Διάβασα διάφορα για το ιταλικό δημοψήφισμα και τη νίκη του «όχι», ενός ακόμα όχι: πρέπει να πω ότι τα περισσότερα ήταν κατά κανόνα σωστά. Οι Ιταλοί ψήφισαν κυρίως εναντίον του Ματέο Ρέντσι, του πρώην πρωθυπουργού τους, που το δημοψήφισμα το προκάλεσε. Όμως, κακά τα ψέματα, και σε αυτό το δημοψήφισμα αυτό που κέρδισε ήταν ο ευρωσκεπτικισμός. Ακόμα κι αν ελάχιστοι το έλεγαν ανοιχτά, το «όχι» αυτό ήταν ένα ακόμα «όχι στην Ευρώπη».
Το «όχι» στις κάλπες
Είναι κουραστικό και βαρετό να εξηγήσει κανείς για το τι ακριβώς ψήφισαν οι Ιταλοί. Ας πούμε απλά ότι ο Ρέντσι επιχείρησε να αποσπάσει από τον κόσμο τη σύμφωνη γνώμη για μια συνταγματική μεταρρύθμιση, που επί της ουσίας θα μείωνε τον αριθμό των μελών της Γερουσίας – οι Ιταλοί, όπως και οι αμερικάνοι έχουν μια Βουλή που νομοθετεί και μια Γερουσία που παίζει ένα εποπτικό ρόλο. Η ιστορία έχει ενδιαφέρον γιατί δυο χρόνο πριν, όταν ο Ρέντσι δήλωνε πως θα κάνει μια μεταρρύθμιση κάθε μήνα όσο είναι πρωθυπουργός, ελάχιστοι διαφωνούσαν για την μείωση των μελών της Γερουσίας – το κόστος της είναι πολύ μεγάλο και η λειτουργία της καθυστερεί τα πάντα. Στην Ιταλία το κάθε δημοψήφισμα έχει συνήθως ακυρωτικό χαρακτήρα: αν το κερδίσεις ακυρώνεις ένα νόμο, για να φέρεις ένα καινούργιο – κάθε «όχι»» σε ένα δημοψήφισμα είναι βαθιά συντηρητικό, αφού όποιος ψηφίζει «όχι» είναι κατά μιας πιθανής νομοθετικής μεταρρύθμισης. Για να γίνει δεκτό το αποτέλεσμα ενός δημοψηφίσματος πρέπει η συμμετοχή να ξεπεράσει το 50% των εγγεγραμμένων ψηφοφόρων. Στα πιο πολλά ιταλικά δημοψηφίσματα, (το διασημότερο παραμένει αυτό που είχε γίνει στα μέσα της δεκαετίας του 70 και χάρη στο οποίο καταργήθηκε ο νόμος που απαγόρευε το διαζύγιο), οι υποστηρικτές του «ναι» είναι αυτοί που τρέχουν γιατί μόνο το «ναι» κάνει ένα δημοψήφισμα επιτυχημένο. Σπανίως υπάρχουν υποστηρικτές του «όχι»: όποιος θέλει ένα δημοψήφισμα να αποτύχει, δίνει γραμμή στους ψηφοφόρους του να μην ψηφίσουν. Αν η αποχή ξεπεράσει το 50%, το «ναι» δεν περνά ακόμα κι αν πάρει 95%. Όμως στη συγκεκριμένη περίπτωση υπήρξε κινητοποίηση μεγάλη, όχι για να μην αλλάξει ο υπό κατάργηση νόμος, αλλά για να κερδίσει το «όχι». Να κερδίσει όχι απλά χάρη σε μια μεγάλη αποχή, αλλά στις κάλπες. Όπως και έγινε.
Όχι όλοι σε όλα
Είναι αλήθεια πως υπέρ του «Όχι» συντάχθηκαν στο τέλος ένα σωρό ετερόκλητα στοιχεία. Ένα μέρος του κόμματος του Μπερλουσκόνι κι ένα μέρος του κόμματος της Αριστεράς από το οποίο ο Ρέντσι προέρχεται. Ολοι οι φασίστες κι όλοι οι αυτονομιστές της Λίγκας του Βορρά αλλά και οι λίγοι αλλά υπαρκτοί κομμουνιστές. Ένα μέρος της εκκλησίας και φυσικά ο Μπέπε Γκρίλο και το κόμμα του, ο μόνος που φανερά μιλούσε για «δημοψήφισμα - πρόκριμα» ενόψει αυτού που ο ίδιος ονειρεύεται και του οποίου το διακύβευα θα είναι, όταν γίνει, η έξοδος από την Ευρωπαϊκή Ενωση και το ευρώ. Ο πόλος είναι τόσο περίεργος, που είναι όντως δύσκολο να δεις σε αυτόν ενιαία χαρακτηριστικά. Όμως είναι γεγονός ότι αυτή η ετερόκλητη συμμαχία δείχνει κάτι: το σύνολο του πολιτικού κόσμου κατάλαβε ότι το «όχι» θα κέρδιζε κι απλά δεν ήθελε να το χαρίσει σε όσους εξ αρχής το μετέτρεψαν σε «όχι στον Ρέντσι και στην Ευρώπη». Μετά το αποτέλεσμα, είναι αλήθεια ότι η ταυτότητα του νικητή ήταν θολή, όχι όμως και το μήνυμα. Οι μεταρρυθμίσεις βαφτίστηκαν ευρωπαϊκές και το «όχι» ήταν ένα ξεκάθαρο «όχι» στην Ευρώπη που της ζητά. Και ήταν, υπό αυτό το πρίσμα, ένα «όχι» πολύ χειρότερο από το αντίστοιχο που έφερε το βρετανικό Brexit, διότι ελάχιστοι ψήφισαν εξετάζοντας την ουσία: το «όχι» τους ενδιέφερε περισσότερο από το περιεχόμενό του. Εν τέλει ψήφισαν «όχι» και οι φτωχοί του Νότου και οι πλούσιοι του Βορρά, κυρίως όμως ψήφισαν «όχι» οι νέοι, κι αυτό είναι για την Ιταλία και την Ευρώπη το χειρότερο. Και μπορεί να υποβαθμίζεται το αποτέλεσμα και να προ εξοφλείται ότι οι Ιταλοί κάτι θα κάνουν για να παραμείνει το αποτέλεσμα ένα είδος έκφρασης εσωτερικής διαμαρτυρίας, όμως στην πραγματικότητα και αυτό το «όχι» ένα και μόνο μήνυμα εμπεριέχει: ότι το κοινό μας ευρωπαϊκό σπίτι δεν το θέλει πια κανένας.
Η αποτυχία των μπαμπάδων
Πέρα από όσα σωστά λέγονται για την κακή αρχιτεκτονική του ευρώ, τις δυσκολίες του ευρωπαϊκού νότου και τη σαθρή του οικονομική και θεσμική οργάνωση, υπάρχει ένα δεδομένο: η απόλυτη αποτυχία των μπαμπάδων και των μαμάδων που κάποτε μεγάλωσαν με την ιδέα της Ευρώπης να μεταλαμπαδεύσουν την ιδέα αυτή στα παιδιά τους. Για τρεις δεκαετίες από το 60 μέχρι το 90 η Ευρώπη ήταν ο μεγάλος προορισμός, το κοινό σπίτι. Το 60΄και το 70 οι τότε πιτσιρικάδες ήθελαν όλοι να μοιάζουν κι άφηναν μακριά μαλλιά γιατί ήθελαν να ξεχωρίζουν από τους πατεράδες τους, που αντιμετώπιζαν το γείτονα λαό με δυσπιστία και γιατί είχαν πολεμήσει εναντίον του ή γιατί θυμόνταν τη μεταπολεμική δυστυχία που αυτός τους είχε προκαλέσει. Η νεολαία εκείνων των δεκαετιών στρατευόταν κάτω από τη σημαία των μεγάλων ευρωπαϊκών ιδεών: ήθελε να ζήσει σ ένα περιβάλλον ελευθερίας και ειρήνης, αποκτούσε οικολογική συνείδηση, απαιτούσε μια Ευρώπη σφήνα σε Αμερικάνους και Ρώσσους, γύριζε την πλάτη σε διχαστικές θρησκείες και διχαστικά κηρύγματα, άκουγε την ίδια μουσική, ταξίδευε, μάθαινε ξένες γλώσσες. Η ευρωπαϊκή σφραγίδα έμπαινε σε όλα – ακόμα και κομμουνιστική αριστερά έπρεπε να είναι ευρωκομμουνιστική. Το '80 η Ιταλία, με τις εσωτερικές αντιφάσεις της και την αδυναμία να γίνει ένα απολύτως ενιαίο Κράτος, έβλεπε την Ευρώπη ως πεδίο υπέρβασης των δικών της επαρχιακών αντιλήψεων: ο κινηματογράφος, η μόδα της, η μουσική της, ακόμα και η εξωστρεφής οικονομία της, η βασισμένη στην μικροεπιχειρηματικότητα και στην εφευρετικότητα, ήταν ευρωπαϊκή. Οι Ιταλοί καθάρισαν την εσωτερική τρομοκρατία, επέβαλαν την κουλτούρα της πολιτικής συνεργασίας, έκαναν μαθήματα αυτοδιοίκησης και την ίδια στιγμή έβλεπαν την Ευρώπη ως το ιταλικό Ελντοράντο: η Ευρώπη γέμισε με ιταλικά ρούχα, ιταλικά αυτοκίνητα, ιταλικά εστιατόρια. Χρειάστηκαν μόνο δυο δεκαετίες για να φτάσουν όλα στο άλλο άκρο: σήμερα η ιταλική οικογένεια μεγαλώνει παιδιά που την Ευρώπη την μισούν, που δεν καταλαβαίνουν τους μπαμπάδες τους και ψάχνουν τι λέγανε οι παππούδες τους, που καμαρώνουν για τον εθνικισμό, που για αιώνες την Ευρώπη την αιματοκυλούσε. Το πρόβλημα δεν είναι τα παιδιά: είναι το πώς διάβολε οι μπαμπάδες τα μεγάλωσαν έτσι.
Όπως παλιά
Το ιταλικό δημοψήφισμα πιστοποίησε ότι και οι Ιταλοί είναι πια ξενόφοβοι μικροαστούληδες, που ψάχνουν τρόπο να δώσουν ιδεολογικό περιεχόμενο στον γραφικό τοπικισμό τους. Αν μια Κυβέρνηση δεν φτιάξουν θα πέσει κούρεμα στις καταθέσεις τους, γιατί οι Τράπεζές του είναι σε χειρότερη κατάσταση και από τις δικές μας – μην τους λυπόσαστε όμως. Για την ώρα χαίρονται με τα «μόνοι μας και όλοι τους» και ετοιμάζονται να κλειστούν στο καβούκι τους για ν αρχίσουν μετά να σκοτώνονται μεταξύ τους. Όπως ακριβώς για αιώνες έκαναν…