Από χθες το μεσημέρι, μετά την ανακοίνωση του θανάτου του Ντίνου Χριστιανόπουλου τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης γέμισαν ξαφνικά από στίχους του. «Και τι δεν κάνατε για να με θάψετε, όμως ξεχάσατε πως ήμουν σπόρος». «Απ’ όλα τα αφηρημένα ουσιαστικά, πειράζει να εξαιρέσουμε τη μοναξιά;». Δίπλα σε κάθε φωτογραφία του ποιητή διάφοροι που πιστεύουν πως έτσι τιμούν την μνήμη του φροντίζουν να δημοσιεύσουν ένα στίχο του: είχε γράψει πολλούς που άρεσαν για την περιπαιχτική τους ειλικρίνεια. Θα μπορούσα να κάνω copy paste τα post και να γεμίσω τη στήλη. Αν δεν κατέληγα στο συμπέρασμα πως οι πιο πολλοί από όσους διάλεξαν αυτό τον τρόπο για να αποχαιρετήσουν τον ποιητή μάλλον είχαν ακούσει κάτι για αυτόν, αλλά δεν τον γνώριζαν πραγματικά. Ίσως είχαν απολαύσει κάποτε κάποια τηλεοπτική του συνέντευξη – μια από αυτές στην οποία ως αληθινός σόουμαν ο Χριστιανόπουλος εκμεταλλευόταν το μεγάλο παλκοσένικο για να το εντυπωσιάσει. Αλλά αμφιβάλω αν οι πολλοί που θέλησαν να τον τιμήσουν, γνώριζαν πραγματικά την ποίησή του.
Η ποίηση ανήκει στο δημιουργό
Όχι δεν θα σας γράψω για τον Χριστιανόπουλο γιατί είμαι ανίκανος να εξηγήσω το γιατί κι αυτός και όλοι μας οι ποιητές είναι σημαντικοί. Η ποίηση είναι παρατήρηση, βίωμα και δεξιοτεχνία: όλα ανήκουν στον ποιητή, όχι στον αναγνώστη του. Η πεζογραφία μπορεί να είναι απλή αφήγηση. Η αφήγηση επιτρέπει μια κρίση: στέκεσαι απέναντί της και μπορείς να τοποθετηθείς, να εξηγήσεις τι ήταν αυτό που σε γοήτευσε ή σε χάλασε. Η ποίηση ανήκει στο δημιουργό: το κοινό της μπορεί απλά να βρει σε αυτή ένα συναισθηματικό αποκούμπι, αλλά αυτό είναι κάτι τόσο προσωπικό που είναι κομμάτι δύσκολο να το περιγράψεις, πόσο μάλλον να το οικειοποιηθείς. Μπορούμε να τραγουδάμε όλοι μαζί. Μπορούμε να βλέπουμε όλοι μαζί ταινίες ή θεατρικά έργα ή να στεκόμαστε απέναντι σε ένα πίνακα ζωγραφικής από την ίδια ακριβώς απόσταση. Μπορούμε να διηγούμαστε την πλοκή ενός μυθιστορήματος και να το απλοποιούμε. Αλλά τα ποιήματα είναι προσωπική εμπειρία και το μόνο που μπορούμε να εκφράσουμε είναι το τι μας προκάλεσαν. Δύσκολα χωράνε σε διαδικτυακούς τοίχους. Ακόμα κι αν κάποια από αυτά του Χριστιανόπουλου γράφτηκαν σε τοίχους αληθινούς, στους καιρούς που ένα σύνθημα στον τοίχο δεν ήταν επαναστατική ρύπανση.
Κάθε φορά που κάποιος άνθρωπος της Τέχνης φεύγει από την ζωή τον αποχαιρετούμε με αναρτήσεις που έχουν να κάνουν με κάποιο του δημιούργημα για να δείξουμε πόσο τον εκτιμούσαμε. Στην περίπτωση των ποιητών με αυτό τον τρόπο το μοναδικό πράγμα που κατορθώνουν οι άνθρωποι είναι να επιδείξουν την ταχύτητά τους να βρίσκουν κάτι δικό του στο Google. Δεν μιλάω φυσικά για όλους, αλλά μιλάω για τους περισσότερους. Ο Χριστιανόπουλος πιθανότατα θα γελούσε αν σκεφτόταν ότι ο θάνατος μπορεί να είναι συνώνυμο μιας αναζήτησης στο Google: σίγουρα από αυτό θα προτιμούσε να αναζητήσουμε τα παλιά τεύχη της «Διαγώνιου», που ήταν από μόνη της ένα μεγάλο λογοτεχνικό έργο. Αλλά ο πειρασμός της παρατήρησης μου μοιάζει βέβαιο ότι θα τον άγγιζε. Κι όπως κάποτε αναρωτιόταν «Καημένε Μακρυγιάννη να ‘ξερες γιατί το τσάκισες το χέρι σου;» θα μας έλεγε ότι η ποίηση δεν έχει ανάγκη από κλικ, αλλά από αναγνώστες. Για την ακρίβεια αυτοί έχουν την ανάγκη της.
Ευτυχής εν ζωή
Το είχα παρατηρήσει κι όταν πρόσφατα έφυγε η Κική Δημουλά. Για δυο τρεις μέρες γέμισαν οι σελίδες με τα ποιήματα της. «Ὅσο μπόρεσα ἔφερ᾿ ἀντίσταση σ᾿ αὐτὸ τὸ ποτάμι, ὅταν εἶχε νερὸ πολύ, νὰ μὴ μὲ πάρει, κι ὅσο ἦταν δυνατὸν φαντάστηκα νερὸ στὰ ξεροπόταμα καὶ παρασύρθηκα. Ὄχι, δὲν εἶμαι λυπημένη. Σὲ σωστὴ ὥρα νυχτώνει». Και από κάτω τέσσερις καρδιές κι ένα «σε ευχαριστώ κουκλίτσα μου». Οπου η κουκλίτσα δεν είναι η μακαρίτισσα ποιήτρια, αλλά η Μαρία Ζ. από το Παγκράτι – διαζευγμένη αεροσυνοδός.
Δεν υπήρχε πιθανότητα να μην δεις κάτι δικό της στο time line της προσωπικής σου σελίδας αρκεί να είχες πάνω από είκοσι, τριάντα διαδικτυακούς φίλους. Και μετά ακριβώς, όπως όλο αυτό φούσκωσε, ξεφούσκωσε. Και στους ίδιους διαδικτυακούς τοίχους (που δεν έχουν καν την δική τους ιστορία) εμφανίστηκαν κρίσεις για τους παίκτες του MasterChef, αναρτήσεις για την καραντίνα, ανάθεμα στους Τούρκους για την Αγιά Σοφιά.
Ποιο είναι το κακό θα πει κάποιος αν οι ίδιοι τοίχοι είχαν την τύχη να φιλοξενήσουν και λίγη Κική Δημουλά; Ναι, δεν υπάρχει κανένα κακό. Μόνο που αν θέλουμε να είμαστε αληθινοί και να τιμούμε τους δημιουργούς, ειδικά τους ποιητές που είχαμε τη χαρά να ανακαλύψουμε, πρέπει να μοιραζόμαστε με τους φίλους μας τα έργα τους χωρίς τέτοιες αφορμές – κι ακόμα καλύτερα όταν είναι εν ζωή. Τίποτα δεν μας εμποδίζει να ξυπνήσουμε ένα πρωί και να γεμίσουμε τον «τοίχο» μας με στίχους του Τίτου Πατρίκιου π.χ – αρκεί αληθινά να τον ξέρουμε. Θα ήταν πραγματικά υπέροχο να δείξουμε πόσο αγαπάμε τον ποιητή με ένα post της «Αλληγορίας» π.χ. μιλώντας «για εκείνους που όταν έπεσε η βελανιδιά «φτιάχνανε συλλογές από ξεραμένα φύλλα, τις δείχνανε στα πανηγύρια και βγάζανε το ψωμί τους». Νομίζω πως ο ίδιος ο Χριστιανόπουλος, αν μαζικά κοινοποιούσαμε τους στοίχους του, θα έβλεπε κάτι τέτοιο ως μοναδικό βραβείο και θα χαιρόταν, αυτός που μισούσε τόσο τα βραβεία ώστε δεν δέχτηκε να παραλάβει ούτε το Κρατικό Βραβείο για την προσφορά του στα ελληνικά γράμματα. Κι αν αντί για τα ποιήματα του ανεβάζαμε αυτά του Καβάφη, του οποίου τα νυχτερινά μονοπάτια περπάτησε, ή ανεβάζαμε τραγούδια του Τσιτσάνη, που λάτρεψε, θα ήταν ακόμα περισσότερο ευτυχής. Εν ζωή.
Πολύπλοκος, αιρετικός, επιθετικός και ποιητής
Κάποιος θα πει ότι αν κοινοποιούμε τα έργα του την μέρα που ο ποιητής φεύγει από τη ζωή, το κάνουμε για να δείξουμε την αγάπη μας και τον θαυμασμό μας σε αυτόν με μια αφορμή ίσως μακάβρια, αλλά εν πάση περιπτώσει λογική. Δεν θα διαφωνήσω. Αλλά θα προτιμούσα αυτή η προσπάθεια να γίνει όχι με τα δανεικά λόγια του ίδιου του ποιητή, αλλά με τα λόγια τα δικά μας. Ομολογώ ότι μπορεί να καθίσω να διαβάσω οποιαδήποτε προσωπική εξομολόγηση χθες για την Δημουλά και σήμερα για τον Χριστιανόπουλο από όποιον θέλει να καταθέσει τους λόγους της αγάπης του για τον δημιουργό με τα δικά του λόγια: όσο αδέξια κι αν είναι, τα βρίσκω πολύ αληθινά, πολύ αληθινότερα από την ανακάλυψη δυο στίχων στο Google που μάλιστα στην περίπτωση του Χριστιανόπουλου, δημιουργούν την εντύπωση πως ο μακαρίτης ήταν ένας εμπνευσμένος ατακαδόρος. Ηταν κι αυτό: αλλά ήταν και πολύπλοκος διανοητής, αιρετικός ως ξεχωριστός, ασυμβίβαστος ως μοναχικός, δεικτικός και επιθετικός – τόσο επιθετικός ώστε η ποίηση, δηλαδή η καταγραφή και η εξομολόγηση των επιθυμιών του, μάλλον τον μαλάκωνε. Τον ανακάλυψα το 1986 μετά από μια συνέντευξή του στο χατζιδακικό περιοδικό «Τέταρτο» και δεν μπορώ να αποφύγω τον πειρασμό να τον αποχαιρετίσω με ένα τετράστιχο, ανίκανος κι εγώ να εκφράσω το μεικτό συναίσθημα θαυμασμού κι αμηχανίας που μου προκαλούσε η ποίησή του. «Δὲν ξέρω ἂν ἔφυγα ἀπὸ συνέπεια, ἢ ἀπὸ ἀνάγκη νὰ ξεφύγω τὸν ἑαυτό μου, τὴ στενὴ καὶ μικρόχαρη Ἰθάκη, μὲ τὰ χριστιανικά της σωματεῖα καὶ τὴν ἀσφυχτική της ἠθική. Πάντως, δὲν ἦταν λύση, ἦταν ἡμίμετρο».
Δεν χρειάζονται βιογραφικά σημειώματα οι ποιητές. Η βιογραφία τους είναι ο λαβύρινθος των δικών τους λέξεων - οι δικές μας λέξεις δεν έχουν τη γοητεία των δικών τους. Ας πούμε απλά αντίο Ντίνο Χριστιανόπουλε. Διάλεξες για να φύγεις το πιο παράξενο καλοκαίρι. Γιατί ήσουν ποιητής…