Σε άλλα νέα, εννοώ δικά μου, θέλω να σας πω πως για πάνω από είκοσι πένε μέρες ένιωθα σαν τον Φιλ Κόνορς τον πρωταγωνιστή της «Μέρας της Μαρμότας», τον μετεωρολόγο που στη σχετική ταινία παγιδεύτηκε σε ένα εικοσιτετράωρο, αυτόν τον ήρωα, που τόσο πειστικά ερμήνευσε ο Μπιλ Μάρεϊ. Επαφή με «κρούσμα» που κόλλησε την Ομικρον, «συμπτώματα» πολλά (βήχας, «μπούκωμα», πονοκέφαλος, πονόλαιμος, ατονία κτλ), τεστ αρνητικό, επίσκεψη στον γιατρό: ξανά και ξανά και ξανά. Την πρώτη φορά μου είπε ότι απλά κρυολόγησα- το χα καταλάβει κι εγώ. Τη δεύτερη ότι ο βήχας οφείλεται στην σκόνη (την αφρικανική, μην πάει ο νους σας αλλού…) στην οποία σίγουρα έχω αλλεργία. Την τρίτη φορά τον ρώτησα αν κόλλησα αυτή την καταραμένη ίωση που κυκλοφορεί. Δεν είμαι αρρωστοφοβικός αλλά ήθελα να έχω κάτι για να μου λυθεί η απορία και θα προτιμούσα την Ομικρον. Ο παθολόγος μου με κοίταξε συμπονετικά διακρίνοντας στην έκφρασή μου κάτι που έμοιαζε με παράπονο. «Μα γιατί θα ‘θελες να έχεις βγει θετικός και να έχεις Covid;» με ρώτησε.
Δεν έχω λείψει από τίποτα
Δεν βιάστηκα να του απαντήσω γιατί η απάντηση δεν είναι απλή. Ηθελα να του πω αρχικά ότι στη ζωή μου δεν ήθελα ποτέ να είμαι ξεχωριστός ή σπάνιος ή εστέτ ή αδέσποτος κι ανένταχτος. Πήγα σε δημόσια σχολεία. Είχα, ως πιτσιρικάς, κανονικά «ακμή» και «σπυράκια» και ήμουν για αυτά περήφανος. Δεν υπάρχει τίποτα που μπορεί να γίνει σε σχολείο και να μην το έκανα: καλό ή κακό. Όταν μεγάλωσα υπηρέτησα το στρατιωτικό μου στα σύνορα, όπως οι πολλοί και δεν πέρασα τη θητεία μου στην Αθήνα σαν λουφαδόρος. Ψήφιζα κόμματα εξουσίας κι όχι αυτά που δεν θα κυβερνήσουν ποτέ για να έχω ένα είδος άλλοθι, όταν τα έκαναν θάλασσα.
Ποτέ δεν έμεινα μακριά απο τίποτα. Εβλεπα πάντα τηλεόραση και δεν την σνόμπαρα. Τραγουδούσα πάντα και λαϊκά σουξέ – το κανα από καρδιάς κι όχι για να συμμετέχω απλά σε γλέντια. Είδα όπως όλοι το πρώτο Big Brother. Εχω φάει σε όλα τα μοδάτα εστιατόρια της Αθήνας – έχω πληρώσει σε μερικά τα μαλλιοκέφαλα μου, αλλά ήθελα να έχω άποψη. Βγήκα στο δρόμο για να πανηγυρίσω το Ευρωμπάσκετ του 1987 και φυσικά το Euro του 2004, αφού τελείωνα την εκπομπή στην ΕΡΤ. Αν το ποδόσφαιρο είναι «το όπιο του λαού» υπήρξα οπιομανής αγιάτρευτα και γιατί μου αρέσει το γεμάτο γήπεδο. Εχω παρακολουθήσει σε γήπεδο τρία Final 4 τον καιρό που το μπάσκετ ήταν εθνικό σπορ. Αγόραζα τρεις κυριακάτικες εφημερίδες τον καιρό που αυτές πουλούσαν πάνω από 250 χιλιάδες φύλλα.
Πηγαίνω στην εκκλησία κάθε Μεγάλη Παρασκευή και κάθε Πάσχα και γιατί υπάρχει σε αυτές μια λαοθάλασσα. Ποτέ δεν είπα όχι σε ένα εισιτήριο συναυλίας στο ΟΑΚΑ - έχω δει γενικά πολλές. Θυμάμαι με νοσταλγία τις εποχές που στις προεκλογικές συγκεντρώσεις βούλιαζε η Πλατεία Συντάγματος. Μικρός είχα αντιανεμικό μπουφάν με ρίγες - ένα κόκκινο Adidas. Είχα φανελάκι που έγραφε «No problem», «τρακτερωτά» μοδάτα παπούτσια. Επαιξα κι έχασα στο χρηματιστήριο ευτυχώς όχι πολλά. Πήρα θέση στη μάχη των «μνημονιακών» με τους «αντιμνημονιακούς». Δεν με χαλάνε τα λαϊκά πανηγύρια. Εχω κολυμπήσει σε πολλές παραλίες διάσημες από αυτές που είναι πήχτρα στον κόσμο. Μου αρέσουν τα κινηματογραφικά blockbuster και οι τηλεοπτικές σειρές που καθηλώνουν το κοινό. Ημουν με την Καρέζη κι όχι με τη Βουγιούκλω, αλλά δεν κρύφτηκα από το να πάρω θέση στο αιώνιο αυτό δημοψήφισμα. Απέκτησα κινητό από τους πρώτους και ποτέ δεν κατάλαβα αυτούς τους ελάχιστους που δεν έχουν. Συνδέθηκα αμέσως με το Netflix (ίσως και με το Μatrix, αν υπάρχει).
Δεν υπάρχει περίπτωση ένα βιβλίο να γίνει best seller και να μην περάσει από τα χέρια μου, ακόμα κι αν είναι ο Τσελεμεντές. Εχω δει και Παπαϊωάννου και Σεφερλή – τίγκα ήταν τα θέατρά τους - δεν θα μπορούσα να λείπω. Καθόλου δεν με χάλασε όταν ο Σαββόπουλος γέμισε το ΟΑΚΑ και μακάρι να ζούσε ο Λουκιανός και να ξανάκανε ένα πάρτι στη Βουλιαγμένη και να πήγαιναν σε αυτό 200 χιλιάδες άνθρωποι όπως το 1982. Όταν στην παραλιακή υπήρχε μποτιλιάρισμα κάθε βράδυ Παρασκευής, εγώ ένιωθα ωραία με την κοσμοπλημμύρα γιατί ήταν έξω όλος ο κόσμος. Τρομάζω στην ιδέα ότι μπορεί να πάμε κάπου «και να είμαστε μόνοι».
Δεν λέω πως έχω ακολουθήσει όλες τις μόδες, αλλά από τίποτα μαζικό δεν θυμάμαι να έχω λείψει. Και τώρα νιώθω ξεχασμένος όχι μόνο από τον Covid19, αλλά και από τις παραλλαγές του.
Ολοι εκτός από μένα
Κοίταζα τον γιατρό και δεν μιλούσα, μόνο σκεφτόμουν. Σκεφτόμουν ότι κόλλησαν όλοι οι φίλοι μου και οι φίλοι των φίλων μου. Ότι όλοι κάτι έχουν να πουν για αυτή τους την περιπέτεια και την αφηγούνται κι ωραία. Η Ελένη ήταν «καθαρή» (με βάση το self test) την Τετάρτη και ο ιός επέστρεψε σύμφωνα με το PCR την Παρασκευή: τόσο ωραία περάσανε που της έκανε κόλπα και δεν ήθελε να την αφήσει. Ο Γιώργος έπαθε μια μικρή δυσφορία - παραλίγο να λιποθυμήσει. Ο Χρήστος το πέρασε με την κόρη του υπέροχα. Ο Αντώνης έμεινε σπίτι δέκα μέρες και ξεκουράστηκε. Ο Σταύρος το ανακάλυψε αργά και πάντα θα χει να λέει ότι ίσως κάποιους κόλλησε χωρίς να το ξέρει. Οι πιο πολλοί κολλάνε από τους δικούς τους ανθρώπους: ο ιός έχει γίνει απόδειξη αγάπης – όλοι όσοι έχουν ανθρώπους που τους αγαπούν τον μοιράζονται. Κι εγώ πάλι τίποτα. Και δεν γίνεται να συνηθίσω στην ιδέα ότι στον καιρό που όλοι πάθαιναν Ομικρον και Ομικρον2, εγώ απλά κρυολογούσα σαν δειλός που κρυβόταν.
Τα σκεφτόμουν και φοβόμουν να τα πω όλα αυτά στον γιατρό μου. Κυρίως γιατί επειδή είναι παθολόγος το πιθανότερο είναι να με έστελνε σε ψυχίατρο.
Τι θα πει ασυμπτωματικός;
Ο γιατρός κατάλαβε ότι κάτι με έτρωγε και θέλησε να μου δείξει συμπόνοια: «μπορεί να το έχεις περάσει ήδη» μου είπε και πρόσθεσε πως το πιθανότερο είναι να υπήρξα «κρούσμα ασυμπτωματικό». Φαρμακώθηκα. Τι θα πει ασυμπτωματικός; Είναι σαν να έχεις πάει στρατό και να μην έχεις πάρει όπλο. Σαν να έχεις δει το πρώτο Big Brother και να μην θυμάσαι τον Τσάκα και τον Πρόδρομο. Σαν να πηγαίνεις στα μπουζούκια και να μην ξέρεις το «Αλίμονο σε αυτούς που δεν αγάπησαν». Σαν να πηγαίνεις σινεμά και να μην έχεις δει τους Avengers. Σαν να χαίρεσαι στο Πανθεσσαλικό του Βόλου, που υπάρχουν μόνο τα καρεκλάκια. Σαν να ταξιδεύεις για δεκαπενταύγουστο στην Τήνο χωρίς ούτε μια μαυροφορεμένη γιαγιά στο πλοίο. Σαν να έχεις πάει σε συναυλία Ελλήνων καλλιτεχνών στα Προπύλαια με σημαία της Ουκρανίας. «Ασυμπτωματικός» είσαι και φαίνεσαι γιατρέ μου» ήθελα να του πω. Αλλά δεν μου αρέσει να προσβάλω τους ανθρώπους – ακόμα κι όσους μου φέρονται σκληρά τους συγχωρώ…