Δεν θυμάμαι μεγαλύτερη φασαρία για ποδοσφαιρικά βραβεία από αυτή που προκάλεσαν τα εφετινά βραβεία της FIFA. Για τα βραβεία αυτά ψηφίζουν κάθε χρόνο αποκλειστικά προπονητές και ποδοσφαιριστές – δηλαδή οι απόλυτοι γνώστες. Συχνά πυκνά οι κρίσεις τους στάθηκαν αφορμή για ενστάσεις – φέτος τέτοιες δεν υπήρξαν μόνο για την επιλογή του Γιούργκεν Κλοπ ως καλύτερου προπονητή της χρονιάς. Για όλες τις άλλες αποφάσεις έγινε ένας μικρός χαμός: δεν έλειψαν μάλιστα και καταγγελίες διάφορων ότι η ψήφος τους αλλοιώθηκε – καταγγελίες που δεν μπορώ να πάρω στα σοβαρά. Αλλά ενστάσεις για τα αποτελέσματα της ψηφοφορίας νομίζω μπορεί να έχει ο καθένας. Και πώς να μην έχει όταν στην καλύτερη ενδεκάδα της χρονιάς π.χ βρέθηκαν τρεις ποδοσφαιριστές της Ρεάλ Μαδρίτης (ο Μόντριτς, ο Ράμος και ο Μαρσέλο), δηλαδή τρεις παίκτες μιας ομάδας που την περασμένη σεζόν απέτυχε παταγωδώς σε όλες τις διοργανώσεις που πήρε μέρος. Φυσικά τεράστια συζήτηση προκαλεί και η ίδια η βράβευση του Λιονέλ Μέσι, ως καλύτερου ποδοσφαιριστή της χρονιάς. Ο Αργεντίνος κέρδισε, μετά από μία χρονιά που δεν κατάφερε να οδηγήσει την Μπαρτσελόνα στον τελικό έστω του Τσάμπιονς λιγκ και δεν έκανε σχεδόν τίποτα στο Κόπα Αμέρικα με την εθνική Αργεντινής. Ας ψάξουμε μερικές εξηγήσεις για όλα αυτά τα παράδοξα.
Πολλές φορές το αποτέλεσμα μιας ψηφοφορίας έχει να κάνει με αυτούς που ψηφίζουν. Για τα βραβεία της FIFA ψηφίζουν ως γνωστόν ποδοσφαιριστές (συνήθως οι αρχηγοί των Εθνικών ομάδων) και προπονητές. Οσοι συνθέτουν αυτό το εκλογικό σώμα τις περισσότερες φορές χρησιμοποιούν την ψήφο τους για να δείξoυν το θαυμασμό τους και την επιθυμία τους. Οι παίκτες που ψηφίζουν οι ποδοσφαιριστές είναι αυτοί που θα ήθελαν να έχουν συμπαίκτες και οι παίκτες πού ψηφίζουν οι προπονητές είναι αυτοί που θα ήθελαν οι ίδιοι να έχουν στην ομάδα τους. Παρακολουθώντας αυτού του τύπου τις ψηφοφορίες δεν έχω την παραμικρή αντίρρηση ότι αυτός είναι ένας κυρίαρχος γενικός κανόνας: οι ψηφοφόροι δεν προβληματίζονται για το ποιοι ήταν οι καλύτεροι την χρονιά που πέρασε, αλλά σκέφτονται απλά ποιους οι ίδιοι θα ήθελαν δίπλα τους. Έτσι νομίζω ότι εξηγείται ο τελευταίος εκλογικός θρίαμβος του Μέσι: ποδοσφαιριστές και προπονητές πιστεύουν πως με αυτόν στο πλάι τους η ζωή τους θα ήταν πραγματικά πιο εύκολη. Κι ο ίδιος για τον ίδιο λόγο ψηφίζει πάντα τον Κριστιάνο Ρονάλντο.
Λίγο πολύ ισχύει για όλους
Το ίδιο νομίζω ότι ισχύει και για τους υπόλοιπους ποδοσφαιριστές που επιλέχθηκαν στην ενδεκάδα των καλύτερων: όποιος τους ψήφισε δεν έχει παρακολουθήσει τι έκαναν μέσα στη σεζόν, απλά τους θεωρεί γενικά καλούς στη θέση τους χρόνια τώρα. Αν ρωτήσεις ένα ψαγμένο ποδοσφαιρόφιλο για το ποιος ήταν πέρσι ο καλύτερος αριστερός μπακ, θα σου πει πιθανότατα ότι ο καλύτερος ήταν ο Αντριου Ρόμπερτσον, το «μηχανάκι» της Λίβερπουλ. Ο ποδοσφαιρόφιλος παρακολουθεί τα πρωταθλήματα, συγκρίνει, θυμάται, αποφασίζει με το μυαλό του και όχι με το θυμικό του. Ο προπονητής και ο ποδοσφαιριστής, που ψηφίζουν για το βραβείο της FIFA, δεν νομίζω ότι προσεγγίζουν την ψηφοφορία με τον ίδιο τρόπο. Δεν είναι καθόλου δεδομένο ότι επειδή κάποιος είναι προπονητής μπορεί να παρακολουθεί και το διεθνές ποδόσφαιρο: το πιθανότερο είναι ότι ασχολείται με την ομάδα του. Όσο για τους ποδοσφαιριστές στην τηλεόραση μπάλα βλέπουν λίγοι. Οι περισσότεροι είναι τόσο πολύ μπουχτισμένοι, που όποτε έχουν ελεύθερο χρόνο τον αφιερώνουν σε άλλα ενδιαφέροντα: στα παιδιά τους ή στα αυτοκίνητά τους π.χ. Ετσι οι επιλογές που κάνουν γίνονται με βάση μία γενική εντύπωση, που έχει σχηματιστεί στο μυαλό τους εδώ και πάρα πολύ καιρό - κυρίως μετά από μεγάλες διοργανώσεις όπως το Μουντιάλ π.χ, που οι περισσότεροι παρακολουθούν είτε σε αυτό αγωνίζονται είτε όχι. Έτσι αν τους ρωτήσετε ποιος είναι ο καλύτερος στόπερ, η απάντηση είναι «ο Σέρχιο Ράμος», γιατί αυτός ήταν ο καλύτερος στόπερ την τελευταία πενταετία, σε ένα διάστημα δηλαδή μεγάλο και σημαντικό, ώστε να έχει δημιουργηθεί στο μυαλό τους, όχι μία εντύπωση αλλά μία βεβαιότητα. Μόνο που στις ψηφοφορίες αυτές δεν πρέπει να ψηφίζεις τους εν δυνάμει ανά θέση καλύτερος, αλλά τους καλύτερους της χρονιάς, που είναι κάτι άλλο. Ο Ράμος μπορεί να είναι ο καλύτερος τα τελευταία πέντε ή τα τελευταία δέκα χρόνια, αλλά πέρυσι δεν ήταν καλύτερος από πολλούς άλλους που τιμάνε τη θέση.
Πλάκα έχουν όλα
Εχουν πλάκα αυτές οι ψηφοφορίες γιατί με τα αλλοπρόσαλλα αποτελέσματα τους αποδεικνύουν οτι όσοι ζουν από το ποδόσφαιρο (και μάλιστα πλουσιοπάροχα) δεν είναι απαραίτητο ότι το παρακολουθούν κιόλας! Ποδόσφαιρο παρακολουθούν μόνο οι ποδόσφαιρόφιλοι και δεν είναι βέβαιο ότι μεταξύ αυτών υπάρχουν όλοι οι προπονητές και οι ποδοσφαιριστές. Αλλο πράγμα είναι ο προπονητής που φτιάχνει ομάδες κι άλλο πράγμα ο ποδοσφαιρόφιλος που τις χαίρεται. Αλλο είναι ο ποδοσφαιριστής που πρέπει να παίζει καλά, γιατί αυτό είναι δουλειά του, κι άλλο ο φίλαθλος που τον παρακολουθεί και μαζί του διασκεδάζει. Ο ποδοσφαιρόφιλος, πληρώνοντας άμεσα ή έμμεσα για να βλέπει ποδοσφαιριστές και προπονητές, έχει συνηθίσει να τους κρίνει - δεν ισχύει κάτι ανάλογο με τους ποδοσφαιριστές και τους προπονητές. Στη δική τους περίπτωση η ψήφος δεν είναι αποτέλεσμα κρίσης, δηλαδή αξιολόγησης, αλλά είναι αποτέλεσμα εκτίμησης - πράγμα τελείως διαφορετικό. Τα βραβεία της FIFA έχουν κάτι το παράξενα συνδικαλιστικό – το ποδόσφαιρο είναι κάτι άλλο.
Η δεδομένη εκτίμηση
Από τη στιγμή που το κριτήριο είναι η εκτίμηση και όχι τόσο η απόδοση ή η επιτυχία, ο Μέσι, που έχει κερδίσει την εκτίμηση όλων, δεν αποκλείεται να κερδίζει το βραβείο της FIFA μέχρι να κόψει το ποδόσφαιρο: η εκτίμηση στο πρόσωπο του όσων τον ψηφίζουν πολύ δύσκολα θα μειωθεί. Ομως πέρσι δεν ήταν ο καλύτερος ποδοσφαιριστής του κόσμου και η βράβευσή του στην προκειμένη περίπτωση δεν είναι δίκαιη. Υπήρξαν άλλοι που στο διάστημα της χρονιάς κέρδισαν τίτλους σημαντικούς κάνοντας τη διαφορά - πράγμα που ο ίδιος δεν κατάφερε.
Από την άλλη ομολογώ ότι βρίσκω αρκετά διασκεδαστική αυτή την εξέλιξη. Η βράβευση του Mέσι έρχεται να μας υπενθυμίσει ότι το ποδόσφαιρο δεν είναι πάντοτε δίκαιο. Πολλές φορές δεν κερδίζει ο καλύτερος, όπως στα άλλα σπορ. Ενίοτε κερδίζει ο πιο πονηρός, άλλες φορές ο πιο τυχερός και στην περίπτωση του Μέσι ο πιο αγαπητός και ο πιο συμπαθής. Δεν θα υπήρχε καμία συζήτηση για την επικράτηση του, αν το βραβείο δινόταν στον πιο αγαπητό. Αλλά άλλο αγαπητός, άλλο καλύτερος.