Η Ρεάλ Μαδρίτης και η Ατλέτικο Μαδρίτης βρέθηκαν μετά από κλήρωση αντίπαλες στον ημιτελικό του Τσάμπιονς λιγκ – και πάλι καλά: αν έπαιζαν με την Μονακό και την Γιουβέντους μπορεί να τις ξαναβλέπαμε στον τελικό, πράγμα που δεν αντέχεται, όχι γιατί είναι βαρετό να βλέπεις συνέχεια τις ίδιες ομάδες, αλλά γιατί θα ξαναβλέπαμε το ίδιο παιγνίδι. Θα τελείωναν το ενενηντάλεπτο ισόπαλες και μετά η Ρεάλ με κάποιο τρόπο θα κέρδιζε – συμβαίνει πάντα όταν στον τελικό φτάνουν ομάδες από την ίδια χώρα να κερδίζει αυτή με την πιο βαριά φανέλα. Κι απόψε η Ρεάλ είναι φαβορί, αλλά όχι και τόσο μεγάλο: στους ημιτελικούς όποιος δύσκολα χάνει έχει τύχη – στον τελικό όποιος δύσκολα χάνει, απλά χάνει δύσκολα. Η Ατλέτικο του Σιμεόνε είναι η κατεξοχήν ομάδα που χάνει δύσκολα. Αλλά απόψε τα μάτια όλων είναι στον Ζινεντίν Ζιντάν: η Ρεάλ του ζορίζεται τελευταία κι αν απόψε δεν κερδίσει δύσκολα θα φτάσει στο Κάρντιφ.
Υπάρχει διαφορά
Τον τελευταίο καιρό λίγοι προπονητές έχουν προκαλέσει τόσες συζητήσεις όσες ο Ζιζού. Ενας λόγος είναι ότι ξεμείναμε από «προφήτες»: οι προπονητές που κερδίζουν δεν διδάσκουν τίποτα το νεωτεριστικό πιά – οι πιο πολλοί είναι ικανοί διοικητές. Για τον Ζιντάν κυκλοφορούν διάφορες υπερβολές, ίσως γιατί στη Ρεάλ βιάστηκε λίγο να πάει και ο προβιβασμός του δημιούργησε εξ αρχής ερωτηματικά. Η συμβουλή μου είναι να τον κρίνετε, όχι ως προπονητή, αλλά ως προπονητή της Ρεάλ. Υπάρχει διαφορά.
Θα τα βρει κερδίζοντας
Όταν ήμουν μικρός έκανα κι εγώ το λάθος να πιστεύω πως το μυστικό ενός προπονητή είναι η θεωρητική του κατάρτιση και πως, αν κάποιοι που δούλευαν σε ομάδες μικρότερες είχαν την τύχη να αναλάβουν ομάδες μεγάλες, θα είχαν αποτελέσματα πολύ καλύτερα από τους τυχερούς, που, χάρη στο όνομα που έχτισαν ως ποδοσφαιριστές, είχαν την τύχη να βρεθούν σε μεγάλες ομάδες. Μου πήρε χρόνια για να καταλάβω ότι το να μπορείς να σταθείς ως προπονητής στα αποδυτήρια μιας μεγάλης ομάδας, υποχρεώνοντας κάμποσους μικρούς στην ηλικία πολύεκατομμυριούχους να σε πάρουν στα σοβαρά, είναι κάτι που δεν έχει να κάνει κυρίως με την προσωπικότητα σου. Ο Ζιντάν αυτό το έχει και είναι το περισσότερο απαραίτητο. Ολα τα υπόλοιπα θα τα βρει, αν τα βρει, με ένα και μόνο τρόπο: κερδίζοντας.
Εντεκα με τον ίδιο προπονητή
Στη Ρεάλ, όπως και στις πιο πολλές από τις μεγάλες ομάδες, η διαχείριση των ποδοσφαιριστών είναι σημαντικότερη από τις επιλογές, την ενδεκάδα, τον τρόπο που η ομάδα αγωνίζεται, την διάταξη κτλ. Η Ρεάλ που κερδίζει είναι πρώτα από όλα και πάνω από όλα μια ομάδα σπουδαίων ποδοσφαιριστών. Η Ρεάλ κέρδισε τα δυο της τελευταία Τσάμπιονς λιγκ, το δέκατο και το ενδέκατο, έτσι όπως έχει κερδίσει τα εννέα προηγούμενα: βασισμένη σε ένα γαλαξία αστεριών, που ένας προπονητής πρέπει να σέβεται, ώστε να μπορεί να δουλεύει μαζί τους. Αν το ποδοσφαιρικό όνομά του είναι μεγάλο, εκτός από το να σέβεται ο ίδιος τους παίκτες, θα τον σέβονται και αυτοί. Δεν θέλω να πάω πίσω και να μιλήσω για τις πρώτες κούπες της τεράστιας ιστορίας της – θα μείνω στις τελευταίες. Προσωπικά δεν θυμάμαι κανένα να λέει ότι το 1998 στο Αμστερνταμ Αρένα κέρδισε τον τελικό ο Χάινκες: όλοι θυμούνται το γκολ του Μιγιάτοβιτς που έριξε νοκ – άουτ την Γιούβε, που ήταν και φαβορί. Κανείς δεν πίστωσε το όγδοο στον Ντελ Μπόσκε: στο Παρίσι, στο ματς με τη Βαλένθια, θυμόμαστε μόνο τη μεγάλη εμφάνιση του Ραούλ. Προσωπικά δεν θυμάμαι ποιος ήταν προπονητής της «Βασίλισσας» όταν πήρε το ένατο στο Χάμπτον Παρκ, αλλά το γκολ του Ζιντάν κόντρα στη Λεβερκούζεν δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Και στη Λισσαβόνα, στο δέκατο, είδα τον Κάρλο Αντσελότι να κάνει ένα μεγάλο κοουτσάρισμα, σεβόμενος και διατηρώντας την αναρχία (!) της ομάδας του με βασικό σκοπό να κρατήσει στο γήπεδο όσο μπορούσε τους καλύτερους, αλλά στο τέλος όλοι μιλούσαμε για τον Ράμος, τον Μαρτσέλο, τον Μόντριτς, τον Ρονάλντο που ξύπνησε στην παράταση. Γιατί αυτό είναι η Ρεάλ: ο σύλλογος που αποτελεί για τους πολύ μεγάλους παίκτες προορισμό – ένα είδος παράδεισου. Είναι η ομάδα, που όταν σε διαλέγει σου δίνει πάντα το δικαίωμα να υποστηρίζεις πως έχεις υπάρξει ένας από τους πιο σημαντικούς ποδοσφαιριστές του καιρού σου.
Δεν πρέπει να πειράζει πολλά
Σε μια τέτοια ομάδα ο προπονητής δεν μπορεί και δεν πρέπει να πειράζει πολλά. Ακούω π.χ ότι ο Ζιντάν έχασε το τελευταίο ματς με τη Μπαρτσελόνα γιατί η ομάδα του κυνήγησε την ανατροπή παίζοντας με παίχτη λιγότερο και δέχτηκε ένα γκολ από αντεπίθεση στις καθυστερήσεις. Οποιος αυτά τα υποστηρίζει δεν έχει εικόνα του μεγέθους της Ρεάλ που παίζει πάντα για να κερδίζει. Οταν ο Μουρίνιο προσπάθησε να την μάθει να παίζει το δικό του κοντρόλ ποδόσφαιρο (ώστε να μην δέχεται γκολ από τη Μπάρτσα στις καθυστερήσεις) κέρδισε ένα τίτλο, αλλά έφυγε με τις κλωτσιές! Ο ίδιος ο Ζιντάν είχε πει, μετά την ήττα από τους Καταλανούς, ότι οι παίκτες του στο τέλος έπρεπε να διαχειριστούν καλύτερα το ματς, αλλά ευθύνη δεν τους απέδωσε: γιατί έχοντας παίξει στη Ρεάλ γνωρίζει πως στην ιεραρχία της οι παίκτες είναι πάνω από τον ίδιο κι αυτό δεν αλλάζει. Αν ήθελε ή αν θελήσει να πάει κάπου που να είναι το απόλυτο αφεντικό, το είδος του προπονητή που οι παίκτες κοιτάζουν στα μάτια περιμένοντας ένα νεύμα του, μπορεί να πάει σε μια άλλη ομάδα: από ομάδες που περιμένουν δάσκαλους να τις πάρουν από το χέρι είναι γεμάτος ο τόπος!
Παίζει τη καριέρα του
Ο Ζιντάν παίζει φέτος την καριέρα του και το γνωρίζει. Αν π.χ αποκλειστεί από την Ατλέτικο θα χάσει από τον Σιμεόνε τις εντυπώσεις: ακόμα κι αν η Ατλέτικο κερδίσει με μια στραβοκλωτσιά στο τελευταίο δευτερόλεπτο η πρόκρισή της θα πιστωθεί στον προπονητή της και σωστά – η κάθε Ατλέτικο για να είναι ανταγωνιστική χρειάζεται ένα Σιμεόνε, η Ρεάλ όχι. Ο Ζιζού, ακόμα κι αν φέτος κατακτήσει και το πρωτάθλημα και το Τσάμπιονς λιγκ, δεν θα είναι τίποτα πιο πολύ από ένας προπονητής της Ρεάλ – κάποιος που απαραίτητα χρειάζεται (κυρίως για να φταίει, αν τα πράγματα στραβώσουν), αλλά που ποτέ δεν θα του πιστωθεί κανένας τίτλος, όπως δεν έχει πιστωθεί σε κανένα όμοιό του μέχρι τώρα: η Ρεάλ έχει απολύσει τον Χάινκες και ουσιαστικά και τον Αντσελότι μετά από κατακτήσεις Τσάμπιονς λιγκ! Ο Ζιντάν, ως προπονητής της Ρεάλ, πρέπει να λειτουργεί χωρίς να φαίνεται πολύ, πρέπει να προλαβαίνει προβλήματα κι όχι να ψάχνει στη διάρκεια των αγώνων τη λύση τους, πρέπει να ενθαρρύνει τους ποδοσφαιριστές του να πάρουν πρωτοβουλίες χωρίς να τους στρεσάρει, πρέπει να έχει την ικανότητα να τους υπενθυμίζει τις υποχρεώσεις τους, αλλά όχι και να προβάλει απαιτήσεις, γιατί αυτές δημιουργούν εντάσεις. Αν ντε και καλά πρέπει την ομάδα να την συνοδεύει μια συζήτηση, η μόνη που επιτρέπεται είναι αυτή που αφορά τις όποιες ικανότητες του προπονητή – στη συγκεκριμένη περίπτωση τις δικές του ικανότητες.
Αν κάποιος όλα αυτά τα θεωρεί εύκολα κάνει λάθος: ίσως ξέρει από προπονητές, αλλά δεν γνωρίζει και πολλά από ανθρώπους.