Ενας ωραίος, κομμάτι σπάνιος

Ενας ωραίος, κομμάτι σπάνιος


Στην ιστορία του σινεμά είναι πολύ συνηθισμένο η όμορφη να κάνει καριέρα: το σινεμά έχει πάντα ανάγκη από κούκλες ακόμα και σήμερα που το να υπογραμμίζεις το γυναικείο σεξαπίλ είναι κάτι που μοιάζει να έχει ποινικοποιηθεί. Πόσοι όμως άντρες έκαναν καριέρα κουβαλώντας τον τίτλο του απόλυτα όμορφου όπως ο Αλεν Ντελόν που έφυγε χθες σε ηλικία 88 χρονών; Παρόλο που οι ωραίοι ποτέ δεν έλειψαν ο Ντελόν υπήρξε από τους λίγους που ήταν στο μυαλό όλων πρώτα ωραίος και μετά ηθοποιός, αλλά αυτό δεν του ήταν πρόβλημα. Κυρίως γιατί γνώριζε πως ενώ δεν χρειάζεται να κάνεις πολλά για να είσαι ωραίος, είναι δύσκολο να είσαι ηθοποιός χωρίς να κάνεις πολλά.

Η ομορφιά ως μειονέκτημα

Στο σινεμά δεν έφτασε γρήγορα. Μετά από μια ανήσυχη εφηβεία για την οποία δεν ήθελε να μιλάει γιατί πληγώθηκε από το γεγονός ότι οι γονείς του τον έδωσαν σε ανόδοχη οικογένεια, μετά τον χωρισμό τους, ακολούθησε η στρατιωτική του θητεία – τον σημάδεψαν και η εμπειρία παραμονής στην Ινδοκίνα και οι πολλοί μήνες στη φυλακή για απειθαρχία, όταν μόλις είχε κλείσει τα είκοσι χρόνια του.

https://www.lykavitos.gr/sites/default/files/styles/large_article/public/2024-08/Alain-Delon-7-1024x836.jpeg.jpg?itok=lyNrTiM0

Στην αρχή της μακρόχρονης καριέρας του η ομορφιά του κινδύνευε να του γίνει μειονέκτημα, αν όχι και πρόβλημα: εξωφρενική, ίσως και υπερβολική, έμοιαζε να του επιβάλει να παίζει μόνο ρόλους σαγηνευτή και καρδιοκατακτητή. Στις πρώτες ταινίες του, (στο «Make yourself beautiful and shut up» του Μάρκ Αλεγκρέ και στο «Οι γυναίκες είναι αδύναμες» του Μισέλ Μποστρό) οι ρόλοι του είναι τυποποιημένοι και σχεδόν κωμικοί. Οι ταινίες δεν ήταν εμπορικές αποτυχίες, αλλά κανείς σχεδόν δεν μίλησε για τον Ντελόν και τις ερμηνείες του κι αυτό τον έκανε δύσπιστο με την κωμωδία στην συνέχεια: δεν ήθελε να παίζει τον ευχάριστο ωραίο, ίσως γιατί ήταν ωραίος και ήξερε πως δεν αρκεί αυτό για να είσαι ευχάριστος. Η καριέρα του πήρε τα πάνω της όταν είχε την τύχη να γνωρίσει γρήγορα τον Ρενέ Κλεμέν, ο οποίος, με το καταπληκτικό Γυμνοί στον ήλιο (Plein Soleil) (1960), ανακάλυψε τη σκοτεινή του πλευρά βάζοντάς τον να παίξει τον Τομ Ρίπλεϊ, ήρωα της Πατρίτσια Χάισμιθ: σε αυτή την ταινία γεννήθηκε ο ήρωας «αλά Ντελόν», όμορφος αλλά και κάπως καταραμένος, λιγομίλητος και σημαδεμένος από τη μοίρα. Και σίγουρα ξεχωριστός: ποτέ δεν ήταν ένας από όλους.

Ηταν σπάνιος

Οι μεγάλοι σκηνοθέτες με τους οποίους συνεργάστηκε ξεχώρισαν αυτή κυρίως την διάστασή του: ο Ντελόν ήταν σπάνιος. Η άνοδος του συνεχίστηκε χάρη στη συνάντησή του με μερικούς από τους μεγαλύτερους σκηνοθέτες του ευρωπαϊκού κινηματογράφου: «ο σκηνοθέτης» έχει πει σε μια συνέντευξή του το 1975, «ήταν βασικότερος λόγος να πω το ναι σε μια πρόταση από το σενάριο ή τα χρήματα». Το 1960 παίζει τον Ρόκο Παρόντι, στο «Ρόκο και τα αδέρφια του» του Λουκίνο Βισκόντι, για τον οποίο, τρία χρόνια αργότερα, θα γίνει ο Πρίγκιπας Τανκρέντι Φαλκονέρι στο «Γατόπαρδο». Η συνεργασία δεν ήταν άψογη - το 1967 ο Βισκόντι τον ήθελε για πρωταγωνιστή στην διασκευή του Ξένου, δηλαδή του μυθιστορήματος του Καμύ, αλλά ο Ντελόν αρνήθηκε: ήταν ο καιρός που φλέρταρε με τον Χόλυγουντ αλλά δεν έμεινε στην Αμερική γιατί όπως έλεγε «εκεί υπάρχουν ρόλοι μόνο για Αμερικάνους». Στην Ευρώπη οι μεγάλοι ρόλοι πάντα τον περίμεναν. Με την Μόνικα Βίτι έπαιξε στην Έκλειψη του Αντονιόνι, με τον Ζαν Γκαμπέν, το είδωλό του, όπως έλεγε, χάρηκε τα γυρίσματα της Μεγάλης Ληστείας του Καζίνο, το 1965.  Το 1967 ο Ντελόν, που είχε ήδη και μια σεβαστή καριέρα στο παριζιάνικο θέατρο, άρχισε να συνεργάζεται με τον αληθινό κινηματογραφικό μέντορά του, τον Ζαν Πιερ Μελβίλ. Ο «Δολοφόνος με το αγγελικό πρόσωπο» Φρανκ Κοστέλο είναι ο καλύτερος κινηματογραφικός χαρακτήρας του: ένας σιωπηλός και αδίστακτος εγκληματίας με κώδικα τιμής, ένας άνθρωπος μιας εποχής που δεν υπήρξε ποτέ και συγχρόνως αληθινός.  

https://www.thessaliatv.gr/include/docs/00500165341_a2.jpg

Σκηνοθέτης του εαυτού του

Ο Ντελόν έγινε ο υποδειγματικός ερμηνευτής των απροσδόκητων ηρώων του μεγάλου σκηνοθέτη, τόσο ως εγκληματίας (The Nameless Ones, 1970) όσο και ως αστυνομικός (Night Over the City, 1972). Η απόδοση του χαρακτήρα ήταν τόσο καλή, ώστε όχι μόνο τον έκανε κτήμα του (σε  άπειρες ταινίες περισσότερο ή λιγότερο επιτυχημένες), αλλά τον οδήγησε και στο να γίνει κι ο ίδιος σκηνοθέτης χωρίς ωστόσο οι ταινίες που σκηνοθέτησε («On the Skin of a Policeman», «Hunted») να αποτελέσουν τεράστιες επιτυχίες: είναι διαφορετικό να σκηνοθετείς τον εαυτό σου και διαφορετικό τους άλλους.   

Βέβαια ως σκηνοθέτης του εαυτού του ο Ντελόν ήταν καταπληκτικός και εκτός των κινηματογραφικών πλατό. Οσο πλήθαιναν οι επιτυχίες (η Πισίνα (1969), η Συμμορία των Σικελών (την ίδια χρονιά), το Borsalino (1970) τόσο περισσότερος ήταν ο χώρος που έβρισκε στα ΜΜΕ της εποχής για την άστατη ερωτική του ζωή ή και για τις αντιπαλότητές του - η πιο μεγάλη ήταν με τον άλλο Γάλλο σταρ της εποχής τον Ζαν Πολ Μπελμοντό και πρέπει να ήταν εντελώς fake, αλλά υπέροχα σκηνοθετημένη καθώς τους χάριζε προβολή στα μέσα ενημέρωσης για χρόνια.

Το 1972 ο Ντελόν, τσαλακώνοντας την εικόνα του παρουσίασε τον πιο ρομαντικό από τους χαρακτήρες του: τον καθηγητή Ντανιέλε Ντομιντσίνι, έναν καταραμένο ποιητή και ευαίσθητο δάσκαλο, ερωτευμένο με έναν μαθητή του στο Καυτό καλοκαίρι του Βαλέριο Ζουρλίνι. Την ίδια χρονιά γνωρίζεται με τον Τζόζεφ Λόζεϊ, τον τρίτο σκηνοθέτη που, που μετά τον Βισκόντι και τον Μέλβιλ, θα προσφέρει στον Ντελόν μερικούς από τους πιο αξέχαστους ρόλους του: τον Ραμόν Μέρκαντερ στη «Δολοφονία του Τρότσκι» (με τον Ρίτσαρντ Μπάρντον συμπρωταγωνιστή) και, αργότερα, τον κύριο Κλάιν στην ομώνυμη ταινία. Δουλεύει ακατάπαυστα μέχρι το 2008 και ήταν μάλλον ένα καπρίτσιο του ότι η τελευταία του εμφάνιση στη μεγάλη οθόνη είναι στο «Ο Αστερίξ στους Ολυμπιακούς Αγώνες», όπου ενσαρκώνει έναν κουρασμένο Ιούλιο Καίσαρα. Κλείνει με μια κωμωδία, σαν να έχει συμβιβαστεί μαζί της.

https://sportal365images.com/process/smp-images-production/sportal.gr/18082024/42ba3ba6-12c4-45ce-a004-c9e1aeb20161.jpeg?operations=fit(960:)

Γυναίκες, καυγάδες και όπλα

Ωστόσο στο μύθο του Ντελόν δεν έπαιξε ρόλο μόνο ο κινηματογράφος: ο Γαλλος είχε μια ιδιωτική ζωή όχι λιγότερο συναρπαστική από τις ταινίες τους και γεμάτη γεγονότα - μερικές φορές και δραματικά. Η σχέση του με τη Ρόμι Σνάιντερ ήταν για χρόνια στο επίκεντρο της προσοχής έλεγαν ότι ήταν  «το πιο όμορφο ζευγάρι στον κόσμο» - ο Ντελόν έχει πει πως απλά όλοι περίμεναν ποιος θα σκοτώσει τον άλλο! Αφού άφησε τη Ρόμι, παντρεύτηκε τη Φρανσίν Κάνοβας, γνωστή και ως Ναταλί Ντελόν, με την οποία απέκτησε τον γιο του Άντονι. Ακολούθησε μια μακρά ιστορία με τη συνάδελφό του Μιρέλ και μετά με την Αννί Παριγιό. Τελικά παντρεύτηκε ξανά, αυτή τη φορά με τη Ροζαλίν Φαν Μπρέμε με την οποία του απέκτησε άλλα δύο παιδιά – υπάρχει κι ένα τέταρτο, λέγεται με την τραγουδίστρια Νίκο, που δεν αναγνώρισε ποτέ. Ενώ ήταν ζευγάρι και με την Δαλιδά όταν τραγούδησαν μαζί το Parole Parole στην γαλλική εκδοχή του – στην ιταλική, η Δαλιδά που ήξερε από άντρες το τραγούδησε με τον Μαστρογιάννι.  

Αλλά δεν ήταν μόνο οι έρωτές του στην ημερήσια διάταξη. Το 1969 υπήρξε βασικός ύποπτος δολοφονίας ενός Σέρβου ηθοποιού του Στέφαν Μάρκοβιτς – αφέθηκε ελεύθερος μετά από σύντομη προφυλάκιση. Διάφορες τρέλες του, όπως η παθολογική αγάπη για τα όπλα, ήταν λόγος σοβαρών μπλεξιμάτων: μόλις λίγους μήνες πριν, τον περασμένο Απρίλιο, η αστυνομία κατάσχεσε την προσωπική του συλλογή – βρέθηκαν σε ένα από τα σπίτια του 72 όπλα και 3000 σφαίρες χωρίς άδεια. Ο Ντελόν τα τελευταία χρόνια ήταν υποστηρικτής της ακροδεξιάς και φίλος της Ζαν-Μαρί Λεπέν. Και μάλλον πολύ μόνος. Οι οικογενειακές του σχέσεις υπήρξαν τραγικές: ο νεότερος από τους γιούς του, ο Αλέν Φαμπιάν ισχυρίστηκε πρόσφατα ότι ο  πατέρα του ήταν ένας ξεροκέφαλος, σκληρός και βίαιος τύπος, κυριολεκτικά ανυπόφορος. Τα τελευταία χρόνια, υποφέροντας από κατάθλιψη και μπλεγμένος σε μια ατελείωτη μάχη με τον καρκίνο ο Ντελόν ισχυρίστηκε πως έχει δικαίωμα στην ευθανασία ζητώντας να πεθάνει με ένεση– το αίτημα δεν έγινε δεκτό κι ορίστηκε από τα παιδιά του ένας επιμελητής υγείας που σκοπός του ήταν να μην του επιτρέψει να αυτοκτονήσει. Το 2018, όταν στις Κάννες πήρε βραβείο για την καριέρα του, είπε πως νοιώθει ότι με αυτό τον αποχαιρετούν και του λένε ότι είναι ώρα να φεύγει.

Εφυγε χθες. Όχι περπατώντας αργά σαν τον Φρανκ Κοστέλο, ούτε λέγοντας ατάκες όπως ο Μερκάντερ. Εφυγε κουρασμένος, ούτε καν όμορφος πια, αλλά νικημένος όπως οι ήρωες που ήθελε να ενσαρκώνει. Αλλά δεν υπήρχε τίποτα ηρωϊκό στο φινάλε του. Μάλλον ησύχασε. Εκτός αν εκεί που πάει υπάρχει ένας άλλος κόσμος για να τον αναστατώσει με τους ρόλους του…