Ο θάνατος του Ιταλού αντζέντη ποδοσφαιριστών Μίνο Ραϊόλα στάθηκε αφορμή για να γραφτούν για χάρη του χιλιάδες αφιερώματα σε όλη την Ευρώπη. Ο Ραϊόλα δεν ήταν γοητευτικός, όπως ο εν ζωή αντίπαλός του Πορτογάλος Ζορζ Μέντεζ που μοιάζει με ηθοποιό του Χόλυγουντ – από αυτούς που έχουν πάρει Οσκαρ. Εμοιαζε περισσότερο με ταβερνιάρη. Άλλωστε σε μια ταβέρνα- πιτσαρία στην Ολλανδία μεγάλωσε. Πιτσαδώρος ήταν η δουλειά του πατέρα του, που μετακόμισε στις Κάτω Χώρες αφήνοντας το Σαλέρνο τη χρονιά που ο μικρός γεννήθηκε. Οι σπουδές στη Νομική, η εκπροσώπηση μερικών από τους μεγαλύτερους ποδοσφαιριστές του καιρού μας, τα ακριβά αυτοκίνητα, οι διάσημοι καυγάδες, η συμμετοχή σε μερικά από τα μεγαλύτερα ποδοσφαιρικά deal χάρισαν στον μακαρίτη το Μίνο χρήματα, φίλους, εχθρούς και προβολή, αλλά το σουλούπι του παρέπεμπε πάντα σε ένα λαϊκό τύπο που ευκολότερα μπορούσες να τον φανταστεί να τρώει μια πίτσα, παρά να καπνίζει πούρα με ένα ουίσκι στο χέρι στο φουαγιέ ενός ακριβού ξενοδοχείου. Δεν το λέω τυχαία: σε ένα τέτοιο, παραμονές του τελικού του Τσάμπιονς λιγκ του 2013, τον έχω δει για μια και μοναδική φορά στη ζωή μου περικυκλωμένο φυσικά από συνεργάτες του. Αταίριαστο ίσως με τη χλιδή του χώρου, αλλά πολύ large.
Ο Ραϊόλα ήταν ο τύπος του μάνατζερ όπως αυτός καταγράφεται στις ποδοσφαιρικές δοξασιές: παμπόνηρος, «έξω καρδιά» αλλά χωρίς μεγάλη γοητεία, μπαμπεσάκος και μπαγασάκος, πολυεκατομμυριούχος εξαιρετικά ικανός και στο λαϊκό φαντασιακό κομμάτι «λαμόγιο». Την απίθανη αυτή λέξη την χρωστάμε στο Νίκο Τσιφόρο που έτσι αποκαλούσε τους «στημένους αβανταδόρους» των παπατζήδων της Ομόνοιας – με τον καιρό η λέξη απέκτησε άλλη έννοια.
Κορυφαίος και αποτελεσματικός
Ηταν όλα αυτά που πίστευε ο κόσμος ο Ραϊόλα; Καμία σχέση νομίζω. Στο επάγγελμά του υπήρξε κορυφαίος και εξαιρετικά αποτελεσματικός. Οι παίκτες του ήταν για αυτόν παιδιά του. Αλλαξε με τον τρόπο του το status τους. Ανέλαβε κάμποσους ωραίους «τρελούς», από τον Ιμπαϊμοβιτς μέχρι τον Μπαλοτέλι, κι όλους τους βοήθησε κλείνοντας τους συμφωνίες εντυπωσιακές. Αλλά το είδος του επαγγέλματος που έκανε, δεν επέτρεπε (και ούτε και τώρα επιτρέπει) στον μέσο ποδοσφαιρόφιλο να καταλάβει το σημαντικό, το δύσκολο, το απαραίτητο και το χρήσιμο της δουλειάς του. Ακόμα κι ο Μίνο Ραϊόλα, δημιουργός από το τίποτα μιας οικονομικής αυτοκρατορίας που θα ζήλευαν και οι Αμερικάνοι αντζέντηδες του Χόλυγουντ, καταγράφεται στο λαϊκό υποσυνείδητο ως «λαμόγιο». Ενας από τους «μανατζαρέους», όπως μάθαμε να λέμε στην Ελλάδα τους αντζέντηδες. Τους οποίους παντού οι ποδοσφαιρόφιλοι τους αντιμετωπίζουν με δυσπιστία.
Πατεράδες και θείοι
Γιατί συμβαίνει αυτό; Νομίζω πως ο βασικός λόγος είναι ότι η φιγούρα του αντζέντη (και μάλιστα αυτού του τύπου του αντζέντη που έχει πολλούς ποδοσφαιριστές κι εμφανίζεται παντού) είναι μια φιγούρα καινούργια η ύπαρξη της οποίας ταυτίζεται χρονικά με την μετατροπή του ποδοσφαίρου σε «βιομηχανία θεάματος». Στα χρόνια που «οι παίκτες έπαιζαν για τη φανέλα κτλ κτλ» και που ο πρόεδρος έπρεπε να είναι ένας τρελός που να βάζει πάντα βαθιά το χέρι στην τσέπη για μια ομάδα που έπρεπε συνεχώς να έχει ανάγκη τις ενισχύσεις του, δεν υπήρχαν αντζέντηδες – κι αν υπήρχαν δεν έκαναν την τωρινή δουλειά. Τους παίκτες εκπροσωπούσαν πατεράδες συνήθως, αλλά και μαμάδες. Πολλές φορές δίπλα τους εμφανιζόταν ένας πιο μεγάλος και πιο μορφωμένος αδερφός ή ένας οικογενειακός φίλος ή ένας θείος. Οποιοι έφερναν στην Ελλάδα ξένους παίκτες, κάνοντας τη δουλειά του αντζέντη, ήταν ναυτικοί που είχαν ζήσει στη Λατινική Αμερική ή Ελληνες πρώην φοιτητές που είχαν σπουδάσει στο εξωτερικό ή συνηθέστερα πρώην ξένοι ποδοσφαιριστές που είχαν περάσει από εδώ και είχαν διατηρήσει γνωριμίες. Αντζέντηδες τύπου Ραϊόλα ή τύπου Μέντεζ άρχισαν να κάνουν καριέρα όταν ξεκίνησε το μπουμ των υπερεισπράξεων και των υπερεσόδων.
Η οσμή του χρήματος
Όταν οι ισολογισμοί των ομάδων άρχισαν να συντάσσονται από οικονομικούς διευθυντές (κι όχι από ένα λογιστή), όταν για τα τηλεοπτικά δικαιώματα των μεταμορφώσεων των αγώνων πληρώνονταν εκατομμύρια, όταν οι πωλήσεις παικτών γίνονταν με ποσά που στο μέσο ποδοσφαιρόφιλο προκαλούσαν κατάπληξη, τότε εμφανίστηκαν και οι αντζέντηδες σαν τον Ραϊόλα. Δεν τους έφερε στο ποδόσφαιρο μόνο η οσμή του χρήματος: τους έφερε και η ανάγκη των παικτών να πληρωθούν περισσότερο γιατί έφερναν χρήματα που σε άλλες εποχές δεν υπήρχαν.
Τύποι σαν τον Ραϊόλα είναι αλήθεια πως έκαναν περιουσίες χάρη στην άνεσή τους να πουλάνε σε υπερβολικές τιμές ικανότητες άλλων: όπως και να το δεις είναι παράδοξο. Αλλά την ίδια στιγμή στο μοντέρνο ποδόσφαιρο είναι και απαραίτητο: αλλιώς οι ποδοσφαιριστές θα συνέχιζαν να παίζουν για λίγα, αλλά σε ομάδες που εισπράττουν πλέον εκατομμύρια. Κι αυτό δεν το λες και σωστό.
Ο Ραϊόλα έζησε μόνο 54 χρόνια και στο ποδόσφαιρο υπήρξε σχεδόν είκοσι. Αλλά για γιός πρώην πιτσαγιόλου, μετανάστη στην Ολλανδία έκανε εντυπωσιακά πράγματα και δεν αναφέρομαι στα συμβόλαια των «παιδιών» του – έτσι αποκαλούσε τους ποδοσφαιριστές του. Ολοι αυτοί οι μεγιστάνες με τους οποίους συνεργάστηκε (και οι οπαίοι τον έβλεπαν σίγουρα σαν ένα «μέλος της φαμίλιας των Σοπράνος» όπως λέει ο Ζλάταν Ιμπραϊμοβιτς στην αυτοβιογραφία του) πρέπει πραγματικά να πέρασαν δύσκολες ώρες μαζί του υποχρεούμενοι τελικά να του κάνουν τα χατίρια, μολονότι δεν άντεχαν να τον βλέπουν. Σκέφτομαι τον μακαρίτη να έχει απέναντί του όλους τους Ανιέλι και να τους παίρνει χρήματα μέσα από την τσέπη για τον Πάβελ Νέντμεντ χωρίς να τους δείχνει το παραμικρό δέος. Είναι σαν να βλέπω τον Μπερλουσκόνι να χάνει το χαμόγελό του όταν ο μονίμως ιδρωμένος Μίνο του ζητούσε αύξηση για τον Μπαλοτέλι, ένα παιδί χαρισματικό αλλά ολότρελλο. Θα ήθελα να είμαι μπροστά στις συζητήσεις του με τους Καταριανούς της Παρί όταν τους πήρε ένα τάνκερ γεμάτο πετρέλαιο για τον Ντοναρούμα πέρυσι το καλοκαίρι παραμένοντας σκληρός, μολονότι είχε ήδη διαγνωσθεί με καρκίνο. Δεν ξέρω γιατί οι «μανατζαρέοι» προκαλούν απέχθεια: για μένα πολλοί από δαύτους είναι κάτι σαν τους Ρομπέν των Δασών του μοντέρνου ποδοσφαίρου – τα «παίρνουν» από τους πλούσιους και τα μοιράζουν σε φτωχά - κατά βάση - παιδιά με ταλέντο. Και μάλιστα αρκετοί από τους πλούσιους τους παρακαλάνε και να τους δώσουν παραπάνω.
Ελεγε πολλά και ωραία
Ο Ραϊόλα έλεγε καταπληκτικά πράγματα. Ισχυριζόταν πως αν μανατζάριζε πολιτικούς θα έβγαζε περισσότερο: «πάνε πιο εύκολα αυτοί από τα αριστερά στα δεξιά από όσο ένας ποδοσφαιριστής» έχει πει. Είχε ζητήσει από τον Κρόιφ και τον Γκουαρντιόλα «να κλειστούν κάποτε στο ίδιο ψυχιατρείο» – το είπε όταν έφυγε από την Μπάρτσα ο Ιμπρα. Ελεγε ότι τον ενδιαφέρει αποκλειστικά και μόνο η γνώμη της γυναίκας του γιατί με αυτή κοιμάται το βράδυ – κι όχι με παράγοντες ή δημοσιογράφους. Υπογράμμιζε πως ποτέ δεν κοιτά το λογαριασμό του στην τράπεζα, ότι τις τράπεζες τις μισεί, ότι δεν δανείστηκε ούτε ένα ευρώ ποτέ του. Όταν το ρωτούσαν ποιο είναι το όνειρό του απαντούσε ότι θέλει όλοι οι πελάτες του να γίνουν πάμπλουτοι γιατί ο ίδιος ένιωθε σούπερ καπιταλιστής. Το λαμόγιο…