Όταν ο Νίκος Αναστόπουλος, πάνω από δέκα χρόνια πριν, είπε στον αέρα του Sport Fm τη μεγάλη φράση «δεν τα λέτε, δεν τα γράφετε», το έκανε για να δείξει ό,τι οι εποχές της αθλητικογραφίας άλλαξαν: κάποτε όλοι και τα λέγανε και τα γράφανε. Σήμερα το πράγμα έγινε ακόμα χειρότερο: οι πιο πολλοί που πληρωνόμαστε για να λέμε και να γράφουμε, περιγράφουμε συνήθως μια πραγματικότητα που δεν υπάρχει. Περιγράφουμε αυτή που ο κόσμος θα ήθελε να υπάρχει. Η αυτή που ο κόσμος νομίζει ό,τι υπάρχει.
Κάθε φορά που προκύπτει μια αποτυχία ελληνικής ομάδας η μπάλα παίρνει συνήθως και τους αθλητικογράφους, που κατά την κρίση των οπαδών «δεν κάνουν κριτική», «καλύπτουν διοικήσεις, προπονητές και παίκτες» και «φοβούνται να πουν την αλήθεια». Σε όλους αυτούς που τα λένε αυτά απαντάω συνήθως πως αν αυτό συμβαίνει (λέω «αν» γιατί δεν είναι απαραίτητο ότι συμβαίνει), φταίνε κυρίως αυτοί. Ο κόσμος άλλαξε το ρόλο των αθλητικογράφων – μαζί με την οικονομική κρίση βέβαια. Ο μέσος αθλητικογράφος παίρνει πολύ λίγα χρήματα για να δέχεται να τον βρίζουν.
Είδος υπό εξαφάνιση
Παραδοσιακά στο επάγγελμα αυτό υπήρχαν δυο λογιών επαγγελματίες: αυτοί που «πουλάνε» ειδήσεις και κρίσεις αποκλειστικά για μια ομάδα κι αυτοί που ασχολούνται πιο γενικά με το ποδόσφαιρο και τα σπορ. Σήμερα οι δεύτεροι είναι υπό εξαφάνιση: οι τελευταίοι που απέμειναν έχουν βρει καταφύγιο σε κάποια συνδρομητική τηλεόραση προσπαθώντας να κάνουν τη δουλειά τους χωρίς να ενοχλούν και ελπίζοντας πως δεν θα τους ενοχλούν. Η πρώτη κατηγορία έχει μεγαλώσει, αλλά ζορίζεται: πρώτα από όλα γιατί έχουν σταματήσει να υπάρχουν οι πολλές καλές ειδήσεις που θα έκαναν τη δουλειά ευχάριστη και τις αμοιβές καλύτερες. Πολλοί νομίζουν πως οι αθλητικογράφοι υπηρετούν πλέον αφεντικά «που τους περνάνε γραμμή», είναι «ντελάληδες των διοικήσεων», υπάρχουν για να βρίσκουν δικαιολογίες στις αποτυχίες «γιατί έτσι τους λένε» κτλ. Μακάρι να ήταν έτσι: τουλάχιστον θα υπήρχε καλύτερη ενημέρωση για τις διοικητικές προθέσεις, θα ξέραμε τα σχέδια των ιδιοκτητών, θα μπορούσαμε έχουμε μια καλύτερη εικόνα των αρετών τους και των προβληματισμών τους – αν όχι και των προβλημάτων τους. Αλλά είναι ελάχιστοι στην Ελλάδα αυτοί που έχουν τη δυνατότητα να μιλάνε μια στο τόσο με τον Μαρινάκη, τον Μελισανίδη, τον Αλαφούζο ή τον Σαββίδη. Το πολύ πολύ κάποιοι να μιλάνε με τους πολυάριθμους εκπροσώπους Τύπου των ομάδων, που όμως σπανίως λύνουν απορίες κι ακόμα πιο σπάνια ξέρουν και οι ίδιοι κάτι για τα σημαντικά. Οπότε ο δρόμος της ενημέρωσης γίνεται δύσκολος και η λύση που οι πιο πολλοί έχουν επιλέξει έχει πλάκα: περιγράφουν αυτό που θα θελαν να συμβαίνει κι αυτό που ο οπαδός ελπίζει πως υπάρχει ή θα υπάρξει. Κι αν κάτι βγάλει στην επιφάνεια πως τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι όλοι είναι έτοιμοι να παίξουν το ρόλο του εισαγγελέα ψάχνοντας βολικούς κατηγορούμενους. Συνήθως προπονητές, σπανιότερα παίκτες, καμιά φορά και διοικητικά στελέχη, αν είναι αναλώσιμα και δεν είναι φίλοι μας.
Ιδιες αιτίες, ίδιες λύσεις
Εχει πλάκα ότι σε κάθε στραβοπάτημα ελληνικής ομάδας οι αιτίες είναι ίδιες και ίδια είναι και η αντιμετώπιση της όποιας μικρής ή μεγάλης κρίσης. Πάντα φταίει ο προπονητής – συνήθως γιατί «παίζει» ένα διαβολεμένο κακό σύστημα (το χειρότερο είναι αυτό με τους τρεις κεντρικούς αμυντικούς που αν διαβάσεις τι γράφεται στην Ελλάδα πρέπει να είναι ό,τι χειρότερο υπάρχει στη γη μετά τον Covid 19). Μετά τον προπονητή, φταίνε οι παίκτες: είναι βολικότερο να είναι Ελληνες (Μάνταλος, Μπακάκης, Φορτούνης, Μπουχαλάκης, Πασχαλάκης κτλ) και να παίρνουν και κάμποσα χρήματα. Μετά φταίει το κακό σκάουτινγκ: για τον μέσο αθλητικογράφο παντού στη γη υπάρχουν ομάδες που παίρνουν πέντε παίκτες και οι… έξι από αυτούς σε δυο χρόνια απασχολούν τη Ρεάλ Μαδρίτης. Μετά φταίει ότι έχουν «λυθεί τα λουριά και υπάρχει ανάγκη κάποιος να βάλει μια φωνή»: στον Παναθηναϊκό το πιστεύουν κατά καιρούς τόσο πολύ αυτό που χαίρονται όταν πηγαίνουν οι οργανωμένοι να τρίξουν στους παίκτες τα δόντια. Όλα αυτά, αν το παρατηρήσετε, ισχύουν για όλες τις ομάδες και αν κάτι αλλάζει είναι η σειρά. Όπως σε όλες τις ομάδες είναι ίδιος και ο τρόπος αντιμετώπισης των προβλημάτων: ο πρόεδρος, που είναι πάντα στεναχωρημένος αλλά ξέρει τι χρειάζεται, «τρίζει» δόντια, ο πρόεδρος είναι βέβαιο ότι θα κάνει αλλαγές, ο πρόεδρος είναι βέβαιο ότι θα «πάρει σκούπα» - για να είμαι δίκαιος αυτό συμβαίνει παντού πλην του Παναθηναϊκού στον οποίο ο πρόεδρος απλά φταίει γιατί υπάρχει. Ποιες άλλες μαγικές λύσεις υπάρχουν πάντα έτοιμες; Η «αλλαγή του σχεδιασμού». Το «φρέσκο αίμα στην ΠΑΕ». Μια συνέντευξη Τύπου στην οποία «ο πρόεδρος θα ανοίξει τα χαρτιά του». Κι άλλα τέτοια σατανικά με τα οποία συνήθως γελάω διότι συνήθως προδίδουν μια και μόνη πρόθεση: ότι δεν υπάρχουν περιθώρια για να μπουν σοβαρά χρήματα, τα οποία δεν λύνουν όλα τα προβλήματα, αλλά βοηθάνε πιο πολύ από λουριά που δένονται και δόντια που τρίζουν.
Το καταπληκτικό κρυφτούλι
Στην Ελλάδα δεν υπάρχει μόνο αδυναμία αποδοχής της ήττας (για την οποία πρέπει πάντα να πέσουν κεφάλια κτλ), αλλά υπάρχει και ένα κρυφτούλι από την πραγματικότητα που είναι καταπληκτικό: οι αθλητικογράφοι φοβούνται να πουν δυσάρεστα πράγματα ακόμα και μετά από νίκες! Δεν μιλάω για όσους έχουν άμεση σχέση με μέσα ιδιοκτητών και δεν θέλουν να δυσαρεστήσουν αφεντικά γιατί οι καιροί είναι δύσκολοι – αυτούς τους καταλαβαίνω: πληρώνονται για να δηλητηριάζουν τη χαρά του άλλου – αυτό είναι μια καινούργια και εύκολη δουλειά. Μιλάω για πολλούς άλλους που η επαγγελματική τους επάρκεια τους δίνει τη δυνατότητα στο δικαίωμα της κριτικής: ευτυχώς υπάρχουν και τέτοιοι, μόνο που κριτική κάνουν, όταν και εφόσον κρίνουν ότι ο κόσμος θα τη χειροκροτήσει.
Πιο πολύ από τις διοικήσεις των ομάδων, οι αθλητικογράφοι σκέφτονται πλέον τον κόσμο με τον οποίο δεν θέλουν να μπλέξουν. Και είναι πάντα προτιμότερο να σε αγαπούν γιατί δεν μιλάς, παρά να σε ξεφωνίζουν γιατί κάνεις δυσάρεστες επισημάνσεις ακόμα και μετά από νίκες – αυτό ειδικά για μια μερίδα του κόσμου είναι εντελώς ασυγχώρητο! Για ένα τεράστιο κομμάτι του όταν μια ομάδα κερδίζει πρέπει να εξυμνείται και κριτική πρέπει να γίνεται σε όποια χάνει, διότι η ήττα της είναι απόδειξη πως είναι χειρότερη. Ποιο είναι το λάθος; Πως σε κάθε περίπτωση κριτική πρέπει να γίνεται όχι στο αποτέλεσμα, αλλά στην εικόνα. Και η κριτική πρέπει να βασίζεται όχι τόσο σε μια ιδεοληψία (στο πως δηλαδή θα πρεπε να παίζει η ΑΕΚ, ο Ολυμπιακός, ο ΠΑΟ, ο ΠΑΟΚ κτλ), αλλά κυρίως στο τι δυνατότητες έχουν αυτές οι ομάδες να πιάσουν στόχους στις διοργανώσεις που παίρνουν μέρος.
Όλα ισχύουν πάντα
Το αν μια ομάδα έχει προβλήματα στα αποδυτήρια δεν είναι κάτι που μπορεί να προκύπτει επειδή ήρθε μια ήττα: αν τα έχει, τα έχει και πριν το ματς που έπαιξε και θα τα έχει και στο επόμενο, ακόμα κι αν το κερδίσει. Αν μια ομάδα είναι διοικητικά ανοργάνωτη, είναι πάντα: χάσει κερδίσει- σε βάθος χρόνου αυτή την ανοργανωσιά θα την πληρώσει. Αν μια ομάδα έχει ανάγκη από παίκτες σε συγκεκριμένες θέσεις, η ανάγκη αυτή θα υπάρχει ακόμα κι αν σε κάποιο ματς, αυτοί που στις θέσεις αυτές αγωνίζονται κάνουν κάτι χρήσιμο: κανείς δεν είναι εντελώς άχρηστος. Η ενημέρωση και η κριτική πρέπει να αφορά τη μεγάλη εικόνα, ίσως και περισσότερο από όσο τη μικρή, που είναι πάντα το ματς. Και όταν υπάρχουν πράγματα που πρέπει να επισημαίνονται για να κάνουν τις ομάδες καλύτερες, πρέπει να επισημαίνονται ανεξάρτητα από τα αποτελέσματα.
Η μόνη χώρα που…
Η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα στην οποία μπορεί να ακούσεις ότι ένα ρόστερ είναι πλήρες και μετά από μόνο μια μέρα αυτός που το είπε να ανακοινώσει ότι άλλαξε ο σχεδιασμός και η ίδια ομάδα θα κάνει πέντε, έξι, επτά, προσθήκες. Είναι η μόνη που ο πρόεδρος πάντα ξέρει τι πρέπει να κάνει – και «που τα λεφτά δεν είναι πρόβλημα». Είναι η μόνη που όποιος παίκτης έχει έρθει είναι καλοκαιριάτικα «ο παίκταρας». Είναι η μόνη που όλες της (συνήθως…) οι μεγάλες ομάδες κάθε χρόνο, σύμφωνα με τους ρεπόρτερ που τις παρακολουθούν, είναι έτοιμες να πάρουν το πρωτάθλημα αρκεί να έχουν μαζέψει τρεις – τέσσερις ελεύθερους παίκτες τα ονόματα των οποίων ολοένα και συχνότερα αγνοούμε. Είναι η μόνη που οι ίδιοι οπαδοί που βρίζουν όποιον λέει ότι μια ομάδα πρέπει σε κάποιες θέσεις να ενισχυθεί, τον ξαναβρίζουν γιατί αποδεικνύεται ότι έχει δίκιο. Είναι η μόνη που το «δεν τα λέτε, δεν τα γράφετε» δεν ισχύει. Και τα λέμε και τα γράφουμε. Δυστυχώς…