Οι παπάδες κατάφεραν το δικό τους – οι εκκλησίες άνοιξαν: σε κάποιες, έξω από αυτές, θα έχουμε και συνωστισμούς. Δεν είχα την παραμικρή αμφιβολία πως θα συμβεί. Το πράγμα θυμίζει ότι γινόταν τον Νοέμβριο: τότε κάποιοι πάλι κατάφεραν να ντριπλάρουν τις απαγορεύσεις του Κράτους για να γιορτάσουν το Πολυτεχνείο. Από διαφορετικές διαδρομές και με διαφορετικά μυαλά πολλοί, καιρό τώρα, προσπαθούν να επιβάλλουν ως κανόνα την ανυπακοή. Δυσκολεύομαι να τους κακίσω γιατί το ίδιο κάνουμε οι περισσότεροι. Η χρονιά ολοκληρώθηκε με τη χώρα να βρίσκεται σε καθεστώς lockdown, που lockdown δεν είναι. Δεν περνάμε τις εφετινές γιορτές όπως τις προηγούμενες, αλλά δεν είμαστε και κλεισμένοι στα σπίτια μας και προσεχτικοί, όπως το Πάσχα. Μάλλον χρησιμοποιήσαμε τις γιορτές για να δώσουμε ένα άλλοθι στον εαυτό μας να συνεχίσουμε να ντριπλάρουμε το lockdown, το όποιο ζούμε ως τιμωρία που δεν αξίζουμε. Όχι ως τρόπο άμυνας απέναντι σ’ ένα μεγάλο κακό.
Η σύμβαση της ντρίπλας
Το δεύτερο lockdown δεν είχε καμία σχέση με το πρώτο – συμβαίνει και με τις ταινίες και τα σήριαλ. Δεν χρησιμοποιώ τυχαία τον παραλληλισμό: και το lockdown έχει κάτι που μοιάζει με σενάριο. Το πρώτο το ζήσαμε περίπου ως πρωταγωνιστές – με ένα φόβο για το τι μέλλει γενέσθαι που τον μεγάλωναν οι εικόνες από την Αγγλία, την Ισπανία, την Ιταλία κυρίως. Το δεύτερο αντιθέτως το ζήσαμε ως θεατές, σαν να είναι κάτι που δεν μας αφορά και ιδιαίτερα, αλλά εξελίσσεται κάπου αλλού κι εμείς το παρακολουθούμε.
Δεν θυμάμαι που είχα πρωτοδιαβάσει την φράση, αλλά αναφερόταν στην οικονομική ζωή της Ανατολικής Γερμανίας – νομίζω την γράφει ο Βίκτορ Σεμπάστιαν στο καταπληκτικό του βιβλίο «Η πτώση της Σοβιετικής Αυτοκρατορίας». Στα χρόνια που ακόμα υπήρχε η αξιοπερίεργη αυτή χώρα ανάμεσα στους πολίτες της και το Κράτος υπήρχε μια σύμβαση που περιγράφεται υπέροχα με τη φράση «εσείς θα κάνετε ότι δουλεύετε και εμείς θα κάνουμε ότι σας πληρώνουμε». Οι Ανατολικογερμανοί με βάση αυτό πορεύτηκαν για χρόνια: μια παραλλαγή της φράσης είναι και η δική μας σύμβαση με τα μέτρα. Η κυβέρνηση κάνει ότι υπάρχει lockdown κι εμείς κάνουμε ότι το εφαρμόζουμε. Κι θα ήταν όλα υπέροχα αν στο μεταξύ δεν συνέβαινε κάτι αληθινά τραγικό: σε αυτό το δεύτερο lockdown συνηθίσαμε την ιδέα του θανάτου – η σύμβαση της ντρίπλας των όποιων περιορισμών μας, μας οδήγησε στο να ακούμε απλά τους θανάτους ως νούμερα που ανακοινώσει ο ΕΟΔΥ. Ένα σημαντικό μέρος του κόσμου θα ήθελε αύριο όλα να ανοίξουν κι ας πεθάνουν όσοι είναι να πεθάνουν. Πιστεύει ότι ο θάνατος δεν τον αφορά. Μπορεί μάλιστα κάποιοι από αυτούς που αυτό το πιστεύουν να πήγαν και να εκκλησιαστούν σήμερα. Σαν καλοί Χριστιανοί που Χριστό δεν γνώρισαν.
Κοιτάξτε απλά τι συμβαίνει
Ακούω όλο αυτό τον καιρό για τα κρούσματα που πρέπει να μειωθούν, τα μέτρα που δεν τηρούνται, τις ελλείψεις στους ελέγχους, τις ΜΕΘ, που θα πρεπε να είναι περισσότερες και το ΕΣΥ για το οποίο κυβέρνηση και αντιπολίτευση τσακώνονται. Ολοι σχεδόν αποφεύγουμε να μιλάμε για τους θανάτους με τρόπο που να δείχνει σεβασμό στη μνήμη ανθρώπων, που φεύγουν εντελώς άδικα: από ένα ιό που έπιασε την ανθρωπότητα απροετοίμαστη, και που θέρισε αθώους. Ό,τι συμβαίνει το αφαιρούμε από τη σκέψη μας χειρουργικά. Το lockdown αυτή τη φορά προέκυψε στις καρδιές μας: αυτές είναι που έκλεισαν και μάλιστα με κρότο. Υπερβάλω; Καθόλου. Θυμηθείτε απλά τι έγινε.
Ο ερχομός των γιορτών δεν έφερε κανένα είδος προβληματισμού που να έχει να κάνει με το πόσο εύθραυστη είναι η ζωή και πόσο χρέος μας είναι να την προστατεύσουμε. Οι μέρες πριν τις γιορτές κύλησαν με προβληματισμούς για το αν πρέπει ή όχι να ανοίξουν τα καταστήματα, για το τι θα γίνει με την εστίαση, για το αν και πως θα λειτουργήσει το click away. Πιο πολύ μας απασχόλησε το αν θα ανοίξουν τα κομμωτήρια (και κυρίως τα κέντρα αισθητικής χωρίς τα οποία φαίνεται πως δεν μπορούμε να ζήσουμε…) παρά η αύξηση των θανάτων. Προβληματιστήκαμε για το πώς θα περάσουμε τις γιορτές και ο προβληματισμός μας έγινε κυβερνητική πολιτική: υπήρξε μια σκηνοθετημένη ανομολόγητη χαλαρότητα των μέτρων για να βρεθούν οι οικογένειες γύρω από ένα τραπέζι. Ο τρόπος κάλυψης των καταναλωτικών αναγκών μας έγινε μέγα θέμα. Και οι θάνατοι; Απλά νούμερα.
Στο πρώτο lockdown η χώρα έζησε μια φωτεινή στιγμή μέσα σε ένα κλίμα παγκόσμιας κατήφειας και τρόμου. Στο δεύτερο δεν είναι έτσι. Αν στο πρώτο lockdown μας έμειναν στο μυαλό τα πλάνα των άδειων δρόμων και το βλέμμα του κ. Σωτήρη Τσιόδρα τον οποίο κοιτάζαμε με το θαυμασμό που ταιριάζει σε ανθρώπους που μας κάνουν μαθήματα ζωής, στο δεύτερο στο μυαλό μας θα μείνουν οι γεμάτες γιορτινές πλατείες, το μποτιλιάρισμα, οι συνηθισμένες εικόνες της αγχωτικής καθημερινότητας μιας χώρας που θα θελε να γιορτάζει τις γιορτές σαν να μην τρέχει τίποτα κι ας έχουμε καθημερινά ανακοινώσεις δεκάδων θανάτων. Αν στο πρώτο lockdown βλέπαμε στην τηλεόραση το οικείο πρόσωπο του Σπύρου Παπαδόπουλου να μας συμβουλεύει και να μας προειδοποιεί, τώρα η τηλεόραση είναι γεμάτη από τα πρόσωπο των συνηθισμένων τηλεμαϊδανών που ζουν για να τσακώνονται μεταξύ τους. Κυριαρχούν στη ζωή μας οι εικόνες υπουργών που το πρωϊ μας καθησυχάζουν ότι θα αρθούν οι περιορισμοί και το βράδυ μας λένε ότι θα σκληρύνει το lockdown για να ανοίξουν τα σχολεία. Δίπλα τους έχουν προστεθεί οι φάτσες πολιτευτών που ψάχνουν ψήφους ακόμα και στα μνήματα. Τραγικό παράδοξο σε ό,τι συμβαίνει κι αυτό το πλήθος των τηλεοπτικών εκπομπών με τραγούδια: αν έβλεπες τηλεόραση αυτές τις μέρες πίστευες ότι το πρόβλημα μας είναι οι χαμένοι έρωτες. Ας μην είμαστε απογοητευμένοι με όσους τις σκέφτηκαν και τις σχεδίασαν όλες αυτές τις εκπομπές: κάνουν ό,τι και εμείς – παριστάνουν ό,τι όλα είναι κανονικά κι ότι η πανδημία δεν είναι παρά μια ξερή, απλή απογευματινή ανακοίνωση με νούμερα του ΕΟΔΥ. Νούμερα που έχουν να κάνουν με άλλους.
Συνηθίσαμε στην ιδέα
Ενώ το 2020 έφευγε σκεφτόμουν ότι το χειρότερο που συνέβη αυτή την απίστευτη χρονιά είναι ότι συνηθίσαμε την ιδέα του θανάτου. Ακούμε καθημερινά για δεκάδες νεκρούς στην Ελλάδα και χιλιάδες νεκρούς στον κόσμο και μετά κάνουμε ζάπινγκ ψάχνοντας κάτι για να περάσουμε την ώρα μας.
Είναι των Φώτων. Θα μπορούσαμε να θυμόμαστε τη μαύρη χρονιά που έφυγε ως κάτι απόλυτα φωτεινό: ως τη χρονιά που καταφέραμε με τη συμπεριφορά και την προσοχή μας να σώσουμε χιλιάδες ανθρώπους – ίσως και να το έχουμε κάνει κιόλας και να μην το ξέρουμε. Αλλά το κακό είναι ότι δυστυχώς συμπεριφερόμαστε σαν αυτό να μην μας αφορά: κάνουμε σαν να μην μας νοιάζει τίποτα πέρα από το ότι δεν καταφέραμε να περάσουμε την Πρωτοχρονιά, όπως θα θέλαμε και τα Χριστούγεννα όπως μας αρέσει. Από τη στιγμή που στο τραπέζι μας δεν υπάρχουν άδειες θέσεις γιατί κάποιον κηδέψαμε πρόσφατα, θρηνούμε για την κηδεία των γιορτών μας. Κι αν κάποιος τολμήσει να πει πως οι γιορτές κι ο θάνατος δεν πάνε μαζί, τον κοιτάζουμε ύποπτα. Μάλλον κι αυτόν τον ψεκάζουν…
Εχουμε ανάγκη από πραγματικό φως. Στις καρδιές μας υπάρχει πλέον πολύ σκοτάδι…