Στις αίθουσες παίζεται η νέα ταινία του Σταύρου Τσιώλη, το «Γυναίκες που περάσατε από εδώ». Δεν θα κόψει πολλά εισιτήρια – οι μόνες ταινίες του Τσιώλη που αυτό το πέτυχαν ήταν εκείνες που κάποτε είχε κάνει για τη Φίνος Φιλμ. Όλες οι άλλες, της δεύτερης καριέρας του, αυτής που ξεκινά με το «Μια τόσο μακρινή απουσία», ήταν ταινίες που λίγοι ανακάλυψαν – χωρίς να είναι φτιαγμένες για λίγους. Απλά, ο δημιουργός τους, ένας άνθρωπος με υπέροχες εμμονές, είχε πάντα μια δύσκολη απαίτηση: ήθελε να τον ανακαλύψει το κοινό κι όχι να ανακαλύψει αυτός τα γούστα του κοινού. Παραδόξως και οι θεατές των ταινιών του Τσιώλη είναι μέρος των ίδιων του των ταινιών: άνθρωποι που θα μπορούσαν εύκολα να στηθούν μπροστά την κάμερά του και να εξηγήσουν, γιατί οι ταινίες αυτές τους αφορούν και τους αρέσουν. Από εκεί κι έπειτα είναι δεδομένο ότι κάθε ταινία του Τσιώλη φέρνει στην επικαιρότητα το απόλυτο σουξέ του, το «Ας περιμένουν οι γυναίκες». Που αποτελεί τη μεγαλύτερη απόδειξη ότι η ιδέα του για το σινεμά μπορεί να είναι λειτουργική, αλλά την ίδια στιγμή έχει γίνει και το όριο που το σινεμά του δεν μπορεί να ξεπεράσει. Ακόμα κι αν δεν είναι η καλύτερη ταινία του, ο Τσιώλης είναι τόσο δεμένος μαζί της στη συνείδηση του κόσμου, που ό,τι κι αν κάνει απλά την επαναφέρει στην επικαιρότητα.
Η πιο ελληνική ταινία
Το «Ας περιμένουν οι γυναίκες» είναι μια ταινία ελληνική – ίσως η πιο ελληνική ταινία όλων των εποχών και την ίδια στιγμή η απόδειξη της δύναμης ενός κινηματογράφου που ξεπερνά το στενό πλαίσιο του χρόνου: από τη μέρα που βγήκε στις αίθουσες, (και την είδαν σχετικά λίγοι…) είναι σαν να μην έχει φύγει ποτέ από αυτές. Ενώ η ταινία είναι πάντα ίδια, ο τρόπος που την βλέπεις μεταβάλλεται ανά περιόδους σύμφωνα με όλα όσα τριγύρω συμβαίνουν.
Το 1998, όταν η ταινία ολοκληρώθηκε, ήταν μια σάτιρα της εποχής: καυτηρίαζε το life style, έδειχνε τον νεοέλληνα που αλλάζει πολιτική διαδρομή για λόγους που έχουν να κάνουν με την τσέπη του, σάρκαζε την ΠΑΣΟΚική διάλεκτο και την ιδεολογική ισοπέδωση και ήταν πάνω από όλα ένας παράξενος ύμνος στην ανδρική φιλία – οι τρεις μπατζανάκηδες ήταν αποφασισμένοι να κάνουν τα πάντα για να αφήσουν τις γυναίκες τους να τους περιμένουν στη Θάσο για πάντα, γιατί μαζί περνούσαν καλά. Ακριβώς είκοσι χρόνια αργότερα η ταινία, κρατώντας την ίδια βάση, λειτουργεί ολότελα διαφορετικά: αν είχαν χαθεί σε αυτά τα χρόνια τα πάντα κι ο ιστορικός του μέλλοντος έβρισκε μόνο αυτή την ταινία, θα κατανοούσε γιατί η Ελλάδα χρεοκόπησε – η σατιρική καταγραφή της παθογένειάς της χώρας από τον Τσιώλη δεν ήταν μια φωτογραφία της στιγμής, αλλά ένα διαχρονικό σχόλιο που ξεπερνά τα στενά όρια της επικαιρότητας. Μάλιστα – κι αυτό είναι το καταπληκτικό – η ταινία και υπό αυτό το πρίσμα βγάζει το ίδιο γέλιο.
Δεν κάνανε απλά μια δουλειά
Το «Ας περιμένουν οι γυναίκες» είναι ίσως η μοναδική cult ελληνική πολιτική ταινία. Το γνωρίζω γιατί μέσα στην εικοσαετία αυτό το έχω αισθανθεί καθώς έχω χρησιμοποιήσει κομμάτια της σε εκπομπές, έχω γράψει πολλές φορές για αυτή σε περιοδικά γιατί μου έχει ζητηθεί κι έχω συζητήσει για το γιατί την αγαπάω σε διάφορα πάνελ που διοργανώνονται σε εκδηλώσεις των πιστών της – μάλιστα ίσως και για αυτό μου είχαν ζητήσει το 2003 να παίξω ένα ρόλο στο «Φτάσαμεεε», πράγμα που δυστυχώς δεν κατάφερα, αν και πολύ θα ήθελα να δω τον αναρχικό τρόπο δουλειάς του σκηνοθέτη από κοντά. Ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του ‘80 ο Τσιώλης και ο στενός του συνεργάτης και φίλος Χρήστος Βακαλόπουλος προβληματίζονταν για την ανάγκη αφήγησης της ελληνικής πραγματικότητας, ως λόγο ύπαρξης του ελληνικού κινηματογράφου - ήταν εποχές που οι δημιουργοί προσπαθούσαν να δώσουν περιεχόμενο στην ίδια την ύπαρξη τους και στις επιλογές τους και δεν κάνανε απλά μια δουλειά. Και οι δυο μιλούσαν τότε για την ανάγκη δημιουργίας ταινιών μιας «ελληνικής δέσμης», εννοώντας ότι το ελληνικό σινεμά για να έχει λόγο ύπαρξης πρέπει να έχει στοιχεία ταυτότητα που δεν συναντάς πουθενά αλλού κι όχι να μηρυκάζει τον γαλλικό ή τον ιταλικό ή τον οποιοδήποτε κινηματογράφο.
Ο Τσιώλης έλεγε ότι καμία ταινία δεν έχει ημερομηνία λήξης, και ότι πεθαίνουν μόνο όσες δεν είναι αληθινές. «Ίσως κάποτε» έλεγε, «αυτό που σήμερα μοιάζει ντεμοντέ η ακατανόητο, να αναγνωριστεί προσεχώς ως πρωτοπορία. Η εκτίμηση μιας ταινίας μπορεί ν αργήσει, αλλά αν καταθέτεις μια δόση αλήθειας, δεν έχεις να φοβηθείς τίποτα». Δεν ξέρω αν ο Τσιώλης το περίμενε, όμως το «Ας περιμένουν οι γυναίκες» απέδειξε κυρίως αυτό, ότι δηλαδή τίποτα δεν είναι καλλιτεχνικά σπουδαιότερο από κάτι που αντέχει στο χρόνο. Το ευχάριστο πρόβλημα της επιτυχίας αυτής είναι ότι η απίστευτη αντοχή της ταινίας, κατά κάποιο τρόπο ξεπέρασε και τον ίδιο τον δημιουργό της: η ταινία και η διαχρονικότητα της απέκτησε ένα μέγεθος μεγαλύτερο από τον Τσιώλη – αλλά αυτό δεν είναι και ο πραγματικός ορισμός της επιτυχίας; Νομίζω ότι πρώτος ο ίδιος ο Τσιώλης θα συμφωνούσε. Αλλωστε το «Ας περιμένουν οι γυναίκες» δεν είναι μόνο ένα δικό του παράσημο: η καριέρα του Ζουγανέλη, του Μπακιρτζή και του Σάκη Μπουλά θα ήταν χωρίς αυτό ασύγκριτα μικρότερη κι ας έχουν κάνει και οι τρεις επιτυχίες τεράστιες.
Κάπου στου Φιλοπάππου
Και το «Γυναίκες που περάσατε από εδώ»; Δεν έχει καμία σχέση φυσικά με το «Ας περιμένουν οι γυναίκες», αλλά ούτε και με το «Παρακαλώ γυναίκες μην κλαίτε», το πρώτο κομμάτι της τριλογίας. Ο Κωνσταντίνος Τζούμας και ο Ερρίκος Λίτσης, οι δυο βασικοί πρωταγωνιστές, μοιάζουν δυο θεατές των ταινιών του Τσιώλη: καθισμένοι κάπου στου Φιλοπάππου παίζουν τους τσιλιαδόρους, ενώ μπροστά τους περνάνε διάφοροι που αφηγούνται ιστορίες δικές τους ή άλλες που έχουν ακούσει, με γυναίκες κατά βάση πρωταγωνίστριες – αφού όλα για αυτές γίνονται. Αυτοί οι μικροί μονόλογοι, κουβαλάνε μια παράξενη αυθεντικότητα – ενώ κάποιοι είναι εμφανώς παραμυθένιοι: όλο αυτό δίνει στην ταινία μια παράξενη γλύκα, που ίσως κάποτε εκτιμηθεί, ειδικά αν λείψει τελείως από τη ζωή μας. Όχι τίποτα δεν έχει σχέση με το «Ας περιμένουν οι γυναίκες» και δεν θα πρεπε. Είναι σαν το επόμενο τραγούδι ενός μεγάλου σουξέ: ο δημιουργός του το αγαπάει, μολονότι γνωρίζει πως το παλιό του είναι εκείνο που πάντα θα γουστάρει ο κόσμος. Ο Τσιώλης είπε ότι αυτή η ταινία του είναι αποχαιρετιστήρια, ότι άλλη δεν θα κάνει. Δυσκολεύομαι να το πιστέψω: κουβαλάει μέσα του μια ανάγκη για σινεμά που δεν θα τον αφήσει ήσυχο…