Δυο αγάπες που δεν κερδίζουν ποτέ

Δυο αγάπες που δεν κερδίζουν ποτέ


Μπορεί χθες να είχαμε πρεμιέρα (με το Εκουαδόρ να κερδίζει το Κατάρ με 2-0), αλλά το μουντιάλ είναι σαν να αρχίζει απόψε. Μπαίνουν στη μάχη δυο αγαπημένες του ελληνικού κοινού: η Αγγλία και η Ολλανδία – δυο ομάδες που αποτελούν απόδειξη πως ο κόσμος (ακόμα και στην Ελλάδα) μπορεί να αγαπάει πολύ και ομάδες που δεν κερδίζουν τίποτα. Εχω μερικές ιδέες για το γιατί.  

Αγγλικό ποδόσφαιρο και απλοποιήσεις  

Η εξήγηση ότι στην Ελλάδα έχουμε πολλούς Αγγλόφιλους γιατί τη δεκαετία του ‘70 και του ‘80 βλέπαμε μόνο αγγλικό ποδόσφαιρο στην ΕΡΤ είναι μια μισή αλήθεια. Πρώτα πρώτα δεν βλέπαμε μόνο αγγλικό ποδόσφαιρο: τη δεκαετία του ’70 η ΕΡΤ μετέδιδε και πολύ ιταλικό και πολύ γερμανικό – με σπίκερ των ματς της Μπουντεσλίγκα τον νεαρό τότε Μανώλη Μαυρομάτη. Την δεκαετία του ’80 μετέδιδε και βραζιλιάνικο – κάτι άθλια ματς που τελείωναν συνήθως 0-0. Είναι επίσης αλήθεια πως Αγγλόφιλοι ήταν οι μεγάλοι ματς τηλεσχολιαστές – ο Γιάννης Διακογιάννης και φυσικά ο Χρήστος Σωτηρακόπουλος. Αλλά ο Διακογιάννης ήταν ένας αριστοκράτης του σπικάζ που δεν έπαιρνε θέση κι άφηνε τα αισθήματα του εκτός μεταδόσεων κι ο Σωτηρακόπουλος μουντιάλ δεν μετέδωσε ποτέ: θέλω να πω πως αυτά είναι απλοποιήσεις ανόητες.

Νομίζω πως η αγγλοφιλία έχει να κάνει πολύ με τα κόμικς (ξέρω πολλούς που είναι με την Εθνική Αγγλίας γιατί μεγάλωσαν με τον Ρόι Ρέις), αλλά και με τα τρομερά σερί επιτυχιών που είχαν οι αγγλικές ομάδες από το 1978 μέχρι τον αποκλεισμό τους από τις ευρωπαϊκές διοργανώσεις στα μέσα της δεκαετίας του ΄80. Όποιος είδε πρωταθλήτριες Ευρώπης, όχι μόνο την Λίβερπουλ, αλλά και την και την Νότιγχαμ και την Αστον Βίλα, είναι λογικό να πιστεύει σε αγγλικά θαύματα.

https://i0.wp.com/soccerplus.gr/wp-content/uploads/2022/11/%CE%95%CE%98%CE%9D%CE%99%CE%9A%CE%97-%CE%91%CE%93%CE%93%CE%9B%CE%99%CE%91%CE%A3-2022-e1669018276555.jpg?fit=696%2C480&ssl=1

Η κουλτούρα του μέσου Ελληνα ποδοσφαιρόφιλου από το 1965 και για δεκαετίες καλλιεργήθηκε από αθλητικές εφημερίδες γεμάτες από ειδήσεις για τις αγγλικές ομάδες για ένα λόγο απλό: οι συντάκτες της εποχής, αν μιλούσαν μια ξένη γλώσσα, αυτή ήταν τα αγγλικά. Και η Μέκκα των ειδήσεων από το εξωτερικό ήταν τα αγγλικά περιοδικά. Τα αφιερώματα στις μεγάλες διοργανώσεις πχ ήταν ξεπατικώματα αντίστοιχων που δημοσιεύονταν σε αγγλικές εφημερίδες – και πάλι καλά. Διότι ήταν εποχές που πρωτογενείς πληροφορίες στην Ελλάδα δεν υπήρχαν: κάποια τηλεγραφήματα του ΑΠΕ ήταν το μάξιμουμ για να γεμίσουν οι σελίδες των εφημερίδων με ειδήσεις από το εξωτερικό – λίγα ήταν και οι συντάκτες έψαχναν για τέτοιες παντού. Εμείς οι μεγάλοι τους χρωστάμε. Στην Ιταλία και στην Ισπανία πχ ειδήσεις από το εξωτερικό στις Γκαζέτες δεν υπήρχαν.

Τέλος υπάρχει και κάτι ακόμα: η γενικότερη παραδοχή ότι το ποδόσφαιρο είναι αγγλικό σπορ. Μας ήρθε και στην Ελλάδα από την Αγγλία και για αυτό τους Αγγλους ποδοσφαιριστές γενιές ολόκληρες τους κοιτούσαν με θαυμασμό, όπως τους Μπίτλς πχ. Όχι τυχαία ο Μάνος Χατζηδάκις έχει γράψει ποίημα για τον Τζορτζ Μπεστ: σαν ροκ σταρ τον έβλεπε.     

Ο Αγιαξ και ο Κρόιφ

Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με την ολλανδοφιλία. Το σπίρτο που την άναψε κάποτε είναι ο Αγιαξ. Τη δεκαετία του 70 μια γενιά μεγαλώνει με την βεβαιότητα ότι ο πρωταθλητής Ολλανδίας αλλάζει το ποδόσφαιρο. Κανείς βέβαια (για δεκαετίες…) δεν μπορεί να εξηγήσει την αλλαγή, αλλά η υιοθέτηση του όρου «ολοκληρωτικό ποδόσφαιρο» (μια ελεύθερη μετάφραση του total football, νομίζω από το Διακογιάννη) αρκεί για να προκαλέσει μια έξαψη της φαντασίας. Όλα τα άλλα τα φέρνουν οι ιστορίες του Γιόχαν Κρόιφ που είναι η περίπτωση του αντιήρωα που αρέσει στη χώρα μας. Φοράει το 14, εντυπωσιάζει το 1974 στο Μουντιάλ της Γερμανίας και αρνείται να παίξει για την Εθνική του στην Αργεντινή το 1978 – θα άλλαζε την απόφαση μόνο αν του το ζητούσε η Βασίλισσα προσωπικά.

https://www.gazzetta.gr/sites/default/files/styles/article_main_image/public/migrated/2016/03/kroiiif.webp?itok=phR7MpKX

Ο Κρόιφ είναι ευρωπαίος και αντισυμβατικός συγχρόνως – ένας ήρωας κόμικς. Αν η αγάπη για την Αγγλία είναι κάτι σαν έκφραση σεβασμού (προκύπτει σχεδόν υποχρεωτικά λόγω της ιστορίας της), η Ολλανδία είναι άποψη: την μαθαίνουν να την αγαπούν όσοι εντυπωσιάζονται από το γεγονός ότι πρεσβεύει κάτι διαφορετικό κι αυτό μολονότι αυτό το διαφορετικό καλά καλά δεν το γνωρίζουν. Αρκεί που τους μοιάζει νεωτεριστικό.

Η αγάπη για τους Αγγλους και τους Ολλανδούς μεγαλώνει γιατί δεν κερδίζουν: οι Αγγλοι προκαλούν ένα είδος συμπόνοιας, οι Ολλανδοί είναι μια ιδέα που δεν δικαιώνεται. Αλλά και δεν πεθαίνει, διότι έτσι συμβαίνει με τις ιδέες.

Τα έχουν δει όλα

Τι θα κάνουν φέτος; Τα αποψινά τους ματς μοιάζουν εύκολα και για αυτό είναι επικίνδυνα. Οι Αγγλοι αν δεν κερδίσουν το Ιράν θα κονιορτοποιηθούν από την εγχώρια κριτική. Οι Ολλανδοί αν δεν τα καταφέρουν κόντρα στην αποδεκατισμένοι Σενεγάλη θα ναι ασυγχώρητοι. Η εικόνα των δυο θα μετρήσει πιο πολύ από το αποτέλεσμα: δίνουν και οι δυο εξετάσεις σοβαρότητας. Κι έχουν ένα κοινό στοιχείο: ποντάρουν πολλά στην διαχείριση που θα κάνει ο προπονητής τους.

Οσο κι αν ο Σάουθγκέιτ και ο Φαν Γκαάλ δεν μοιάζουν πιστεύω πως από τις δικές τους επιλογές θα κριθούν πολλά. Ο Σάουθγκέιτ έχει περάσει του κόσμου τις κρίσεις: είναι αδύνατο να του συμβεί κάτι χειρότερο από το να χάσει με την Αγγλία ένα τελικό στο Γουέμπλεϊ στα πέναλτι – είναι ατσαλωμένος απέναντι στην κριτική. Οσοι ξεγράφουν τους Αγγλους (γιατί την άμυνα τους πχ την καθοδηγεί ο Μαγκουάιρ), ας έχουν υπόψιν τους ότι παίκτες όπως ο Ράσφορντ, ο Φόντεν, ο Γκρίλις είναι σήμερα καλύτερα από ότι στο Euro2020 και ότι αυτή τη φορά η Αγγλία δεν θα έχει την πίεση που ενάμισι χρόνο πριν στον τελικό του Γουέμπλεϊ κόντρα στους Ιταλούς της στοίχισε.

Ο δε Φαν Γκαάλ, αφού αποχαιρέτησε το ποδόσφαιρο για να νικήσει τον καρκίνο το 2020, γύρισε γιατί του το ζήτησε η χώρα ανακοινώνοντας πως αυτή θα είναι η τελευταία του δουλειά. Είναι σοφότερος από ποτέ, παρουσιάζει μια Ολλανδία της οποίας η άμυνα μοιάζει δυνατότερη από την επίθεση, είναι και δάσκαλος και στρατιωτικός διοικητής και ξέρει τον δρόμο της διάκρισης στο μουντιάλ όσο λίγοι: το 2014 για να φτάσει στα ημιτελικά άλλαζε τερματοφύλακες στη διαδικασία των πέναλτι.    

Δεν έχω την παραμικρή αμφιβολία πως η διοργάνωση θα μας δώσει τη δυνατότητα να τα ξαναπούμε και για τους δυο.                      

https://www.gazzetta.gr/sites/default/files/styles/article_main_image/public/2022-11/valencia_2.jpg?itok=2QWqUmRT

Πρεμιέρα με πρωταγωνιστές

Στο μεταξύ στο πρώτο ματς του παγκοσμίου Κυπέλλου οι παίκτες του Εκουαδόρ έδωσαν ένα σκληρό μάθημα στους γηπεδούχους: η εθνική ομάδα του Κατάρ έζησε ένα εφιάλτη στο πρώτο μισάωρο, όταν και δέχτηκε τρία γκολ – μέτρησαν τα δυο και το ματς τελείωσε στο 0-2 καλά καλά πριν αρχίσει. Σκόρερ και των δυο τερμάτων ο Ενέρ Βαλένσια, που τον φωνάζουν «Σούπερμαν» και βγάζει το ψωμί του σκοράροντας στα 33 του με την φανέλα της Φενέρ: έχει περάσει από το Μεξικό και την Πρέμιερ λιγκ (Γουεστ Χαμ και Εβερτον) και παρότι μόλις 1,75 είναι καλός και στο ψηλό παιγνίδι εκτός από ταχύτατος. Δεν είναι καινούργιος στη δουλειά: το 2014, άγνωστος  τότε, στη Βραζιλία είχε πετύχει τρία γκολ – ένα στην Ελβετία και δυο στην Ονδούρα.

Εχει κάνει όμως κι άλλα. Τον Οκτώβριο του 2016 εκδόθηκε ένταλμα σύλληψής του στον Εκουαδόρ, γιατί κατηγορήθηκε ότι είναι αρχηγός συμμορίας, που έκανε εμπόριο βρεφών: τρόμαξε να απαλλαγεί, σε δίκη δεν έφτασε! Τον δε Αύγουστο του 2020, η αδερφή του Έρτσι υπήρξε στο Σαν Λορέντζο της Αργεντινής θύμα απαγωγής από ένοπλη συμμορία και κρατήθηκε για δέκα μέρες πριν ο καλός Βαλένσια πληρώσει και την απελευθερώσουν: για τον πρώτο σκόρερ του μουντιάλ ισχύει το «βίος και πολιτεία».

Βέβαια το παγκόσμιο κύπελλο αξίζει να το παρακολουθείς για τέτοιες ιστορίες και για τέτοιους πρωταγωνιστές. Ισως και για περιπτώσεις όπως σαν τον τερματοφύλακα του Κατάρ Σαντ Αλ Σιμπ. Που σε δεκαπέντε λεπτά έκανε μια λάθος έξοδο, εξαιτίας της οποίας το Κατάρ δέχτηκε γκολ που ακύρωσε το VAR, παραχώρησε πέναλτι κι έδωσε νέες διαστάσεις στον όρο «κινητή καταστροφή»…