Μολονότι στις αίθουσες υπάρχουν επιτέλους δυο τουλάχιστον ταινίες που θα άξιζε να γράψει κανείς για δαύτες κάτι παραπάνω, (αναφέρομαι στο καταπληκτικό Vice και στο δανέζικο «ο Ενοχος» με τα οποία ελπίζω να ασχοληθώ μελλοντικά), εν τούτοις αποφάσισα να τηρήσω την συνήθεια της κινηματογραφικής ανασκόπησης της χρονιάς παρουσιάζοντας τις δέκα ταινίες που ως θεατής ξεχώρισα. Πρέπει να ομολογήσω ότι κουράστηκα πολύ να τις βρω, διότι η χρονιά ήταν φτωχότατη. Υπήρχαν δεκάδες ταινίες ημιτελής, μέτριες και βαρετές – ένα top 10 με τέτοιες θα ήταν ευκολότερο. Ομολογώ επίσης ότι με μπερδεύει πλέον και ο χρόνος: ελπίζω όσες σας παρουσιάζω να βγήκαν όντως μέσα στο 2018 που τελειώνει και να μην είναι της προηγούμενης χρονιάς – αν είναι έτσι συγχωρήστε με.
Έχουμε και λέμε:
10) « Ένα ήσυχο μέρος» του Τζον Κραζίνσκι. Το θρίλερ της χρονιάς. Μια οικογένεια προσπαθεί να γλυτώσει από εξωγήινους εισβολείς προσπαθώντας να μείνει απόλυτα σιωπηλή. Η απλή αυτή ιδέα δημιουργεί ένα ασταμάτητο σασπένς – πρόκειται για κάτι που το ζεις περισσότερο από όσο το βλέπεις! Αριστουργηματική η πρώτη σκηνή της: ένα μάθημα αφήγησης όπου ακόμα και μια πεταμένη εφημερίδα χρησιμοπιείται για να καταλάβεις τι συμβαίνει.
9) «Αόρατη κλωστή» του Πολ Τόμας Αντερσον. Η τελευταία (;) κινηματογραφική δουλειά του Ντάνιελ Ντέι Λιούις δεν μπορεί να λείπει από μια λίστα με τις ταινίες της χρονιάς. Η παράξενη αυτή ερωτική ιστορία άρεσε σε λίγους και έκανε τους περισσότερους να την προσπεράσουν αδιάφορα. Κι όμως πετυχαίνει αυτό που υπονοεί ο τίτλος της: να δείξει ότι οι σχέσεις είναι καμιά φορά ραμμένες με αόρατες κλωστές, που είναι αδύνατον να τις κατανοήσεις.
8) «Ακρότητες» του Πολ Σρέιντερ. Ο σεναριογράφος του «Ταξιτζή» πάλεψε με ένα θέμα δύσκολο, όπως ο κλονισμός της πίστης ενός ιερέα. Η ταινία, προσπαθεί να συνδυάσει από τη μια την αγάπη του δημιουργού της για τον Μπέργκμαν (αλλά και τον Μπεσόν) κι από την άλλη μια σχεδόν βιντεοκλιπίστικη αισθητική που της δίνει κάτι το πολύ μοντέρνο. Για αυτό δίχασε και πέρασε σχετικά απαρατήρητη – μολονότι, χάρη στη σεναριακή της δομή είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα.
7) «Bohemian Rhapsody» του Μπράιαν Σίνγκερ. Ο σκηνοθέτης της δεν την ολοκλήρωσε κι αυτό υπήρξε για τους κριτικούς ένα είδος αθεράπευτου μειονεκτήματος: πώς να πεις καλά λόγια για μια ταινία που κατασκευαστικά δεν ανήκει απόλυτα σε αυτόν που την υπογράφει; Ο κόσμος που με αυτά δεν ασχολείται την απόλαυσε όμως. Ο αληθινό μπαμπάς της, ο σεναριογράφος Άντονι ΜακΚάρτεν, (που μας έδωσε μέσα στη χρονιά και την υπερβολικά βρετανική «Η πιο Σκοτεινή Ώρα»), έβαλε σε τάξη την ιστορία του Φρέντι Μέρκιουρι, ακόμα και αν σε πολλά την πείραξε. Ποιος νοιάστηκε; Σημασία είχε ότι ο κόσμος τραγουδούσε και μετά το τέλος της!
6) «First Man» του Ντάμιεν Σαζέλ. Οποιος νομίζει ότι γνωρίζει την ιστορία του διαστήματος θα καταλάβει, αν δει την ταινία του Σαζέλ, πως κάνει λάθος. Ο ούτε καν 35 χρονών (!) Αμερικάνος σκηνοθέτης και σεναριογράφος κάνει μια μοναδική αναπαράσταση της εποχής ανοίγοντας στο φινάλε την πόρτα του μελό – πράγμα χρήσιμο γιατί ο άνθρωπος μπαίνει στο κέντρο μιας ιστορίας που σχεδόν τον ξεπερνά. Σαν να χρειάστηκε να κάνει «ένα μεγάλο βήμα για την ανθρωπότητα» απλά για να βρει τον εαυτό του.
5) Vice του Ανταμ Μακ Κέι. Στη λήξη της χρονιάς είδα την ταινία ως εορταστικό δώρο. Η βιογραφία του Ντικ Τσένι, του ανθρώπου που κυβέρνησε την Αμερική πίσω από μια κουρτίνα, είναι η βάση μιας ταινίας που μιλά για τα ύστερα του κόσμου μας. Ο Μακ Κέι μας έχει ήδη δώσει το «Μεγάλο Σορτάρισμα» και η αφηγηματική του γραφή είναι ίδια: φωνές off που εξηγούν τα πάντα, ερμηνευτικά ρεσιτάλ με κορυφαίο αυτό του Κρίστιαν Μπέιλ, χιούμορ, αλλά και δεικτικότητα συνυπάρχουν αρμονικά. Οι Αμερικάνοι είναι οι μόνοι που μπορεί να κάνουν πολιτικές ταινίες ακολουθώντας τους κανόνες ενός μεγάλου θεάματος, όπως είναι το σινεμά. Ελπίζω να γράψω αναλυτικά.
4) «Avengers, Infinity War». H ταινία είναι σκηνοθετημένη από τους Αντονι και Τζόι Ρούσο. Στην πραγματικότητα ανήκει στον Θορ, τον Καπτεν Αμέρικα, τον Αϊρον Μαν, τον Δόκτωρ Στρέιντζ και όλους τους υπόλοιπους – και φυσικά στον Θάνος, τον μεγαλύτερο από τους κακούς που είδαμε ποτέ. Αδύνατο να μην μετράς τις μέρες για να δεις την συνέχεια! Πριν ο Σταν Λι φύγει από τη ζωή είδε το όνειρό του να γίνεται πραγματικότητα: το σύμπαν της Μarvel είναι μεγαλύτερο από το κανονικό.
3) «Οι τρεις πινακίδες έξω από το Εμπινγκ, στο Μιζούρι», του Μάρτιν ΜακΝτόνα. Θα μπορούσε και να λέγεται «Να πως ένας Ευρωπαίος βλέπει τους Αμερικάνους» - ο τίτλος δεν έχει μεγάλη σημασία. Ο ΜακΝτόνα φτιάχνει ένα καταπληκτικό κολάζ χαρακτήρων χωρίς να σου ζητά να ταυτιστείς ή να συγκινηθείς ή να προβληματιστείς για δαύτους. Σου ζητά απλά να κάτσεις αναπαυτικά στην καρέκλα σου και να απολαύσεις την ιστορία του θα σου διηγηθεί. Κι εσύ απλά δεν θες να τελειώσει…
2) «Ψυχρός Πόλεμος» του Πάβελ Παβλικόφσκι. Χρησιμοποιώντας τα ονόματα των γονιών του (Βίκτορ και Ζούλα) και αντλώντας έμπνευση από την ιστορία του έρωτά τους, ο Πολωνός σκηνοθέτης Πάβελ Παβλικόφσκι αναλαμβάνει να αφηγηθεί ένα love story με φόντο τη μεταπολεμική Ευρώπη. Τελειοποιώντας την φόρμουλα της αφήγησης που μας είχε δείξει στο Ida, ο Παβλικόφσκι έρχεται να μας θυμίσει ότι το μόνο πρόβλημα του έρωτα είναι ο ίδιος ο έρωτας – τίποτα από τα τριγύρω δεν μετράνε. Πέρα από την ασπρόμαυρη φωτογραφία, τον βοηθά να μας το πει με τον καλύτερο τρόπο η λατρεία που δείχνει στην πρωταγωνίστρια του, την Τζοάνα Κούλινγκ. Που την χαϊδεύει με την κάμερα για να μας κάνει να την ερωτευτούμε, ο παλιάνθρωπος…
1) «Η προσβολή» του Ζιάντ Ντουερί. Μια λιβανέζικη ταινία ήταν αυτή που στη χρονιά που φεύγει με ξετρέλανε – για το θέμα της, τους ηθοποιούς της, το σενάριο της, την εσωτερική της ένταση κι εν τέλει την επικαιρότητα της. Ο κάποτε βοηθός του Ταραντίνο χρησιμοποιεί όλη τη γνώση του δυτικού κινηματογράφου για να στήσει μια ταινία στην Μέση Ανατολή. Μόνο που όποιος καταλαβαίνει διαπιστώνει ότι αυτό είναι το πρόσχημα: όλα αυτά θα μπορούσαν με διαφορετικές αφορμές, αλλά με τον ίδιο πάντα τρόπο, να έχουν γίνει παντού. «Η προβολή» είναι μια ταινία για ένα κόσμο που συνηθίζει να μην σέβεται πλέον τίποτα – ένα μισαλλόδοξο κόσμο. Τον κόσμο μας…