Υπάρχει μια αξεπέραστη δυσκολία των κριτικών να κρίνουν σωστά ένα θρίλερ. Ο βασικός λόγος είναι ότι συνήθως βλέπουν την ταινία στο θερμοκήπιο που ονομάζεται «δημοσιογραφική προβολή». Η προβολή αυτή γίνεται συνήθως μεσημέρι. Δικαίωμα εισόδου έχουν μόνο οι κριτικοί, οι οποίοι παρά την θεαματική αύξηση των ΜΜΕ, παραμένουν σχετικά λίγοι: η αίθουσα είναι πάντα άδεια. Οι κριτικοί, που συχνά σκέφτονται τι θα γράψουν ενώ η ταινία προβάλλεται, και ενίοτε κρατούν και σημειώσεις για το τι τους άρεσε και τι όχι, πρέπει να κρίνουν στο τέλος αυτό που είδαν, αγνοώντας το πόσο η ταινία λειτουργεί. Το θρίλερ για να διασκεδάσει το κοινό πρέπει να λειτουργήσει. Για να καταλάβεις αν λειτουργεί (το αν είναι ή όχι καλοφτιαγμένο είναι δευτερεύον ζήτημα) κυρίως χρειάζεται μια γεμάτη αίθουσα. Η αντίδραση του κοινού και μόνο, κάνει ένα θρίλερ επιτυχημένο ή αποτυχημένο. Για να τεστάρεις μάλιστα σωστά και τον εαυτό σου και να χαρείς ή να απορρίψεις την ταινία, είναι καλό να μην ξέρεις για αυτήν απολύτως τίποτα, πέρα από όσα μπορεί να σου έχει μαρτυρήσει ένα τρέιλερ. Αυτό κάνει ακόμα πιο δύσκολη την ματιά του κριτικού που είναι φύσει και θέσει αποκαλυπτικός και συχνά κουτσομπόλης: ο καλός κριτικός ξέρει πως δεν επιτρέπεται να γράφεις για ταινίες αγωνίας αποκαλύπτοντας τα μυστικά τους – δεν θα έπρεπε για αυτές να γίνονται ούτε δημοσιογραφικές προβολές. Το μόνο που επιτρέπεται είναι να διηγηθείς την αντίδρασή σου: συζήτηση για την ταινία μπορεί να γίνει μόνο ιδιωτικά και με όποιον την έχει δει. Ετσι η αξιολόγηση ενός θρίλερ είναι πάντα δύσκολη. Και συχνά άδικη.
Από τη φασαρία στη σιωπή
Είδα το Split, («Διχασμένος), που παίζεται εδώ και δυο εβδομάδες στα σινεμά, σε ένα Village: η αίθουσα ήταν κατάμεστη κυρίως από πιτσιρικάδες, που έκαναν κάμποση φασαρία, όπως συνηθίζουν. Στο πρώτο τέταρτο η φασαρία δεν έλεγε να σταματήσει. Κάμποσοι γελούσαν με τη συμπεριφορά των τριών πρωταγωνιστριών και τις ατάκες τους, που θύμιζαν χιλιάδες ανάλογες σε ταινίες με παράφρονες και κοριτσόπουλα που ουρλιάζουν. Πολλοί συνέχισαν να γελάνε με τις γκριμάτσες του Τζέιμς ΜακΑβόι: όλο αυτό κράτησε περίπου μισή ώρα. Μετά σιγά σιγά τα γελάκια σταμάτησαν κι όσο η ταινία γινόταν ολοένα και πιο σκοτεινή σταμάτησαν ν ακούγονται και ψίθυροι κι ανάσες. Δεν είναι κάποιου τύπου αριστούργημα το Split, αλλά βλέποντάς το με κόσμο, καταλαβαίνεις πόσο καλοφτιαγμένο είναι, παρά τις κάμποσες ατέλειές του. Οι οποίες, έτσι κι αλλιώς μικρή σημασία έχουν, αφού ο βασικός του σκοπός είναι να σου προκαλέσει λίγη αγωνία: το πετυχαίνει και μάλιστα αρκετά τίμια, παρόλο που δεν αποφεύγει την προβλεψιμότητα και τα κλισέ.
Το κακό με την Εκτη Αίσθηση
Ο Εμ Νάιτ Σιάμαλαν είναι τυχερός και ικανός. Ότι ήταν ικανός το είχαμε καταλάβει όταν είδαμε την «Εκτη Αίσθηση», που δεν είναι η πρώτη του ταινία, αλλά το πρώτο του σουξέ. Δομημένη άριστα και σκηνοθετημένη από κάποιον που έχει εμφανώς μελετήσει το είδος, η «Εκτη Αίσθηση» είχε όλα τα απαραίτητα συστατικά: ένα ωραίο ήρωα, άριστα ερμηνευμένο από τον Μπρους Γουίλις, που μαγεμένος από το σενάριο δεν βαριόταν, ένα παιδί, μια ανθρωποκεντρική πλατφόρμα και φυσικά ένα μεγάλο φινάλε. Του δημιουργού της ωστόσο του έκανε κακό: ο Σιάμαλαν πίστεψε πως βρήκε τον οδικό χάρτη της επιτυχίας κι άρχισε να ψάχνει την αντιγραφή της – κυρίως αντέγραφε την ίδια δομή. Η έμπνευση, ωστόσο, δεν μπορεί να γίνει μανιέρα και μόνο οι πολλοί μεγάλοι μπορούν να γυρίζουν την ίδια ταινία, αναζητώντας τον περφεξιονισμό της. Ο «Αφθαρτος», που ακολούθησε ήταν ένα μεταμοντέρνο κόμικ, που όμως μαρτυρούσε λιγάκι άγχος - όχι τυχαία χρησιμοποιήθηκε πάλι ο Μπρους Γουίλις. Ό,τι ακολουθεί είναι ένας κατήφορος γεμάτος από καλές προθέσεις. Ο «Οιωνός» έχει δυο τρεις σκηνές που θα ζήλευε κι ο Σπίλμπεργκ, αλλά καμία πρωτοτυπία. Το «Σκοτεινό Χωρίο» έχει ένα καλό πρώτο μέρος και μετά κατρακυλά προς τη γελοιότητα. Το «Lady in the water» απορείς γιατί το γύρισε. Το «Συμβάν» είναι γεμάτο οικολογικούς προβληματισμούς που ταιριάζουν σε παιδί της πρώτης γυμνασίου: δεν υπάρχει φρένο στην κατηφόρα. Νομίζεις πως ο τύπος πάσχει από μανία αυτοκαταστροφής, πως αγαπά το να σε φτιάχνει στην αρχή για να σε ξενερώσει στο φινάλε: ακόμα και το τηλεοπτικό Wayward Pines, για το οποίο ωστόσο δεν φέρνει την αποκλειστική ευθύνη, πάσχει από την ίδια αρρώστια. Γοητεύει και απογοητεύει, μεθάει και ξενερώνει.
Μέχρι και Λάνθιμο
Πριν το Split ο Εμ Νάιτ Σιάμαλαν, το 2015, έχει κάνει την «Επίσκεψη»: δεν είναι κάτι σπουδαίο, δεν την είδε σχεδόν κανένας, δεν μπήκε ούτε το όνομά του στην αφίσα, αλλά είναι μια πρώτη απόδειξη ότι ο τύπος μοιάζει να έχει αναρρώσει – η συνέχεια της, στυλιστικά κυρίως, είναι το Split. Για να βρει την χαμένη του έμπνευση ο δημιουργός φαίνεται ότι, εκτός από ψυχανάλυση που έκανε σίγουρα, έχει δει και κάμποσο σινεμά: όχι πια μόνο Χίτσκοκ (αυτόν ειδικά τον έχει μάθει απέξω!) και Σπίλμπεργκ, αλλά και Ντε Πάλμα, και Αλεχάντρο Αμενάμπαρ, και Χάνεκε ακόμα και Λάνθιμο – μια τουλάχιστον σκηνή του Split, αλλά και κάμποσα καδραρίσματα, θυμίζουν πολύ τον «Κυνόδοντα»: θα πρόκειται για σατανική σύμπτωση ο Σιάμαλαν να μην τον έχει δει. Βρίσκοντας ξανά την όρεξη να μιμηθεί, βρίσκει και την έμπνευση αρχικά να γράψει και στη συνέχεια να σκηνοθετήσει: το σενάριο του Split είναι στιβαρό, παρά το σοκαριστικό χαρακτήρα του πρωταγωνιστή. H ψυχανάλυση και το μεταφυσικό, που είναι άξονες της ταινίας, αν μη τι άλλο, δεν κουράζουν. Το πιο σημαντικό είναι ότι ο Σιάμαλαν μετά από καιρό διευθύνει πολύ προσεχτικά τους πρωταγωνιστές του και τους φιλμάρει σπουδαία: η ταινία είναι γεμάτη κοντινά πλάνα του ΜακΑβόι που δίνει ρεσιτάλ, αλλά και της ραγδαία ανερχόμενης Ανια Τέιλορ Τζόι. Χωρίς αυτά, χωρίς την σκηνοθεσία της δηλαδή, η ταινία θα ήταν εύκολο να κυλήσει προς την γελοιότητα.
Φυσικά υπάρχει κι ένα τέλος που είναι και καλό και κομμάτι ανησυχητικό. Είναι καλό γιατί μολονότι διαρκεί πολύ εν τούτοις σχεδόν καθηλώνει: η ταινία μοιάζει χτισμένη σεναριακά για να δικαιολογήσει τον επίλογό της. Και είναι ανησυχητικό γιατί μπορεί πάνω σε αυτό να χτιστεί μια σειρά από ταινίες (Spit 2, 3,4 κτλ) που δεν νομίζω ότι έχει κανένας ανάγκη.
Η δεύτερη ευκαιρία
Το Split δεν είναι αριστούργημα – είναι, όμως, καθηλωτικά ευχάριστο και στιγμές στιγμές πολύ ενδιαφέρον: θυμίζει λίγο συναυλία, όπου κομμάτια δυνατά, τα διαδέχονται κομμάτια μέτρια – οι φανατικοί του δημιουργού θα περάσουν καλά, οι άλλοι δεν θα γκρινιάξουν. Βάζει στο τέλος και μερικές ερωτήσεις με πιο σημαντική το αν μπορεί κανείς να μας γλυτώσει από τα τέρατα που έχουμε μέσα μας και γύρω μας: ο ίδιος σκληρά απαντάει «όχι». Το σημαντικό είναι ότι ο Σιάμαλαν βρήκε τη δεύτερη ευκαιρία που έψαχνε: επιτέλους πήγε λίγο παρακάτω απο την Εκτη Αίσθηση. Λίγοι την πήραν αυτή την ευκαιρία– ας ελπίσουμε να μην την σπαταλήσει αντιγράφοντας κι αυτή τη φορά τον εαυτό του: σε τελική ανάλυση καταντάει σχιζοφρενικό. Το καλό είναι ότι στο Split ο Σιάμαλαν έδειξε πως από σχιζοφρένια γνωρίζει όσο λίγοι.