Ενας φίλος αναγνώστης που διάβασε το κομμάτι μου με τίτλο «Το διαρκές θαύμα», μου έστειλε ένα mail με χριστουγεννιάτικες ευχές και μια παρατήρηση. «Το αληθινό διαρκές θαύμα» μου γράφει «είναι πως κάθε χρόνο όταν φτάνουν τα Χριστούγεννα, όλοι όσοι γκρινιάζουμε βρίσκουμε με μαγικό τρόπο χρήματα, όχι απλά για να τα ξοδέψουμε για δώρα, αλλά και για να γεμίσουμε οποιοδήποτε μαγαζί υπάρχει ανοιχτό σε αυτό που λέμε ακόμα αθηναϊκή νύχτα». Δεν έχει και πολύ άδικο.
Υπάρχει πραγματικά κάτι μαγικό, που συντελείται τις γιορτινές μέρες των Χριστουγέννων κι έχει να κάνει με την κατανάλωση. Πρέπει να πω πως δεν πιστεύω τις διάφορες συνδικαλιστικές ενώσεις εμπόρων, ξενοδόχων, εστιατόρων κτλ, αλλά τα μάτια μου. Κάθε χρόνο τέτοιες μέρες τα ταξίδια των Ελλήνων στο εξωτερικό πληθαίνουν: ομολογώ πως δεν πολυκαταλαβαίνω την συνήθεια, αλλά αν όλα τα σοβαρά τουριστικά γραφεία έχουν ειδικά πακέτα για «Χριστούγεννα στο εξωτερικό» κάποιος λόγος υπάρχει. Εξυπακούεται πως γεμάτα είναι όλα τα ξενοδοχεία στους περίφημους «χειμερινούς προορισμούς», κι ας μην υπάρχει σταλιά χιόνι πουθενά – το λέω γιατί κάποτε αυτός υποτίθεται πως ήταν ο λόγος που οι Έλληνες έπαιρναν τα βουνά: αν το καλοκαίρι είχαν ανακαλύψει την αστακομαρανάδα, τον χειμώνα η αποκάλυψη ήταν η χαρά του σκι. Ωστόσο δεν είναι μόνο οι περίφημες αποδράσεις που χαρακτηρίζουν τις μέρες: είναι κυρίως οι έξοδοι από το σπίτι.
Στα καλά εστιατόρια αυτές τις μέρες επικρατεί αδιαχώρητο – όσο πιο ακριβά είναι μάλιστα κι όσο πιο πολλές είναι οι γκουρμεδιές του μενού, τόσο περισσότερος κόσμος υπάρχει. Πίστες μεγάλες και μουσικές σκηνές μικρές έχουν σταθερά την τιμητική τους – κι αυτό συνέβαινε και τα περίφημα χρόνια της κρίσης. Μου έλεγε κάποτε ένας φίλος τραγουδιστής από αυτούς που γεμίζουν μαγαζιά γιγάντια (γιγάντια όχι για τα μέτρα της Αθήνας, αλλά και για τα μέτρα του Λας Βέγκας) πως ακόμα και τις πιο δύσκολες χριστουγεννιάτικες μέρες της δεκαετίας 2010-2020, οι πόρτες έσπαζαν. «Καταλάβαινα πως πολλοί σκεφτόντουσαν όταν τραγουδούσα όχι μια παλιά αγάπη, αλλά πως θα πληρώσουν τον ΕΝΦΙΑ, ωστόσο ήταν όλοι εκεί» μου έλεγε χωρίς πάντως να νοσταλγεί εκείνους τους καιρούς: είναι πάντα καλύτερη η καψούρα από την χασούρα. Τέτοιες μέρες πάντα χρειάζεσαι ένα μέσο για να βρεις εισιτήριο για τα καλά θέατρα: η Αθήνα γίνεται ξαφνικά ένα αληθινό Μπρόντγουεϊ – με την διαφορά ότι εδώ πουθενά δεν πουλάνε με κάποια έκπτωση όσα εισιτήρια έχουν μείνει διαθέσιμα, γιατί απλά διαθέσιμα εισιτήρια δεν υπάρχουν. Αλλά δεν είναι μόνο σταθερά γεμάτα τα εστιατόρια, τα θέατρα και τα μαγαζιά γενικότερα: τις μέρες αυτές βλέπεις πολύ κόσμο και στις μπουτίκ, και στα πολυκαταστήματα και στα βιβλιοπωλεία - ακόμα και στις εκθέσεις αυτοκινήτων!
Νομίζω ότι συμβαίνει κάτι πολύ απλό: χριστουγεννιάτικα και πρωτοχρονιάτικα μας πιάνει μια παράξενη επιθυμία να κάνουμε δώρα σε κάποιον που νιώθουμε πως κάτι του χρωστάμε για όσα τους συνέβησαν μέσα στον χρόνο που φεύγει – πρώτα από όλα στον αγαπητό εαυτούλη μας. Δεν θα το παραδεχτούμε ποτέ, αλλά κι όταν αγοράζουμε κάτι στους άλλους κατά βάθος για μας το κάνουμε: για να φανούμε λίγο καλύτεροι άνθρωποι, για να δείξουμε πως έχουμε μια αίσθηση της γιορτής, πως καταλαβαίνουμε ότι οι μέρες αυτές δεν είναι ίδιες με τις άλλες.
Αυτή η γενναιοδωρία μας προς τον εαυτό μας δεν κρύβεται. Δεν προσπαθούμε απλά να περάσουμε καλά με όποιους αισθανόμαστε ως δικούς μας ανθρώπους, αλλά διεκδικούμε (σιωπηρά κι ανομολόγητα αλλά υπογείως φανατικά) το είδος της προσωπικής μας ευχαρίστησης που θεωρούμε ότι μας αξίζει. Ακριβώς επειδή αυτή η ευχαρίστηση είναι προσωπική, όλοι την ψάχνουμε σε εντελώς διαφορετικά μέρη και με διαφορετικούς τρόπους. Εγώ για παράδειγμα χρόνια τώρα όταν φτάνουν αυτές οι μέρες πάω στον ράφτη μου και του ζητάω ένα καινούργιο πουκάμισο στα μέτρα μου. Για χρόνια κορόιδευα τον εαυτό μου λέγοντας ότι με αυτό τον τρόπο τιμώ την «μεγάλη τέχνη της «κοπτικής ραπτικής» - οι καλοί ράφτες πραγματικά σπανίζουν. Αλλά δεν είναι έτσι. Κάνω απλά στον εαυτό μου ένα δώρο που κανείς δεν θα μου έκανε. Το πράγμα δεν έχει σχέση με την τέχνη του ραψίματος, αλλά με την χαρά μου. Κάνω κάτι για μένα, γιατί οι μέρες το απαιτούν. Για αυτομαστιγώματα έχω όλο τον υπόλοιπο καιρό.
Αυτή η θέληση για δώρα στον εαυτό μας είναι που κάνει τα μαγαζιά να δουλεύουν, τα θέατρα να γεμίζουν, τα πολυκαταστήματα να ασφυκτιούν κτλ. Οι άνθρωποι της αθηναϊκής νύχτας, όσοι διατηρούν εστιατόρια, μπαρ, μουσικές σκηνές κτλ, λένε πως υπάρχει ένα κοινό που βγαίνει μόνο τις γιορτές: το εξασκημένο μάτι τους, το ξεχωρίζει αυτό το κοινό από τους συνηθισμένους πελάτες τους, νεότερους και παλιότερους. Τους συμβουλεύω πάντα όλους να είναι με αυτούς τους ανθρώπους που κυκλοφορούν περισσότερο αυτές τις γιορτινές μέρες πολύ καλοί: ίσως όλους αυτούς που βγαίνουν μόνο τώρα να τους ξαναδούν πάλι σε ένα χρόνο, ωστόσο οφείλουν να κατανοούν πως έχουν να κάνουν με ανθρώπους που διάλεξαν το μαγαζί τους για να γιορτάσουν και πρέπει αυτό να το εκτιμούν. Σε τελική ανάλυση με τους δικούς σου γιορτάζεις. Και είναι ωραίο να σε προτιμούν ως «δικό τους».
Κάποιοι νομίζουν πως αυτή η διάθεση για κατανάλωση οφείλεται στον 13ο μισθό ή στα έξτρα έσοδα που υπάρχουν αυτές τις μέρες στις μικροεπιχειρήσεις: λάθος. Η αγορά γνωρίζει καλά πως η κατανάλωση είναι πάντα θέμα ψυχολογίας: ο κόσμος κυκλοφορεί αυτές τις μέρες γιατί αισθάνεται πως πρέπει να το κάνει – το χρωστά στον εαυτό του να περάσει καλά. Λεφτά θα ψάξει και θα βρει – θα κυκλοφορήσει και θα καταναλώσει ακόμα κι αν ξέρει πως μετά τις γιορτές μπορεί κάτι να στερηθεί. Αλλά ο μέσος Έλληνας δεν έχει μεγάλο πρόβλημα τελικά με τις στερήσεις: χρόνια τώρα ακολουθεί προγράμματα λιτότητας, χρόνια τώρα ακούει να του λένε πως πρέπει να περιοριστεί και να κάνει οικονομίες – θα το έκανε και να μην του το λέγανε, αφού δεν έχει σπίτι μια μηχανή για να κόβει χρήματα. Αλλά όλες αυτές τις συμβουλές, τις χριστουγεννιάτικες μέρες τις αφήνει κατά μέρους. Αυτές είναι οι μόνες μέρες του χρόνου που δεν νιώθει την ενοχή της σπατάλης γιατί καλοπερνάει.
Μια χώρα που θα θελε να λειτουργήσει περισσότερο η αγορά της θα έκανε δυο φορές Χριστούγεννα. Κανείς δεν θα κουραζόταν από την εντός της χρονιάς επανάληψή τους. Θα την έβλεπε σαν ευκαιρία για να κάνει στον εαυτό του ένα δώρο ακόμα. Ολοι αγαπούν τα δώρα. Και κανείς από αυτά δεν κουράζεται.
(Βημαγκαζίνο, Δεκέμβριος 2024)