Επιτέλους η χώρα ανακάλυψε ένα νέο εχθρό: τους δικαστές του Δημήτρη Λιγνάδη –πάλι καλά γιατί είχαμε πλήξει με τους ίδιους και τους ίδιους. Τι έκαναν αυτοί οι δικαστές; Αν πιστέψει κανείς όσα διαβάζει δεξιά κι αριστερά άφησαν ελεύθερο τον καταδικασμένο πλέον σκηνοθέτη μετά την πολύκροτη δίκη του. Νομίζω για ένα μεγάλο μέρος αυτού που αποκαλούμε κοινή γνώμη οι δικαστές αυτοί θα έπρεπε σήμερα να δικαστούν. Αλλά από ποιους να δικαστούν; Αν δικαστούν από άλλους δικαστές και τους αφήσουν κι αυτοί αυτούς ελεύθερους, πρέπει να δικάσουμε τους δικαστές τους. Και μετά τους επόμενους. Και δεν βλέπω όλο αυτό να βγάζει πουθενά. Για αυτό θα πρότεινα κάτι άλλο: να σοβαρευτούμε. Και να μάθουμε να σεβόμαστε τις αποφάσεις της δικαιοσύνης κι ας μην μας αρέσουν για τους δικούς μας λόγους.
Πρόβλημα ενημέρωσης
Υπάρχει πρόβλημα δικαιοσύνης στην Ελλάδα; Εγώ θα έλεγα ότι υπάρχει μάλλον πρόβλημα ενημέρωσης – η ενημέρωση είναι κάτι πιο μεγάλο από τη δημοσιογραφία. Αν διαβάσεις όσα γράφονται νομίζεις ότι ο Λιγνάδης έμεινε ελεύθερος επειδή αθωώθηκε. Δεν συνέβη τίποτα από αυτά. Πρώτα από όλα ο Λιγνάδης καταδικάστηκε για δυο βιασμούς και αθωώθηκε για άλλους δύο. Οι δυο αθωώσεις του δυστυχώς δείχνουν πως πολλά από όσα σε αυτή την ιστορία μάθαμε αρχικά, δεν ήταν έτσι ακριβώς. Δεν είναι η πρώτη φορά: συνέβη και στην περίπτωση της καλής Γεωργίας για την οποία έγινε και διαδήλωση στην Αθήνα.
Ας μείνουμε στο Λιγνάδη. Ο ένας από αυτούς που τον κατήγγειλε δεν εμφανίστηκε στο δικαστήριο, ενώ δεν είχε κανένα πρόβλημα να εμφανιστεί στους ανακριτές. Ο δεύτερος εμφανίστηκε, πλην όμως έπεσε σε πολλές αντιφάσεις, η πιο μεγάλη από τις οποίες είναι ότι δεν θυμόταν (;) τη χρονιά που ο κατηγορούμενος τον βίασε. Για τις άλλες δυο κατηγορίες ο Λιγνάδης καταδικάστηκε: δέχτηκε δέκα χρόνια για τη μια του ειδεχθή πράξη και πέντε για την άλλη. Όπως ο ποινικός κώδικας προβλέπει οι δυο ποινές συμψηφίστηκαν και τα χρόνια της συνολικής καταδίκης είναι δώδεκα. Είναι λίγα; Είναι πολλά; Σημασία έχει ότι είναι αυτά που προβλέπει ο ποινικός κώδικας.
Δεν υπήρχε πουθενά
Στην Ελλάδα δεν έχουμε ένα σύστημα δικαιοσύνης στο οποίοι οι ποινές επιβάλλονται κατά περίσταση, ούτε αποφασίζουν για όλα οι ένορκοι: αυτά τα βλέπουμε στα σήριαλ να συμβαίνουν στα αμερικάνικα δικαστήρια. Εχουμε δει προφανώς περισσότερες τηλεοπτικές σειρές από δίκες – είναι άλλωστε πιο συναρπαστικές. Αλλά η παρακολούθηση σειρών δεν αρκεί για να καταλάβουμε το σύστημα της δικαιοσύνης: στο δικό μας οι κώδικες και τελικές αποφάσεις του Αρείου Πάγου είναι για τους δικαστές μας κάτι σαν τις δέκα εντολές του Μωυσή – και θα λεγα ευτυχώς. Στην προκειμένη περίπτωση οι κώδικες προβλέπουν πως ένας καταδικασμένος ένοχος μπορεί να μπει σε καθεστώς περιορισμών (όχι να μείνει ελεύθερος, απλά να μην συνεχίσει να βρίσκεται στη φυλακή), αν συντρέχουν συγκεκριμένες προϋποθέσεις και φυσικά μόνο μέχρι την εκδίκαση της Εφεσης. Αυτό το τελευταίο στους τίτλους της είδησης δεν το είδα πουθενά! Αν έμενες στους τίτλους θα νόμιζες πως ο Λιγνάδης καταδικάστηκε κι αθωώθηκε συγχρόνως – και φυσικά θα συγχιζόσουν στην καλύτερη των περιπτώσεων.
Το μενού της αγανάκτησης
Η διαστρέβλωση μιας απόφασης μπορεί να προκαλέσει οργή – αλλά δεν αλλάζει την απόφαση. Ο Λιγνάδης καταδικάστηκε και μέχρι την Εφεση θα βρίσκεται σε κατ’ οίκον περιορισμό (δηλαδή δεν θα είναι ελεύθερος να πάει όπου θέλει), θα εμφανίζεται σε αστυνομικό τμήμα κάθε τόσο (γεγονός εξευτελιστικό αναμφίβολα) και θα πληρώσει και μια ωραία εγγύηση. Γιατί δεν πήγε στη φυλακή πάλι; Θα ήταν εύκολο να πω πως συνέβη απλά ό,τι προβλέπεται από τους κώδικες. Αλλά θα επισημάνω κάτι άλλο απλούστερο: οι καταδίκες του δεν προέκυψαν με απόλυτη συμφωνία. Και στις δυο υπήρξαν μειοψηφούντες: η πρόεδρος του δικαστηρίου μάλιστα μειοψήφησε και στις δυο. Τι σημαίνει αυτό; Πως στο Εφετείο ίσως κάτι αλλάξει. Κι επειδή υπάρχει αυτή η πιθανότητα, ορθά, με βάση τη δικαιοσύνη κι όχι την λαϊκή αγανάκτηση, ο ένοχος δεν θα εξακολουθήσει να βρίσκεται στη φυλακή. Στην οποία θα επιστρέψει για να εκτίσει το υπόλοιπο της ποινής του αν και εφόσον καταδικαστεί τελεσίδικα. Αν αυτό δεν συμβεί με κάποιο μαγικό τρόπο, τότε ναι μπορούμε να αγανακτούμε. Τώρα απλά θα πρέπει να σεβόμαστε τη δικαιοσύνη γιατί αύριο μπορεί να κρίνει κι εμάς. Και σίγουρα σε αυτή την περίπτωση θα ελπίζουμε σε μια δίκαια απόφαση κι όχι σε μια απόφαση που να ικανοποιεί τους μονίμους αγανακτισμένους του διαδικτύου. Που νομίζουν, από αυτό που καταλαβαίνω, πως υπάρχει μια δικαιοσύνη a la carte της οποίας το μενού πρέπει να καθορίζεται από το twitter, το facebook και τα όσα ισχυρίζονται οι πανελίστες στα πρωϊνάδικα. Σε τελική ανάλυση αν η απόφαση να μην συνεχίσει να βρίσκεται στη φυλακή ο Λιγνάδης δεν στέκει, μπορεί πάντα να επέμβει ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου. Το σημειώνω γιατί στις αμερικάνικες σειρές δεν γίνεται.
Η μικρότερη τιμωρία
Η ιστορία αυτή επιτρέπει κι ένα επιπλέον προβληματισμό που έχει να κάνει με την καταδίκη: ας προβληματιστούμε για αυτή. Η δική μου βεβαιότητα είναι ότι σε περιπτώσεις όπως αυτή του Λιγνάδη καταδίκη δεν είναι μόνο η φυλάκιση – θα λεγα μάλιστα ότι η φυλάκιση είναι η μικρότερη τιμωρία. Ο Λιγνάδης έφτασε να γίνει διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου. Για χρόνια ήταν ο αγαπημένος σκηνοθέτης των Ελλήνων παραγωγών και των Ελλήνων ηθοποιών – λέγεται ότι αυτό το δεύτερο συνέβαινε γιατί ήταν και γαλαντόμος. Ηταν το είδος του σταρ σκηνοθέτη που όλοι έτρεχαν να φωτογραφηθούν μαζί του: από πρωθυπουργούς μέχρι την Ελενα Ακρίτα. Σήμερα τι είναι; Ενας καταδικασμένος για βιασμούς και παιδοφιλία που είναι απίθανο, όχι να ξαναζήσει τα μεγαλεία του, αλλά απλά να ξαναδουλέψει. Για ένα άνθρωπο που έχει μια τέτοια διαδρομή νομίζω πως η ποινή αυτή είναι η μεγαλύτερη. Είμαι μάλιστα βέβαιος πως αν ο Λιγνάδης μπορούσε να ανταλλάξει κάποια χρόνια στη φυλακή με την βεβαιότητα ότι βγαίνοντας από αυτή όλα θα είχαν ξεχαστεί και θα μπορούσε να ξαναζήσει όπως ζούσε, θα υπέγραφε να πάει στον Κορυδαλλό αύριο κιόλας. Ούτε έφεση δεν θα έκανε.
Θα κλείσουν τα στόματα μετά από την απόφαση αυτή; Συγνώμη, αλλά αυτά είναι κολοκύθια γεμιστά. Πρώτα από όλα δεν είδα και πολλά να ανοίγουν. Επειτα αυτό που εγώ κατάλαβα είναι ότι το ελληνικό meToo κατέληξε ένα πανηγύρι διαδικτυακής αγανάκτησης και είναι κρίμα για ανθρώπους όπως η Σοφία Μπεκατώρου πχ που είχαν το σθένος να μπουν μπροστά. Ελάχιστοι και ελάχιστες ακολούθησαν: στην περίπτωση του Λιγνάδη είδαμε και κάποιους να το σκάνε από τα δικαστήρια. Στο τέλος όλα έγιναν δικαστικές υποθέσεις – στις οποίες περιμένουμε αποφάσεις για να φωνάξουμε γκολ.
Αυτή και μόνο
Εχω κερδίσει δικαστήρια πολλά αλλά έχω καταδικαστεί κιόλας – ακόμα αισθάνομαι αθώος. Καταλαβαίνω όμως ότι πληρώνεις όχι για την ενοχή, αλλά και για λάθη. Εχω κάνει τέτοια - σίγουρα από παρορμητικότητα, και ξεροκεφαλιά. Δεν ήθελα και να επιδιώξω συμβιβασμούς ή να πω καμία συγνώμη σε τομάρια. Θέλω να πω πως δεν έφταιγε όμως η δικαιοσύνη για τις αποφάσεις: έφταιγα εγώ που ξεπέρασα όρια. Η δικαιοσύνη υπάρχει και για να θυμίζει τα όρια: στην περίπτωση του Λιγνάδη αποφάσισε πως ο κατηγορούμενος πρέπει να τιμωρηθεί εντός ορίων. Γιατί και οι τιμωρίες έχουν όρια: δεν υπάρχουν ευτυχώς ούτε λιθοβολισμοί, ούτε θανατικές καταδίκες. Ορια δεν έχουν μόνο η υποκρισία, η αγανάκτηση, η οργή κτλ – αλλά αυτά, ευτυχώς, δεν έχουν σχέση με την δικαιοσύνη. Μπορούμε να αγανακτούμε όσο θέλουμε, οφείλουμε όμως να σεβόμαστε την δικαιοσύνη, γιατί αυτή και μόνο εξασφαλίζει την λειτουργία της κοινωνίας μας. Η αγανάκτηση, η οργή, η υποκρισία, γίνονται απλά εργαλεία που σε μερικές περιπτώσεις βοηθάνε για να χτιστούν πολιτικές καριέρες π.χ. Σε άλλες επιτρέπουν να καεί ο Real Fm και άλλα χειρότερα...