Η ανιψιά μου, μια πρωταγωνίστρια...

Η ανιψιά μου, μια πρωταγωνίστρια...


Η ανιψιά μου έγινε δυο χρονών – σήμερα θα σβήσει και τα κεράκια της τούρτας. Όταν η ανιψιά έχει γενέθλια για το θείο δεν υπάρχει τίποτα άλλο που να έχει σημασία – αυτό είναι ένα από αυτά που έγραφα στο κομμάτι «Πενήντα πράγματα που μου έμαθε η ανιψιά» - αν αυτά ήταν μόνο πενήντα. Μέσα στο χρόνο το Μελιτάκι μεγάλωσε εντυπωσιακά – πέρυσι έκλαιγε με τα κεράκια της τούρτας, δεν ήθελε να τα σβήσει, ίσως και να την ενοχλούσε ότι το σπίτι της είχε γεμίσει κόσμο: δεν μας το είπε ποτέ γιατί από μικρή ήταν κυρία. Φέτος περιμένει το πάρτι, φωνάζει ότι έγινε «δυο» κι όταν την ρωτάς πόσο χρονών είναι το δείχνει σηκώνοντας ένα δάχτυλο σε κάθε χέρι, σαν να αυτό αποθεώνεται. Από το θείο ίσως πήρε λίγη θεατρικότητα: πιθανότατα θα της είναι χρήσιμη.

Στην αρχή σαν παπάκι

Είναι απίστευτο το πόσα πολλά έμαθε αυτό το πλασματάκι σε ένα χρόνο – συμβαίνει με όλα τα παιδιά κάποιες χρονιές τους να είναι πιο σημαντικές από τις άλλες και νομίζω η δεύτερη είναι πάντα πιο σπουδαία από την πρώτη. Πέρυσι τέτοιο καιρό ακόμα δεν περπατούσε, αλλά βιαζότανε να σταθεί στα πόδια της και το καταλάβαινες. Κρατιόταν από καρέκλες, καναπέδες, τραπέζια, από όπου οπουδήποτε μπορούσε για σταθεί όρθια και να μας φύγει. Μετά ο μπαμπάς της την πήγε στο Ιδρυμα Νιάρχος βόλτα και το παιδί εκεί έκανε τα πρώτα του βήματα. Ελεγε ακόμα δέκα – δεκαπέντε λεξούλες από τις δικές της, αλλά στάθηκε στα πόδια και πάτησε το γκάζι τον ξανθό Απρίλη: έτσι έπρεπε γιατί ξανθιά είναι κι αυτή. Στην αρχή περπατούσε σαν παπάκι – τη φωνάζανε και «παπί». Το καλοκαίρι στην πλατεία στο χωριό την κυνηγούσαμε. Ετρεχε, έπεφτε και σηκωνότανε – ήταν η μικρότερη και τα υπόλοιπα παιδάκια την είχαν σαν κούκλα: φέτος θα πάρει την εκδίκησή της. Φοβόταν τα μεγάλα σκυλιά, τους μουσάτους ειδικά αν είναι ψηλοί, τις σκάλες γιατί τις φαινόταν τεράστιες.

Και μετά, αφού δεν χρειαζόταν πια καρότσια και άλλα μέσα μαζικής μεταφοράς, ασχολήθηκε με το πώς θα αρχίσει να επικοινωνεί καλύτερα τα θέλω της και τα δεν θέλω κι άρχισε να μας μιλάει. Όπως ο Πίτερ Πάρκερ μεταμορφώνεται σε Σπάιντερμαν έγινε κι αυτή από Μελίτα έγινε «Πετίτα», σαν να μας ήρθε από το Νέο Μεξικό. «Πετίτα Πουπούλου» –με αυτό το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο ανακαλύπτει και χαλάει τον κόσμο ταυτόχρονα. Σήμερα έχει λόγο για όλα: για τα πουλάκια που πρέπει να ταϊσει με την γιαγιά, για τις φίλες της και τις φίλες της γιαγιάς, για τον Σπύρο Παπαδόπουλο που τιμάει στροφάροντας όταν έχει «μπιζούκια», για τον μπαμπούλη και την μανούλα, για τη θεία της που την βλέπει περίπου σαν συνομήλικη, για την Δανάη που θα κάνει κι αυτή παιζάκι. Για όλα. Το να παρακολουθείς πως φέρνει τον κόσμο στα μέτρα της και πως τον διηγείται είναι απόλαυση – ίσως η καλύτερη θεατρική παράσταση που είδα ποτέ μου κι έχω δει εκατοντάδες.

Και μαθαίνουμε κι εμείς

Μαθαίνει και καταλαβαίνει αλλά μαθαίνουμε κι εμείς από δαύτη. Η μαμά της και ο μπαμπάς της μαθαίνουν να είναι γονείς και χαρά στο κουράγιο τους γιατί το μάθημα αυτό δεν ολοκληρώνεται ποτέ, νομίζω. Η γιαγιά κατάλαβε ότι ήταν έτοιμη να γίνει γιαγιά από καιρό - συνήθως έτσι συμβαίνει. Κι ο θείος; Ο θείος έχει καταλάβει τον τελευταίο χρόνο χάρη στην ανιψιά όσα δεν είχε καταλάβει για τις γυναίκες κάτι δεκαετίες. Η συναναστροφή με αυτό το αγγελικό διαβολάκι τον έμαθε ότι ο άντρας και η γυναίκα δεν είναι ίση γιατί απλούστατα η γυναίκα είναι ανώτερη. Το πιο μεγάλο μάθημα που έχει πάρει ο θείος από την ανιψιά είναι ότι κάθε γυναίκα μεγαλώνει βγάζοντας σιγά σιγά την πρωταγωνίστρια που κρύβει μέσα της. Ενώ τα αγοράκια προσπαθούν μανιωδώς να μην μεγαλώσουν (κι όταν αυτό το παθαίνουν αντιμετωπίζοντας την ωριμότητα (;) ως τραύμα), τα κοριτσάκια αντιθέτως, όχι απλά μεγαλώνουν γρήγορα, αλλά στην πραγματικότητα ανθίζουν. Κάθε μέρα που περνάνε σε αυτό τον κόσμο, τον κάνουν και πιο όμορφο, καταθέτοντας την γλύκα τους, το σκέρτσο τους, το νάζι τους – κι όλα αυτά απλά τα κουβαλάνε μέσα τους.

Τα κοριτσάκια δεν εκπαιδεύονται, απλά βρίσκουν τον εαυτό τους. Κανείς δεν τους μαθαίνει να γελάνε κλείνοντας τα ματάκια τους – το κάνουν χωρίς καν να κοιτάζονται στο καθρέφτη, μόνο και μόνο γιατί καταλαβαίνουν ότι θα σου κλέψουν την καρδιά. Τα κοριτσάκια δεν χρειάζονται παρά μόνο λίγη προσοχή και όλα τα υπόλοιπα είναι δική τους δουλειά. Η αποστολή τους είναι η συμμετοχή στην ομορφιά του κόσμου – ακόμα κι όταν χτυπάνε το πόδι μουτρωμένα και φωνάζουν «ζε σέλο» δεν μπορείς παρά να αρχίσεις να γελάς και το γέλιο πάντα ομορφαίνει τους ανθρώπους ακόμα και τους πιο γκρινιάρηδες.

Κάποτε θα γελάει

Η ανιψιά μου είναι δυο χρονών κι όταν γελάμε όλοι μαζί της γελάει κι αυτή με τον εαυτό της. Της αρέσουν τα παντελόνια περισσότερο από τα φορέματα, δυσφορεί όταν της λένε ότι πρέπει να πάει για ύπνο γιατί έχει την υποψία ότι κάποια γιορτή γίνεται κάθε νύχτα, θέλει να βγαίνει συνέχεια από το σπίτι – δεν παίζει με κούκλες, ούτε και μοιάζει ότι θα το κάνει ποτέ της: θα παίζει πάντα με όλους τους άλλους. Κανείς δεν ξέρει τι θα γίνει όταν θα μεγαλώσει ή μάλλον όλοι ξέρουμε. Θα τραγουδάει και θα χορεύει, θα έχει ένα σωρό φίλες, θα ψάχνουμε να την βρούμε γιατί θα μας βαριέται και θα φεύγει, θα της λέμε τι καλό και ήσυχο μωρό ήταν και δεν θα μας πιστεύει γιατί δεν θα μπορεί ποτέ να φανταστεί τον εαυτό της μωρό. Θα κάνει κάποτε ένα πάρτι γενεθλίων τρικούβερτο και θα μεθύσουν όλοι και στην τούρτα θα γράφει «Πετίτα». Θα την ερωτευτούνε και θα ερωτευτεί, θα της γράψουν τραγούδια, θα αγαπάει πάντα λίγο περισσότερο το μπαμπούλη της. Κάποια μέρα θα διαβάσει αυτά που της έγραφε ο θείος όταν ήταν μικρή και θα γελάει. Θα καταλάβει ότι το έκανε για να μπορεί να της ανταποδώσει το γέλιο που του χάρισε, απλά κλείνοντας με νάζι τα ματάκια της…