To 2000 ο «Μονομάχος» του Ρίντλεϊ Σκοτ είχε δημιουργήσει ένα παγκόσμιο ντελίριο: ο κόσμος γέμιζε παντού τα σινεμά για να δει μια ταινία από αυτές του λέμε «εποχής» απλά γιατί όλοι φοράνε χλαμύδες. Στην πραγματικότητα καμία «εποχή» δεν υπάρχει: στις ταινίες αυτές οι άνθρωποι μιλούν όπως σήμερα, αντιδρούν όπως σήμερα, τσακώνονται όπως σήμερα, κι απλά είναι ντυμένοι διαφορετικά, έχουν αυτοκράτορες και διασκεδάζουν σε Αρένες σαν τον Κολοσσαίο.
Video game εποχής
Το είδος, το 2000, έμοιαζε νεκρό διότι δεν υπήρχε ανάγκη από σούπερ ήρωες πόσο μάλλον από σούπερ ήρωες με χλαμύδες. Κι όμως ο «Μονομάχος» έκανε πάταγο κι εκτόξευσε την καριέρα του Ράσελ Κρόου (που ήδη είχε πάρει τα πάνω του με το «LA Confidential») κι έσωσε την καριέρα του Ρίντλεϊ Σκοτ που μετά το «Albatross» και το «Private Rian» έμοιαζε έτοιμος για μια τιμητική αποστρατεία. Ο «Μονομάχος» ήταν εκείνη την χρονιά δεύτερος σε εισιτήρια πίσω μόνο από μια ακόμα «Επικίνδυνη Αποστολή» κι ο λόγος ήταν απλός: ο κόσμος, με την έναρξη του νέου αιώνα, είδε στην απλοϊκή του ιστορία ένα ύμνο στις χαμένες αξίες – φυσικά και αρκετή δράση την οποία απογείωναν τα ειδικά εφέ.
Ο «Μονομάχος» έμοιαζε με μια τέλεια αναπαλαίωση μιας ταινίας του ’60: οι χαρακτήρες του είχαν ένα είδος χαμένης αυθεντικότητας, αλλά μετρούσε και ότι το πλαίσιο ήταν εντυπωσιακά θεαματικό πλέον. Αυτό το κάποτε υπερθέαμα στα 60’ s που φαινόταν πλέον φτωχό στα 80’s – οι αγώνες στο Κολοσσαίο πχ – ήταν το 2000 πλουσιότατο: ο Ρίντλεϊ Σκοτ είχε επενδύσει στην θεαματική αναπαλαίωση, ίσως και περισσότερο από όσο στους χαρακτήρες. Ετσι ναι μεν μπορούσες να συγκινηθείς από την ιστορία του Μάξιμου, αυτό όμως που σου έμεινε ήταν η εντυπωσιακή τίγρη. Ισως για αυτό δεν είχα ξετρελαθεί τότε με την ταινία που όλοι αγαπούσαν: έβλεπα κάτι σαν «video game εποχής» - η έκφραση από μόνη της έχει κάτι το σουρεάλ. Θέλω να πω ότι υπήρχε σίγουρα πολύ θέαμα, αλλά καμία αλήθεια. Όλα και κυρίως όλοι ήταν - στα μάτια μου τουλάχιστον – καρικατούρες με χλαμύδες. Αλλά η επιτυχία δεν με εξέπληξε: ο κόσμος αγαπάει τις καρικατούρες γιατί του ξεκουράζουν το μυαλό. Και η τίγρη καρικατούρα ήταν.
Ο μπούσουλας υπήρχε
Αυτό που ομολογώ πως δεν μπορούσα να φανταστώ ήταν ότι ο «Μονομάχος» θα αναβίωνε θεαματικά το είδος. Μετά τον «Μονομάχο» ακολούθησε η «Τροία», οι διάφορες περιπέτειες των ηρώων της ελληνικής μυθολογίας σε έκδοση Χόλυγουντ, ο «Αλέξανδρος», οι «300» ενώ ξαναείδαμε ταινίες για τα πάθη του Χριστού – έλειψε μόνο μια εκδοχή της Κλεοπάτρας παραδόξως, ίσως γιατί το Χολυγουντ δεν είχε μια μελαχρινή κούκλα επιπέδου Ελίζαμπεθ Τέιλορ. Η ουσία είναι πως ένα είδος που είχε γνωρίσει μεγαλεία με τα εκατομμύρια εισιτήρια του «Σπάρτακου» και του «Μπεν Χουρ», και είχε σχεδόν πεθάνει την δεκαετία του ΄70 με τους Μόντι Πάιθον να γράφουν τον υπέροχο επίλογό του με το αξεπέραστο «Life of Brian», νεκραναστήθηκε και εντυπωσιακά μάλιστα.
Ο Ρίντλεϊ Σκοτ που είχε πετύχει αυτή την νεκρανάσταση αρνήθηκε σθεναρά να δώσει τότε μια συνέχεια του «Μονομάχου» όπως του ζητούσαν. Η επιτυχία τότε ήταν εντελώς δική του καθώς όχι μόνο είχε επιμείνει στην επιλογή των πρωταγωνιστών, αλλά είχε αλλάξει και σεναριογράφο: το αρχικό σενάριο του Ντέιβιντ Φραντζόνι του είχε φανεί υπερβολικά μελό και το είχε «χτενίσει» ο μόνιμος συνεργάτης του Τζον Λόγκαν από τον οποίο ο Σκοτ είχε απαιτήσει η ταινία να έχει ένα τέλος που να μην επιτρέπει συνέχειες. Αν είκοσι τέσσερα χρόνια αργότερα έφτιαξε το δεύτερο «Μονομάχο» είναι γιατί είδε ένα κενό: μια ολόκληρη γενιά που δεν είδε τον πρώτο «Μονομάχο» στα σινεμά φαίνεται πως για τον Αγγλο παραμυθά έπρεπε να έχει τον δικό της. Ο Ρίντλεϊ Σκοτ, στα 86 του (!) χρόνια, δεν θα μπορούσε να κάνει πρωτοτυπίες. Ο μπούσουλας υπήρχε και ήταν η παλιά συνταγή. Η λατρεμένη καρικατούρα.
Σου έρχονται συνέχεια τα παλιά
Ο «Μονομάχος 2» είναι παραδόξως έτσι φτιαγμένος, ώστε να σου θυμίζει διαρκώς την πρώτη ταινία, αν την έχεις δει, η να σε κάνει να την ψάξεις, αν δεν την έχεις δει. Η δομή του σεναρίου είναι περίπου ίδια. Πόνος, επιβίωση, ηρωϊσμός από την μια, έλλειψη αξιοπρέπειας και διαφθορά από την άλλη. Ο πονεμένος σκλάβος που δεν έχει να χάσει παρά μόνο τις αλυσίδες του, τρυπώνει (πάλι) με όπλο την ηθική του (άντε και τα μπράτσα του…) στο βασίλειο της παρακμής που λέγεται Ρώμη, για να αποδειχτεί ότι δεν είναι αυτό που φαίνεται. Ο Σκοτ ξέροντας ότι δεν μπορεί να βρει ένα Ράσελ Κρόου, δηλαδή κάποιον ικανό με το τεράστιο ερμηνευτικό του μέγεθός να κουβαλήσει την ταινία, επιμερίζει τις αρετές του σε δυο: από την μια υπάρχει ο Πολ Μεσκάλ και από την άλλη ο Πέδρο Πασκάλ σαν συμπληρωματικοί ήρωες κι όχι αντίζηλοι. Επειδή κι αυτοί, παρά τις φιλότιμες προσπάθειές τους, αδυνατούν να σηκώσουν το βάρος εμφανίζεται κι ένας τρίτος: ο Ντένζελ Γουάσιγκτον που επιστρατεύοντας το σεξπηρικό του κύρος παιδεύεται να χτίσει ένα χαρακτήρα που κάπως να τον θυμάσαι. Ολο είναι τόσο καρικατούρα της καρικατούρας, που φεύγοντας από το σινεμά θυμάσαι τα ονόματα των ηθοποιών κι όχι των ηρώων που υποδύονται.
Ο Κρόου το 2000 έγινε ο Μάξιμος, οι επίγονοι του παρέμειναν απλά καλοί ηθοποιοί. Ισως γιατί ο Σκοτ είναι δύσκολο πια στην ηλικία του να τους κατευθύνει: ο τρόπος που σκηνοθετεί μαρτυρά τα γηρατειά του – μια σειρά από εύκολα κοντινά γκρο πλαν παρεμβάλλονται σε σκηνές απερίγραπτης δράσης φτιαγμένες στο CGI καθώς οι προγραμματιστές κάνουν με τους υπολογιστές θαύματα. Μεταλλαγμένες μαϊμούδες, άσπροι καρχαρίες, ναυμαχίες στο Κολοσσαίο, πολιορκίες πόλεων και μεγαλοπρεπή σκηνικά δημιουργούν μια ατμόσφαιρα Game of Thrones – απορώ πως δεν υπήρχαν και δράκοι. Αλλά όταν τα ολοκληρώματα και τα blue box πάνε στην άκρη κι έρχεται η σειρά των ηθοποιών δεν υπάρχει σχεδόν τίποτα: περνάς δυόμισι ώρες και νομίζεις ότι όλα έχουν ολοκληρωθεί σε ένα τέταρτο – όσος πρέπει να ήταν κι ο χρόνος για να διαβάσεις το σενάριο.
Περνάς καλά; Εξαρτάται από το τι θες. Το θέαμα είναι στιγμές στιγμές υπερθέαμα. Κόβονται κεφάλια, πέφτουν κορμιά, δεν λείπουν και οι εκπλήξεις – αν και είναι από αυτές που δεν πληρώνουν πολύ. Αλλά στο τέλος άντε να σου μείνουν ως ανάμνηση τα χρυσά σκουλαρίκια του δουλέμπορου Ντένζελ Γουάσιγκτον που μάλλον έκανε την πλάκα του συμμετέχοντας.
Δεν υπάρχει έπος αυτή τη φορά – υπάρχει απλά πολλή φασαρία. Γύρισα σπίτι και ξαναείδα τον πρώτο «Μονομάχο». Επρεπε να δω τον δεύτερο για να παραδεχτώ ότι τον αδίκησα. Τον τρίτο, που θα γίνει μάλλον γρήγορα αν η ταινία σκίσει εμπορικά, και που θα γίνει μάλλον από άλλο σκηνοθέτη, δεν θα τον δω.