Θέλω να κλείσω την ενότητα των κειμένων που έγραψα με αφορμή τους Ολυμπιακούς του Ρίο συμμετέχοντας εξ αποστάσεως σε ένα διάλογο, που έχει ανοίξει για το τι είδους αθλητισμό θέλουμε. Διάβασα πολύ ενδιαφέροντα πράγματα τις τελευτές μέρες: για παράδειγμα σας συστήνω να διαβάσετε ένα κόμμάτι που έχει γράψει ο σπουδαίος αθλητής Γιώργος Μαυρωτάς στην Athens Voice – θα βρείτε πολλές αφορμές για προβληματισμό. Ανθρώπους όπως ο Μαυρωτάς ή ο Ιακωβάκης πχ, όταν μιλάνε για τον ελληνικό αθλητισμό και τις ανάγκες του, πρέπει να τους ακούς.
Πριν και μετά το 2004
Κάθε μεγάλη διοργάνωση θα πρέπει να δημιουργεί προβληματισμούς για το μέλλον του αθλητισμού μας, είτε σε αυτή η ελληνική αποστολή τα χει καταφέρει να διακριθεί, είτε όχι. Ενας από τους βασικούς λόγους που δεν έμεινε σχεδόν τίποτα στην Ελλάδα μετά τους Ολυμπιακούς του 2004 ήταν ακριβώς αυτή η απουσία προβληματισμού για το τι αθλητισμό θέλουμε, πριν και μετά από εκείνους τους Αγώνες. Διοργανώνοντας αγώνες χωρίς στόχο – ή αν προτιμάτε με μοναδικό στόχο κάποια μετάλλια και κάποια λόγια ανακούφισης από ξένους - προέκυψαν οι ολυμπιακές εγκαταστάσεις που ποτέ δεν αξιοποιήθηκαν, ξοδεύτηκαν χρήματα που δεν έπρεπε, χάθηκε η ευκαιρία να υπάρξει στην Ελλάδα ένα σοβαρό αθλητικό κίνημα. Μετά όλα έγιναν χειρότερα. Στο διάστημα της ολυμπιακής προετοιμασίας για το Πεκίνο πχ δεν έλειψαν τα χρήματα (τότε χάρη στα δανεικά και τα ελλείμματα υπήρχαν πολλά), αλλά έλειψαν όλα τα άλλα: σχεδιασμός, άνθρωποι, παραγωγή αθλητών - πρώτα από όλα. Χωρίς αθλητές δεν μπορεί να έχουμε πρωταθλητές: ο Μαυρωτάς και όποιος άλλος το επισημαίνει έχει δίκιο. Μετά το 2008, όταν έλειψαν πλέον και τα χρήματα, η κατάρρευση ήταν απόλυτη. Στο Λονδίνο, θυμίζω ότι έσωσαν την ελληνική αποστολή δυο χάλκινα: αυτό που κέρδισε ο πανταχού παρών μεγάλος Ηλίας Ηλιάδης στο τζούντο, έλληνας εξ υιοθεσίας, κι αυτό που κατέκτησαν τα κορίτσια της κωπηλασίας, δηλαδή η Αλεξάνδρα Τσιάβου και η Χριστίνα Γιατζίδου στο διπλό σκιφ ελαφρών βαρών. Πολλοί είπαμε «πάλι καλά», βλέποντας το πυκνό σκοτάδι που έπνιγε τη χώρα.
Συζήτηση μεταξύ γκρινιάρηδων
Το 2004 θυμάμαι, όταν η Ελλάδα σάρωνε τα μετάλλια, δεν υπήρχε κανένας προβληματισμός για το τι ακριβώς αθλητισμό θέλουμε, αλλά μόνο μια υπόγεια συζήτηση μεταξύ γκρινιάρηδων: τέτοιοι στην Ελλάδα θα υπάρχουμε πάντα πολλοί. Υπήρχαν αυτοί που γκρίνιαζαν γιατί ήθελαν περισσότερα μετάλλια, γιατί τα μετάλλια στους μεγάλους Αγώνες εξασφαλίζουν προβολή στη χώρα και στέλνουν στον αθλητισμό χιλιάδες παιδιά και υπήρχαν κι εκείνοι που θα προτιμούσαν να κέρδιζε η Ελλάδα λιγότερα μετάλλια και το κρατικό χρήμα να πηγαίνει σε υποδομές, ώστε ο κόσμος να αθλείται. Υπήρχαν αυτοί που ζήλευαν την σοσιαλιστική Κούβα, που είχε πάρει στην Αθήνα 27 μετάλλια κι αυτοί που χειροκροτούσαν την Αυστρία και την Φινλανδία που είχαν πάρει ελάχιστα μετάλλια, αλλά το ποσοστό του πληθυσμού τους που αθλούνταν ενεργά ξεπερνούσε το 30%! Εγώ άνηκα στους δεύτερους, αλλά θέλω και ελληνικές επιτυχίες γιατί μόνο αυτές στέλνουν παιδιά στα γήπεδα και στα γυμναστήρια – κακά τα ψέματα. Ακόμα κι αυτή τη συζήτηση, στην πορεία την σκότωσε η ίδια η πραγματικότητα: πλέον η Πολιτεία δεν ασχολείται με τον Αθλητισμό γιατί αμφιβάλω, αν από αυτούς που διουκούν τον αθλητισμό μας, ξέρει κανείς τι είναι αυτός. Μετά την άτσαλη ιδιωτικοποίηση του ΟΠΑΠ από την κυβέρνηση Σαμαρά, που δημιούργησε ένα ιδιωτικό – μονοπώλιο τερατώδες, χωρίς καμία υποχρέωση υποστήριξης του Αθλητισμού, και μετά την πάντα προβλεπόμενη και απαραίτητη κολωτούμπα του Τσίπρα που δεν τόλμησε ν αγγίξει τη σύμβαση ιδιωτικοποίησης του οργανισμού (πόσο μάλλον να την καταργήσει όπως προγραμματικά έλεγε), ο ελληνικός αθλητισμός βρέθηκε στο κενό. Το Υφυπουργείο Αθλητισμού που έχουμε, αδυνατώντας από άγνοια και ασχετοσύνη να διοργανώσει αγώνες σε παιδική χαρά έστω, ασχολείται με τη διαιτησία του ποδοσφαίρου, τις εκλογές της ΕΠΟ, την Σουπερλίγκα, με όλα τα παραγοντικά και τα ασήμαντα, αλλά όχι με τον αθλητισμό, δηλαδή τις υποδομές, τους αθλητές και τα προγράμματά τους, τους προπονητές, τα σωματεία, τις ομοσπονδίες – σε όλες άλλωστε χρωστάει ένα σωρό λεφτά. Ωστόσο δεν θέλω να κάνω κριτική σε ασήμαντους: δεν έχει νόημα.
Κανείς δεν μπορεί μόνος του
Οι επιτυχίες του Ρίο δείχνουν ένα δρόμο, αλλά προσοχή μην χαθούμε πάλι σε υπερβολές. Πρωταθλητισμό δεν μπορεί να κάνει κανένας απολύτως μόνος του, όσο ατσάλινη θέληση και να έχει. Αν δεν υπάρξει ένας κάποιος σχεδιασμός, πιο σοβαρός από τον τωρινό, στο Τόκιο μπορεί να μην βρεθούν ήρωες: κι εγώ αγαπάω τις ηρωϊκές ιστορίες, αλλά ο αθλητισμός πρέπει να είναι κάτι άλλο. Τι προτείνω; Πρώτα από όλα να αναλάβει το σχεδιασμό της ολυμπιακής προετοιμασίας, αλλά και την εποπτεία του ελληνικού Αθλητισμού γενικότερα η Ελληνική Ολυμπιακή Επιτροπή αποκτώντας τη μέγιστη αυτονομία από το Υφυπουργείο Αθλητισμού ή οποιονδήποτε άλλο κρατικό φορέα: δουλειά ενός Κράτους που χρεοκόπησε μπορεί να είναι πλέον μόνο ο έλεγχος των χρημάτων και φυσικά το κυνηγητό του ντόπινγκ για να αποφεύγουμε ρεζιλίκια.
Η ιστορίες του Ριο ανέδειξαν μια βεβαιότητα: υπάρχει διάθεση επιχειρήσεων να βοηθήσουν – το έκαναν με ελάχιστο συντονισμό και χωρίς κρατική ενθάρρυνση. Αν οργανωνόταν το πρόγραμμα χορηγιών της ΕΟΕ ακόμα καλύτερα, θα υπήρχαν και καλύτερα αποτελέσματα: η υποστήριξη της Wind αναβάθμισε στην Ελλάδα τους μαραθώνιους μεγαλώνοντας εντυπωσιακά τη συμμετοχή του κόσμου και είναι ένα εξαιρετικό παράδειγμα. Χρειάζεται να υιοθετηθούν έγκαιρα από την ΕΟΕ, χάρη σε ένα πρόγραμμα αντίστοιχο με το «Υιοθετείστε ένα αθλητή», αθλητές με σπουδαίες επιδόσεις στις κατηγορίες εφήβων και νέων: μόνο οι χορηγοί μπορεί να τους βοηθήσουν να γίνουν αύριο παγκόσμιοι και πρωταθλητές και Ολυμπιονίκες, αλλά δεν μπορούν οι ίδιοι οι αθλητές να παρακαλάνε – κάποιος πρέπει να το κάνει για χάρη τους. Χρειάζεται επίσης να υπάρξει το κουράγιο να μιλήσουν οι παράγοντές μας με τα παιδιά τη γλώσσα της αλήθειας: όποιος μπορεί να πάει να κάνει πρωταθλητισμό στο εξωτερικό να ενθαρρυνθεί να το κάνει - το καναν και με επιτυχία και η Κορακάκη και η Στεφαννίδη και χθες έμαθα ότι και η μικρή αδερφή της Στεφαννίδη που ασχολείται κι αυτή με το επι κοντώ είναι στις ΗΠΑ. Τέλος χρειάζεται από την ίδια την ΕΟΕ μια προσπάθεια υλοποίησης ενός προγράμματος μαζικού αθλητισμού – ας το κάνουν και είμαι βέβαιος ότι κάποιος θα βρεθεί να το χρηματοδοτήσει: δεν χρειάζεται να γεμίσει η Ελλάδα σκοπευτήρια, αλλά να υπάρχουν δυο που να πληρούν τις διεθνείς προδιαγραφές. Το σπουδαίο είναι να σωθούν γήπεδα, πισίνες και γυμναστήρια, που καταρρέουν εξαιτίας της κρατικής αμηχανίας και να υπάρξουν νέοι χώροι μαζικής άθλησης: να μην ξανακινδυνεύσει να κλείσει πισίνα γιατί δεν υπήρχε δυνατότητα θέρμανσης, όπως στη Θεσσαλονίκη πριν δυο χρόνια. Εξυπακούεται ότι με το Κράτος ή τους Δήμους ή τις Περιφέρειες που σκορπάνε λεφτά για το τίποτα, ή που χρηματοδοτούν με χρήματα του έλληνα φορολογούμενου ιδιωτικές εταιρίες πλαγίως για εγκαταστάσεις που χρησιμοποιούν αποκλειστικά για τα συμφέροντα τους, πρέπει να είμαστε αμείλικτοι. Οποιος ονειρεύεται γήπεδα και προπονητήρια ας πείσει τις Τράπεζες να τον βοηθήσουν ή ας τα φτιάξει μόνος του.
Ένα βήμα μπροστά
Το σπουδαιότερο είναι να υπάρχουν στις ομοσπονδίες άνθρωποι που αγαπούν τους αθλητές και που δεν περιμένουν από το Κράτος τίποτα. Την ημέρα που το Υφυπουργείο Αθλητισμού θα καταργηθεί ο ελληνικός αθλητισμός θα χει κάνει ένα βήμα μπροστά. Θα είναι αυτόνομος, οικονομικά αυτοδύναμος και δεν θα περιμένει τίποτα από πολιτικούς της λεζάντας. Είμαστε πολύ μακριά από αυτό, αλλά είναι ο μόνος δύσκολος δρόμος που μπροστά μας έχουμε…