουν την Ευρώπη – αν όλοι οι Ευρωπαίοι μιλούσαν ελληνικά πιθανότατα και να το πετυχαίναμε. Οι άσπλαχνοι Ευρωπαίοι ωστόσο έδωσαν την πρωτιά στους Αγγλους, (η Μαρίζα μας τερμάτισε 13η). Οι Αγγλοι παρουσίασαν ένα τραγούδι που με μια κακή συρραφή δέκα τουλάχιστον τραγουδιών των Beatles. Κέρδισαν τραγουδώντας για φιλιά, αγάπες και χάδια: ναπάλμ που τους χρειαζόταν τους άσπλαχνους.
Ευτυχώς οι ιμπεριαλιστική αυτή ψήφος δεν σταμάτησε την πορεία της Ελλάδας προς το σοσιαλισμό: το 1982, μετά την Αλλαγή και τη νίκη του ΠΑΣΟΚ, δεν στείλαμε κανένα τραγούδι στην Eurovision, καταγγέλλοντας το ευρωπαϊκό φεστιβάλ τραγουδιού ως «πανηγύρι της ευρωπαϊκής μπουρζουαρζίας». Πριν την καταγγελτική αποχή, η Ελλάδα είχε γνωρίσει την Αννα Βίσση (που το 1980 τραγούδησε Οτο Στοπ, είκοσι χρόνια πριν να ρθει ο Ρεχάγκελ κι αυτό γίνει τίτλος σε εφημερίδες.)
Αν κρίνω από την τωρινή ηλικία της, η «απόλυτς» τότε πρέπει να ήταν 15 χρονών! Η Αννα είχε πάρει την ίδια θέση με τη Μαρίζα Κοχ (13η) – παραλίγο να υποβιβαστεί δηλαδή. Ο λιγότερο απόλυτος Γιάννης Δημητράς με το «Φεγγάρι καλοκαιρινό» (ένα τραγούδι από αυτά που κανείς δεν γνωρίζει ότι γράφτηκαν και ουδείς θυμάμαι να τραγούδησε πλην του ίδιου) ένα χρόνο μετά τερμάτισε 8ος.
Η παρουσία του κουβαλούσε όλη τη σημειολογία της εποχής: είχε αφάνα σαν τον Πάριο και μούσι σαν το Λάκη Κομνηνού γιατί το ΠΑΣΟΚ ανέβαινε αλματωδώς. Η πρώτη μεταΠΑΣΟΚική ελληνική παρουσία σημειώνεται το 1983 (στο κίνημα χρειάστηκε ένας μόλις χρόνος για να τα βρει με την ευρωπαϊκή μπουρζουαζία). Το τραγούδι που στέλνουμε είναι η επιτομή του κιτς – θέλει να είναι σοβαρό (όπως ο ελληνικός σοσιαλισμός επιβάλει) και ελαφρύ (όπως οι κανόνες της Eurovision απαιτούν). Ο στίχος («Μου λες για τρένα που όλο φεύγουν και για τσιγγάνους που κινούν, και εγώ τα μάτια σου διαβάζω να δω που τρέχουν, που γυρνούν») δημιουργεί την υποψία ότι η τραγουδίστρια Κρίστι Στασινοπούλου (που πάντως έχει φωνάρα!) έχει ερωτευτεί το Μάρτιν Φέλτμαν που δουλεύει σε μη κυβερνητική οργάνωση για την προστασία των Ρομά.
Τερματίζουμε 14η και την επόμενη χρονιά με τον Τάκη Μπινιάρη 16η οπότε μια λύση έχουμε: καταγγέλλουμε και στις δυο περιπτώσεις τον ιμπεριαλισμό και την επόμενη δεν πάμε! Παρόλα αυτά οι Ευρωπαίοι συνεχίζουν χωρίς εμάς, όμως επειδή είμαστε σκληρά καρύδια, αφού τους απειλήσουμε αρχικά με τους «Μπάνγκ», το 1988 κάνουμε ανοιχτή επίθεση στην καρδιά της Ευρωπαϊκής Ενωσης με τον «Κλόουν» της Αφροδίτης Φρυδά, μια από τις πιο cult συμμετοχές όλων των εποχών.
Ομολογώ ότι τον καιρό εκείνο τον είχα μάθει απέξω τον Κλόουν κι ακόμα σήμερα μερικές φορές τον σιγοψιθυρίζω – με έμφαση στο «χαχαχαχαχα», που ίσως κανείς δεν έχει τραγουδήσει καλύτερα από την ερμηνεύτρια. Δυστυχώς τερματίζουμε 17η , αλλά τι σημασία έχει η θέση μπροστά στη διαχρονική επιτυχία; Δυο χρόνια αργότερα στέλνουμε το τραγούδι που έχει πάρει την, μέχρι τότε, χειρότερη ελληνική θέση όλων των εποχών (19η) – πράγμα καθόλου παράξενο αν αναλογιστεί κανείς ότι είχαμε χρεοκοπήσει και κυβερνούσε ο Ζολώτας. Ο Χρίστος Κάλλοου τραγουδά «Δίχως σκοπό»: ποτέ τίτλος τραγουδιού και ερμηνεία δεν υπήρξαν πιο ταιριαστά! Αν αντέξετε ν ακούσετε το τραγούδι
δώστε προσοχή στις δεύτερες φωνές, αλλά και στο γεγονός ότι το τραγούδι ξεκινά σαν μπαλάντα και ολοκληρώνεται σαν spiritual gospel. Μολονότι κινδυνέψαμε να μας διώξουν από την Ευρωπαϊκή Ενωση, πήραμε ωστόσο το μάθημά μας: ό,τι αρέσει σε μας δεν αρέσει απαραίτητα στους ξένους. Ενώ μας ενώνει και μας δονεί της Δάφνης Μπόγκοτα η φωνή, φροντίζουμε οι δυο επόμενες συμμετοχές να είναι με στυλ ευρωπαϊκό. Λατρεύω το «Άνοιξη» της κούκλας Σοφίας Βόσσου
κι από τότε που το πρωτοάκουσα το θεωρώ ένα ύμνο στην αδερφική αγάπη, αφού ο Ανδρέας Μικρούτσικος σίγουρα είχε στο μυαλό του τον αδερφό του Θάνο Μικρούτσικο («Θάνε ξαναμπαίνει η άνοιξη») όταν το έγραψε. Δε μου λέει πολλά το επιτηδευμένα εθνικ «Ολου του κόλπου η ελπίδα» της Κλεοπάτρας που τερμάτισε 5η κόντρα σε κάθε προγνωστικό! Εντυπωσιακό ότι εμφανίστηκε φορώντας ως κόσμημα το αστέρι της Βεργίνας, γιατί τότε τσακωνόμασταν με τα Σκόπια: είχαμε κάνει δώρα κοσμήματα με το αστέρι σε όλες τις αποστολές – λεφτά υπήρχαν. Το ότι μπήκαμε σε μια εποχή που τα σπάζαμε στα μπουζούκια αποδεικνύεται με τη συμμετοχή της Καίτης Γαρμπή το 1993: το σκίσιμο στο φόρεμα θα το ζήλευαν και οι χορεύτριες του Λευτέρη του Πανταζή. Η - κατά τα άλλα βαριά στην πίστα Καίτη κουνιέται επαρκώς
αλλά μολονότι η μεγάλη ερώτηση είναι αν η Καίτη φοράει εσώρουχο, πάμε άπατοι γιατί δεν μπορούμε να ανεβάσουμε τριάντα λουλουδούδες, να την πνίξουν στα λουλούδια όπως το τραγούδι επιβάλει. Επειδή ο λαϊκός πολιτισμός δεν εκτιμήθηκε (η Γαρμπή τερμάτισε 9η) το ξαναγυρνάμε στις ποπ μπαλάντες αφού στο μεταξύ ζούμε μέρες σιμητικού εκσυγχρονισμού: η Διονυσία Κοράκη το 1998 τερματίζει 20η
ενώ η Ντάνα Ιντερνάσιοναλ ξεσηκώνει Μαρίες, Βικτόριες, Αφροδίτες και Κλεοπάτρες
Πιάνουμε πάτο και όπως συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις δεν μπορεί παρά να πάρουμε τα πάνω μας: ένα χρόνο μετά εμφανίζεται η Ελενα Παπαρίζου με τους Αντικ και η Ελλάδα χτυπάει Τσάμπιονς λιγκ. Από εδώ και πέρα το παραμύθι το ξέρετε.
Όπως ελπίζω καταλάβατε, αν υπάρχουν δέκα πράγματα για τα οποία ντρέπομαι στη ζωή μου το ένα είναι ότι παρακολουθώ ανελλιπώς τη Eurovision. Τον τελικό δεν τον χάνω, μ αρέσει να το βλέπω με μεγάλη παρέα, χαίρομαι να βάζω βαθμούς στα τραγούδια και υποκρίνομαι ότι λειώνω από την αγωνία πριν η Κύπρος μας δώσει «12».
Δώδεκα χωρίς ούτε ένα τηλεφώνημα, αλλά πάντα με πολλά «ουουουου»...